Για να «επιβιώσει» σήμερα ένα βιβλίο πολιτικού στοχασμού και ανάλυσης πρέπει να έχει ξεχωριστές ιδιότητες. Το βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη έχει πετύχει κάτι περισσότερο από την απλή επιβίωση γιατί διαφέρει από τα υπόλοιπα που έχουν γραφεί για την πολιτική στη σύγχρονη Ελλάδα. Δεν είναι δημοσιογραφική ανάλυση ούτε τυπική μονογραφία πολιτικής επιστήμης. Εχει αναγνωριστεί ήδη από διαφορετικές μερίδες του αναγνωστικού κοινού ως βιβλίο αναφοράς. Το κοινό του δεν είναι μόνο οι πολιτικοί επιστήμονες και οι ιστορικοί της σύγχρονης Ελλάδας αλλά και οι γενιές που έζησαν τα γεγονότα της περιόδου 1974-1990, για τις οποίες το έργο αυτό αποτελεί σύνοψη βιωμάτων, καθώς και οι νεότερες γενιές, οι οποίες, κατά τον συγγραφέα, «βλέπουν αυτήν την περίοδο περίπου όπως έβλεπε η δική μου γενιά τον Μεσοπόλεμο» (σ. 14). Ο Βούλγαρης προσφέρει ενδελεχή επισκόπηση της περιόδου και νέες ερμηνείες, χάρη σε καινούργιες έννοιες και μεταφορές που έχει κατασκευάσει. Μια τέτοια έννοια-κλειδί του συγγραφέα είναι, π.χ., η «διπλή συνείδηση» των μελών του ΠαΣοΚ, τα οποία δεν γεφύρωσαν ποτέ το χάσμα ανάμεσα στην τρέχουσα πολιτική του κόμματός τους και στην αριστερή ρητορεία της ηγεσίας του. Το χάσμα προέκυψε γιατί το ΠαΣοΚ δεν απέκτησε ποτέ μια «εμπεδωμένη σοσιαλιστική κουλτούρα, μια αφομοιωμένη παράδοση» (σ. 89). Σχετική μεταφορά του συγγραφέα είναι η «πρόσκρουση του ΠαΣοΚ στα τοιχώματα της πραγματικότητας». Ετσι οι ριζοσπαστικές υποσχέσεις του για αλλαγή έμειναν μετέωρες.


Ως συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης είναι βιβλίο που μοιάζει περισσότερο με το πρώτο βιβλίο του Βούλγαρη, το οποίο αφορούσε τη μεταπολεμική Ιταλία (Ο δύσκολος εκσυγχρονισμός, Εξάντας, Αθήνα, 1990, και σε ιταλική μετάφραση Carocci, Ρώμη, 1998) παρά με τις θεωρητικές δημοσιεύσεις του (Φιλελευθερισμός, συντηρητισμός, κοινωνικό κράτος, 1973-1990, Θεμέλιο, Αθήνα, 1994). Ο συγγραφέας είναι ερευνητής του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών και γνωστό στέλεχος της Ανανεωτικής Αριστεράς. Δηλαδή ξέρει την πολιτική από έξω κι από μέσα. Οι περισσότερες έννοιες του τελευταίου βιβλίου του είναι, θα έλεγα, ιδίας κοπής, πράγμα που ήδη καθιστά το έργο πρωτότυπο, αλλά κατά τούτο και λιγότερο «εξαγώγιμο». Δηλαδή πιστεύω ότι το βιβλίο ανήκει περισσότερο στην πολιτική ιστορία ή στην ιστορική κοινωνιολογία παρά στη συγκριτική πολιτική ανάλυση. Και αυτό γιατί ορισμένες από τις διαφωτιστικές για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα έννοιές του δεν θα ήσαν το ίδιο χρήσιμες για τη μελέτη άλλων ιστορικών περιόδων ή άλλων κρατών. Πάντως ο Βούλγαρης χρησιμοποιεί και έννοιες της πολιτικής επιστήμης όταν θεωρεί ότι ταιριάζουν στη μελέτη της ελληνικής περίπτωσης. Τέτοιες είναι η δημοσιονομική κρίση του κράτους, η «έκτακτη πολιτική ατζέντα» των μεταβατικών φάσεων και ο λαϊκισμός. Μέλημά του δεν είναι τόσο να εφαρμόσει θεωρίες όσο να κατανοήσει την ελληνική πολιτική μετά το 1974 εντάσσοντάς την στο ευρύτερο πλαίσιο των δυτικών κοινωνιών. Το πλαίσιο αυτό, που αποτελεί κύρια παραδοχή του συγγραφέα, ορίζεται ως ένας μακρύς ιστορικός κύκλος που στα τέλη του 20ού αιώνα χαρακτηρίστηκε «(α) από την κρίση του μεταπολεμικού εθνικού «κεϋνσιανού» μεταρρυθμισμού» και «(β) από την άνοδο του νεοφιλελεύθερου-νεοσυντηρητικού κύματος» (σ. 17). Στενότερο και δευτερεύον συγκριτικό πλαίσιο, στο οποίο ο συγγραφέας τοποθετεί την ελληνική πολιτική, είναι η Νότια Ευρώπη (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, κάποτε κάποτε η Γαλλία).


Κατά τη γνώμη μου, η Ελλάδα της τελευταίας 25ετίας αξίζει να μελετηθεί στο πλαίσιο της Νότιας Ευρώπης. Η ένταξή της στο στενότερο αυτό πλαίσιο μου φαίνεται πιο χρήσιμη από την αναγωγή των ελληνικών εξελίξεων στον ευρύτερο ιστορικό κύκλο της Δύσης, στον οποίο ο Βούλγαρης δίνει μεγαλύτερη έμφαση. Η σύγχρονη Ελλάδα έχει αρκετές ιστορικές ομοιότητες με τις κοινωνίες της Νότιας Ευρώπης, αλλά ακόμη και σε σύγκριση με αυτές αποτελεί ειδική περίπτωση. Πόσο μάλλον σε σύγκριση με τις υπόλοιπες δυτικές κοινωνίες. Παρά την κοινή πορεία της μεταπολεμικής Ελλάδας με τις υπόλοιπες δυτικές κοινωνίες στην κατεύθυνση του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού και του πολιτικού εκδημοκρατισμού, οι ιδιομορφίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος (υπερσυγκεντρωτικό κράτος, ευμεγέθης κυβέρνηση, πολωτική πολιτική κουλτούρα, αρχηγικά ή λαϊκιστικά κόμματα, αδιάπτωτες πελατειακές σχέσεις κτλ.) συνδέονται στενά με μια ιδιαίτερη, σχετικά σπάνια στη Δύση, οικονομική και κοινωνική δομή («δυαδική» οικονομία, συγκριτικά ογκώδης, ακόμη και σήμερα, τάξη μικροϊδιοκτητών στην ύπαιθρο και αυτοαπασχολουμένων στις πόλεις, πολλά παραδοσιακά νοικοκυριά και μικρή ακόμη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, ελάχιστη συμμετοχή των πολιτών σε μη κρατικές και εθελοντικές οργανώσεις).


Σε κάθε περίπτωση, το βιβλίο έχει υποδειγματική μέθοδο. Κατ’ αρχήν η μεταπολιτευτική δημοκρατία περιγράφεται ως τομή και ως συνέχεια της ελληνικής μετεμφυλιακής ιστορίας (εξ ου και ο υπότιτλος του βιβλίου). Υστερα, σε κάθε υποπερίοδο (1974-1981, 1981-1985, 1985-1989 και 1989-1990), παρουσιάζονται διαδοχικά η γενική πολιτική κατάσταση, η οικονομική και η εξωτερική πολιτική, τα εργατικά συνδικάτα και αναλυτικά το καθένα από τα πολιτικά κόμματα της εποχής. Τα καλύτερα μέρη του βιβλίου είναι εκείνα στα οποία ο Βούλγαρης εξασκεί την τέχνη που πάντοτε έκανε τα κείμενά του ξεχωριστά, δηλαδή την ικανότητά του να βλέπει κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, να ανασύρει βαθύτερες ροπές και να τις αρθρώνει ευδιάκριτα. Τέτοια μέρη του βιβλίου είναι η ανάλυση της κομματικής δημοκρατίας μετά τη μεταπολίτευση (σ. 43-55), της «απο-ριζοσπαστικοποίησης» του ΠαΣοΚ μετά την άνοδό του στην εξουσία (σ. 145-57), της ταυτόχρονης εξάντλησης της αντιδεξιάς ιδεολογίας και του κεϋνσιανού μεταρρυθμισμού (σ. 272-85) και της υπόθεσης Κοσκωτά (σ. 346-59). Το βιβλίο είναι τεκμηριωμένο με κατανοητά στοιχεία και έχει παραπομπές στις οποίες σταχυολογούνται οι εγκυρότερες πηγές. Γι’ αυτό θα άξιζε να συνοδεύεται στο τέλος από ευρετήρια όρων και ονομάτων. Κλείνοντας το βιβλίο, θυμήθηκα την υπόσχεση που είχε δώσει ο συγγραφέας στην αρχή του βιβλίου, ότι δηλαδή θα προσφέρει «την απόλαυση της ανάγνωσης» (σ. 23). Η υπόσχεση τηρείται κατά γράμμα.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.