Κάθε εβδομάδα ένα βιβλίο από το ράφι της μεγάλης παγκόσμιας βιβλιοθήκης


Στις 16 Ιουνίου 1904 ο Δουβλινέζος Λεοπόλδος Μπλουμ ξυπνάει, ετοιμάζεται και φεύγει για τη δουλειά του. Καθυστερώντας εξαιτίας ποικίλων επαγγελματικών, κοινωνικών και συναισθηματικών λόγων επιστρέφει στο σπίτι του την επομένη το πρωί. Δίνοντάς μας το εικοσιτετράωρο της ζωής ενός συνηθισμένου ανθρώπου, ο Τζόις έγραψε τον Οδυσσέα, ένα μυθιστόρημα που φθάνει τις 800 σελίδες και συνιστά το έπος της καθημερινότητας του 20ού αιώνα. Για το βιβλίο έχουν γραφεί αναρίθμητες μελέτες και άρθρα. Είναι τόσα τα συγκριτικά πεδία που ανοίγει, τέτοια η πολυμορφικότητα και η κατασκευαστική του ιδιοτυπία, που για να περιγραφεί, απλώς και μόνο, θα χρειαζόταν ολόκληρο σεμινάριο.


Ο Τζόις πίστευε ότι υπάρχουν στενοί δεσμοί ανάμεσα στη μεσογειακή και στην ιρλανδική παράδοση – γι’ αυτό και έστησε τον μύθο του δικού του Οδυσσέα πάνω στο ομηρικό πρότυπο. Ωστόσο ο αναγνώστης δεν θα πρέπει να διαβάσει τον Οδυσσέα ως σύγχρονη εκδοχή της Οδύσσειας αλλά με τρόπο αναλογικό, όπως άλλωστε έχουν κάνει οι μελετητές του έργου. Δεν πρόκειται για φιλολογικό ανάγνωσμα, μολονότι οι αναλογίες και οι εσωτερικές παραπομπές διαδέχονται απανωτά η μία την άλλη δίχως ο αναγνώστης να αισθάνεται ότι διαβάζει ένα «βιβλίο βιβλίων». Είναι έργο προδρομικό (πόσα οφείλει λ.χ. ο Μπέκετ ή ο Μπροχ ή ακόμη και ο Φόκνερ και ο Τόμας Πίντσον στον Τζόις;) και ταυτοχρόνως επιτομή των κατακτήσεων της πρωτοπορίας χωρίς να φέρει τα σημάδια της φθοράς που διακρίνεις σε όλα σχεδόν τα πρωτοποριακά έργα.


Μπορεί ο ποταμός Λίφι που διασχίζει το Δουβλίνο να σε παραπέμπει, διαβάζοντας τον Τζόις, στο πέρασμα των Αργοναυτών από τα στενά του Βοσπόρου στον Εύξεινο Πόντο, μπορεί ο σύγχρονος Οδυσσέας να πρέπει να είναι εβραίος (περιπλανώμενος δηλαδή) όπως ο Μπλουμ, μπορεί το παλάτι της Κίρκης να είναι κάποιο πορνείο και η σπηλιά του Κύκλωπα ένα ιρλανδέζικο μπαρ, όμως πουθενά οι παραπομπές αυτές δεν λειτουργούν δηλωτικά ή σχηματικά. Και τούτο γιατί ενώ το πρόπλασμα του τζοϊσικού μύθου υπάρχει στην Οδύσσεια, από την οποία ο συγγραφέας αξιοποιεί την περιπλάνηση (ομόλογη του περίπλου) και την αργοπορία (ή την αναστολή ή το σταμάτημα του χρόνου), το μεγάλο θέμα εδώ, όπως και στα προηγούμενα βιβλία του Τζόις, είναι η πόλη και η εξορία μέσα κι έξω από αυτή.


Στον Οδυσσέα προβάλλουν δύο είδη πόλεων: η αρχαία ιερή πόλη και η σύγχρονη, εμποροκρατική, που την εκφράζει ο Λεοπόλδος Μπλουμ. Η πτώση της πόλης και η έκπτωση της ιδανικής πολιτείας αποτελούν τα μόνιμα θέματα των μοντερνιστών. Οι πόλεις καταπίπτουν ή παρακμάζουν, όπως ακριβώς και οι πολιτισμοί που τις δημιούργησαν. Στον Τζόις όμως οι δύο μορφές των πόλεων παραμένουν μετέωρες και στο εσωτερικό τους αναπτύσσεται κυκλικά η Ιστορία. Οποιος θέλει να ανακαλύψει λοιπόν το έπος τής σήμερον θα πρέπει να κατεβεί στους δρόμους, οι οποίοι συνθέτουν το τοπίο της περιπλάνησης. Ετσι και η γραφή ενός έργου σαν τον Οδυσσέα θα είναι, κατ’ αναλογίαν, η ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής στο ευρύ πεδίο της: την πολεοδομία.


Το μυθιστόρημα του Τζόις συνιστά το απόλυτο αρχιτεκτόνημα της πεζογραφίας του 20ού αιώνα, το απόλυτο σχέδιο. Είναι ακόμη ο μεγάλος ύμνος στη γραφή και σε όσα την ορίζουν. Ο Τζόις ελέγχει το υλικό του με απαράμιλλη μαεστρία καταφέρνοντας να ενσωματώσει στη δική του αφηγηματική τεχνική, που την αποκαλούμε σήμερα εσωτερικό μονόλογο, όλες τις υφιστάμενες μορφές της – και ταυτοχρόνως να τις αλλάξει. Γι’ αυτό άλλωστε, σχεδόν 80 χρόνια μετά την έκδοση του Οδυσσέα, ανακαλύπτονται ακόμη καινούργιες πτυχές του.


Τζέιμς Τζόις, Οδυσσέας, Μετάφραση Σωκράτης Καψάσκης, Κέδρος