Είναι νύχτα στην παγωμένη Βαλτική και το παλιό κρουαζιερόπλοιο Βίλχελμ Γκούστλοφ στενάζει από το βάρος. Το ημερολόγιο δείχνει 30 Ιανουαρίου 1945, επέτειος της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Χιλιάδες πρόσφυγες, αλλά και εκατοντάδες μέλη του ναυτικού της ναζιστικής Γερμανίας συνωθούνται ασφυκτικά στα αμπάρια και τα καταστρώματα του πλοίου. Το ταξίδι οδηγεί στα δυτικά, μακριά από τα επελαύνοντα σοβιετικά στρατεύματα που κατακλύζουν την Πολωνία. Σε μικρή απόσταση καραδοκεί το σοβιετικό υποβρύχιο S 13 με διοικητή τον Αλεξάντερ Μαρινέσκο, που όταν δεν πίνει βότκα διψά για επιτυχίες κατά θάλασσα. Στον θάλαμο τοκετών του πλοίου, ανάμνηση της πολυτέλειας του παλιού καλού καιρού, ανάμεσα σε μερικές λεχώνες βρίσκεται και η ετοιμόγεννη Τούλα Ποκρίφκε, μια δεκαεφτάχρονη Γερμανιδούλα με σιδερένια θέληση από τις ανατολικές περιοχές του Ράιχ. Στις 21.16 τρεις τορπίλες πλήττουν το Γκούστλοφ. Την Τούλα την πιάνουν οι πόνοι και ο γιατρός τής κάνει μια ένεση για να καθυστερήσει τον τοκετό. Επακολουθεί το χάος και μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες των αιώνων. Ανθρωποι συνθλίβονται από τα ατσάλινα ελάσματα των καταστρωμάτων, τσαμπιά προσφύγων κυλάνε στην άβυσσο καθώς γλιστράνε πάνω στην παγωμένη κουβέρτα, αναρίθμητα παιδιά φορώντας σωσίβια πέφτουν στη θάλασσα με το κεφάλι και πνίγονται ακαριαία χωρίς να βυθίζονται, ζευγάρια ποδαράκια αναδεύονται πάνω από τον αφρό των κυμάτων.


Η βύθιση του Γκούστλοφ, επί δεκαετίες παραμελημένη στη Δυτική Γερμανία και αποσιωπημένη στην Ανατολική, είναι το θέμα της καινούργιας νουβέλας του συγγραφέα Γκύντερ Γκρας με τίτλο Το βήμα του κάβουρα. Η Τούλα θα καταφέρει να σωθεί με μια σωστική λέμβο και μία ώρα αργότερα θα γεννήσει πάνω στο τορπιλοβόλο Λέων που παραπλέει. Ο μικρός Πάουλ, αγνώστου πατρός, και μια γούνα αλεπούς, δώρο ενός από τους εραστές της, είναι ό,τι την συνδέει πια με το παρελθόν. Από το σοκ τα μαλλιά της έχουν ασπρίσει μέσα σε μισή ώρα για πάντα. Οι ανατολικές περιοχές θα χαθούν οριστικά, ο αγώνας για την επιβίωση θα συνεχιστεί στο ανατολικογερμανικό Σβερίν. Η βύθιση του Γκούστλοφ είναι ιστορική πραγματικότητα και ο τοκετός πάνω στο τορπιλοβόλο μια επίσης πραγματική υποσημείωση της ιστορίας. Το βρέφος θα πεθάνει λίγες εβδομάδες μετά, αλλά επιβιώνει στη λογοτεχνία χάρη στον Γκρας. Το καινούργιο αυτό βιβλίο του γερμανού νομπελίστα είναι ένα μείγμα νουβέλας και χρονικού και η υπόθεση προωθείται, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος, με τον ιδιόρρυθμο τρόπο του κάβουρα, με αυτή τη χαρακτηριστική κίνηση προς τα πλάγια που δίνει οπτικά την εντύπωση της οπισθοχώρησης αλλά τελικά είναι κίνηση προς τα εμπρός. Οι παρεμβολές, οι προβολές στο παρελθόν και οι αναδρομές ήταν η μόνη μέθοδος που του φάνηκε κατάλληλη για τον χειρισμό του συγκεκριμένου υλικού. Πρόκειται για έναν χορό νεκρών και για μια επανεμφάνιση των φαντασμάτων της ιστορίας.


Ο Πάουλ είναι ένας δημοσιογράφος της σειράς που έχει καταφύγει στο Δυτικό Βερολίνο, η μάνα του έχει παραμείνει στο Σβερίν. Για πολλά χρόνια αδιαφόρησε για τις παρακλήσεις της να γράψει την ιστορία του Γκούστλοφ. Οταν τελικά καταπιαστεί με την υπόθεση μετά από εντολή ενός μυστηριώδους γέρου, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον συγγραφέα, αρχίζει τις έρευνες και συναντά μια ιστοσελίδα αφιερωμένη στο θέμα. Θα ανακαλύψει ότι η σελίδα ανήκει στον ίδιο τον γιο του, τον Κόννυ, που έχει εγκατασταθεί στο σπίτι της γιαγιάς και έχει ενστερνισθεί τους ψιθύρους και τους πόθους της. Εχει ειδικευθεί στην ιστορία του πλοίου που έφερε το όνομα ενός μεσαίου στελέχους του ναζιστικού κόμματος, του Βίλχελμ Γκούστλοφ, ο οποίος γεννήθηκε στο Σβερίν αλλά έδρασε στην Ελβετία. Εκεί στο Νταβός είχε δολοφονηθεί με τέσσερις σφαίρες από έναν εβραίο φοιτητή ονόματι Ντάβιντ Φρανκφούρτερ, το 1936. Και το 1937 ήταν προσωπική επιθυμία του Χίτλερ το νέο κρουαζιερόπλοιο που καθελκυόταν να φέρει το όνομα του «μάρτυρα» Βίλχελμ Γκούστλοφ. Ηταν το μεγαλύτερο στον κόσμο, κατάλευκο, με μήκος 206 μέτρα και πλάτος 24 μέτρα, με κινηματογράφο και πισίνα. Ανήκε στον στόλο της ναζιστικής οργάνωσης «Δύναμη και χαρά» που, μετά τη διάλυση των παλιών συνδικάτων και την κατάσχεση των περιουσιών τους, πρόσφερε στη γερμανική εργατική τάξη φθηνές κρουαζιέρες και την ψευδαίσθηση μιας αταξικής κοινωνίας.


Ο ακροδεξιών τάσεων Κόννυ εμφανίζεται στο Internet με το όνομα του προτύπου του, ως Βίλχελμ, και μαλώνει στο τσάτρουμ κατά προτίμηση με έναν συνομήλικό του που δηλώνει Εβραίος και υπογράφει ως Ντάβιντ. Μετά από αλλεπάλληλες διαφωνίες και ύβρεις στο Διαδίκτυο για την ιστορία του Γκούστλοφ αποφασίζουν να γνωριστούν από κοντά και δίνουν ραντεβού – πού αλλού – στο Σβερίν, στα ερείπια του κατεστραμμένου από τους ανατολικογερμανούς αντιφασίστες μνημείου προς τιμήν του Βίλχελμ Γκούστλοφ. Ο Κόννυ θα βγάλει από την τσέπη του ένα πιστόλι και θα σκοτώσει τον Ντάβιντ με τέσσερις σφαίρες. Στη δίκη θα αποδειχθεί ότι το πραγματικό όνομα του νεκρού ήταν Βόλφγκανγκ και δεν επρόκειτο για Εβραίο. Ταυτιζόταν με τα θύματα των ναζιστών από αντίδραση στον πατέρα του, έναν πυρηνικό φυσικό που αντιμετώπιζε με απόσταση και απάθεια το ιστορικό παρελθόν. Οπως και ο Κόννυ αναζήτησε τα ακροδεξιά του πρότυπα μέσα από τα παραμύθια της γιαγιάς από αντίδραση στον Πάουλ, έναν πατέρα άβουλο και αμέτοχο. Η νουβέλα τελειώνει και η ζωή στη Γερμανία συνεχίζεται με την επανεμφάνιση της Ακροδεξιάς, με τη διαιώνιση του κακού. «Η ιστορία» γράφει σε ένα σημείο ο Γκρας «ή για την ακρίβεια η ιστορία που εμείς όλο ανακατεύουμε είναι ένας βουλωμένος καμπινές. Τραβάμε και ξανατραβάμε το καζανάκι, αλλά τα σκατά ξανανεβαίνουν».


Παρ’ ολίγον βεβαίως να ξεχάσουμε ότι παρουσιάζουμε μια νουβέλα και όχι ένα ιστορικό χρονικό ή μια κοινωνική μελέτη. Δεν είναι όμως τυχαίο. Το τελευταίο έργο του Γκύντερ Γκρας ως λογοτεχνικός και αισθητικός χειρισμός ενός υλικού ωχριά μπροστά στο καλπάζον ταλέντο των πρώτων του βιβλίων. Πέρασαν έκτοτε πολλές δεκαετίες, ο λογοτεχνικός οίστρος κόπασε, αλλά ο Γκρας διαθέτει πάντα ένα αλάνθαστο αισθητήριο για το πνεύμα των καιρών. Και οι καιροί αναδεικνύουν μια νέα Γερμανία, απαλλαγμένη από τα συμπλέγματα του παρελθόντος της. Η ιστορία του Γκούστλοφ δεν ανακαλύφθηκε τώρα, υπήρξε αντικείμενο και άλλων βιβλίων, αλλά και μιας ταινίας. Δεν διαβαζόταν ωστόσο ευχάριστα, ούτε βλεπόταν εύκολα, γιατί προσέκρουε σε μια από τις μεταπολεμικές γερμανικές συναινέσεις, ότι δηλαδή το δράμα των γερμανών προσφύγων από τις ανατολικές περιοχές ήταν η πληρωμή για τα δεινά που συσσώρευσε η ναζιστική Γερμανία στην Ευρώπη. Στη συλλογική φαντασίωση της μεταμέλειας και της συγγνώμης οι Γερμανοί έπρεπε να είναι οι δράστες και ποτέ τα θύματα. Η πτώση των τειχών ωστόσο κλόνισε αυτές τις συναινέσεις και η νέα γερμανική συνείδηση διεκδικεί την κανονικότητα. Αυτό το αίτημα ικανοποιεί η νουβέλα του Γκρας σήμερα και γι’ αυτό πυροδοτεί συζητήσεις για το αν οι συγγραφείς έχουν το δικαίωμα να σπάνε τα ιστορικά ταμπού. Οι συζητήσεις αυτές είναι ευνόητες, αλλά ελάχιστη σχέση έχουν με τη λογοτεχνία.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ


«Μπαίνω στον πειρασμό να φανταστώ τον εαυτό μου πάνω στο κατάστρωμα του Γκούστλοφ την ώρα που οι τρεις τορπίλες, με αφιερώσεις πάνω τους, βρίσκονται καθ’ οδόν. Εντοπίζω εύκολα τις κοπέλες, που ήταν επικουρικές στο ναυτικό. Τις είχαν επιβιβάσει τελευταίες και τις είχαν βάλει στην άδεια πισίνα του πλοίου και στους διπλανούς κοιτώνες, οι οποίοι προορίζονταν κάποτε για τα αγόρια και τα κορίτσια της χιτλερικής νεολαίας που έκαναν κρουαζιέρες. Κάθονται ανακούρκουδα ή είναι ξαπλωμένες η μια δίπλα στην άλλη σαν σαρδέλες. Τα μαλλιά τους είναι ακόμα προσεκτικά χτενισμένα. Τα γέλια όμως έχουν κοπάσει, δεν ακούγονται πια χαριτωμένα ή αιχμηρά κουτσομπολιά. Μερικές υποφέρουν από ναυτία. Παντού μυρίζει εμετό, εκεί, στους διαδρόμους των άλλων καταστρωμάτων, στις παλιές αίθουσες τελετών και στα εστιατόρια. Οι τουαλέτες, που ούτως ή άλλως δεν επαρκούν για τέτοιο όγκο προσφύγων και μελών του πολεμικού ναυτικού, είναι βουλωμένες. Οι εξαεριστήρες δεν καταφέρνουν να απορροφήσουν μαζί με τον βρώμικο αέρα και τη δυσωδία. Από την ώρα που ξεκίνησε το πλοίο, έχει δοθεί διαταγή να φορούν όλοι τα σωσίβια που τους έχουν μοιραστεί. Επειδή όμως η ζέστη όλο και φουντώνει, πολλοί βγάζουν τα πιο χοντρά τους ρούχα και τα σωσίβια. Γέροι και παιδιά κλαψουρίζουν σιγανά. Από τα μεγάφωνα δεν ακούγονται πια ανακοινώσεις. Ολοι οι θόρυβοι χαμηλώνουν. Παντού αναστεναγμοί κι ένα παράπονο υποταγής. Φαντάζομαι, αν όχι μια ατμόσφαιρα συντέλειας, πάντως το προστάδιό της, τον φόβο που εμφιλοχωρεί.


Μόνο στη γέφυρα η διάθεση φαίνεται να είναι κάπως αισιόδοξη, αφού πρώτα τέλειωσε ο καβγάς. Οι τέσσερις καπετάνιοι ήταν πεπεισμένοι ότι φθάνοντας στις εκβολές του Στόλπε είχαν ξεπεράσει τον μεγάλο κίνδυνο. Στην καμπίνα του Πρώτου Αξιωματικού είχαν ριχτεί στο φαΐ: ρεβίθια με λίγο κρέας. Στη συνέχεια ο κύριος Τσαν, που ήταν καπετάνιος κορβέτας, είπε στον καμαρότο να σερβίρει κονιάκ. Ενιωθαν πως έπρεπε να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους γι’ αυτό το ταξίδι που ευνοούνταν από την τύχη. Ο Χασάν, το λυκόσκυλο, κοιμόταν στα πόδια του κυρίου του. Ο μόνος αξιωματικός υπηρεσίας στη γέφυρα ήταν ο καπετάνιος Βέλερ. Στο μεταξύ είχε έρθει η ώρα.»


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.