Σύμφωνα με τον Αντονι Γκίντενς, στο άμεσο μέλλον οι άνθρωποι θα επιλέγουν ανάμεσα στη συνήθη μορφή της εργασίας ή στην κατ’ οίκον απασχόληση ή στην εθελοντική εργασία, χωρίς ο εθελοντισμός να θεωρείται υποδεέστερος μιας «κανονικής δουλειάς». Το κράτος πρόνοιας θα περιλαμβάνει τόσο δημόσιες υπηρεσίες όσο και εθελοντικές οργανώσεις, στόχος των οποίων θα είναι η «ενδυνάμωση» («empowerment») των ανθρώπων, ώστε να μην εξαρτώνται από τις κρατικές μεταβιβάσεις εισοδήματος αλλά να δραστηριοποιούνται δημιουργικά. Γενικότερος σκοπός είναι η αυτο-πραγμάτωση των ανθρώπων η οποία θα εξυπηρετείται και από νέες μορφές διαλόγου και συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων στο πλαίσιο της «διαλογικής δημοκρατίας». Σε παγκόσμιο δε επίπεδο, οι κινήσεις του κερδοσκοπικού κεφαλαίου θα ρυθμιστούν, ενώ οι υπανάπτυκτες χώρες θα έρθουν σε συμφωνία με τις αναπτυγμένες έτσι ώστε να μην εξαρτώνται από αυτές, αλλά να επιδιώκουν εναλλακτικές λύσεις ανάπτυξης.


Ο Γκίντενς πιστεύει ότι στην εποχή μας υπάρχει πληθώρα ζητημάτων για τα οποία η διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς δεν έχει νόημα (Πέραν της αριστεράς και της δεξιάς, εκδόσεις Πόλις, 1999). Επίσης, ότι υπάρχει ένας δρόμος ανάμεσα στον νεο-φιλελευθερισμό και στην παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία (Ο Τρίτος Δρόμος, εκδόσεις Πόλις, 1998). Ζητήματα που δεν επιδέχονται λύσεις εντός του φάσματος Αριστερά-Δεξιά είναι, λ.χ., η προσωπική επιλογή τρόπου ζωής, η εξωσωματική γονιμοποίηση, και μια σειρά άλλα, τα οποία ο Γκίντενς εντάσσει στις «πολιτικές ζωής». Αυτές διαφέρουν από τις «πολιτικές ευκαιριών ζωής», όπως είναι η ισότητα ευκαιριών στην εκπαίδευση και στην απασχόληση. Οι πολιτικές ευκαιριών ζωής χαρακτήριζαν την πρώιμη ή απλή περίοδο της νεωτερικότητας. Οι πολιτικές ζωής τη δική μας ύστερη ή αναστοχαστική περίοδο της νεωτερικότητας. Στην τελευταία περίοδο, σε μικρο-κοινωνιολογικό επίπεδο, δίνεται στους ανθρώπους η δυνατότητα του αναστοχασμού, δηλαδή της προσωπικής απόφασης πάνω σε πληθώρα ζητημάτων, καθώς δεν υπάρχουν πια οι περιοριστικοί κώδικες συμπεριφοράς των παραδοσιακών κοινωνιών ούτε οι συλλογικές ιδεολογίες της πρώιμης περιόδου της νεωτερικότητας. Ο καθένας πρέπει να κατασκευάσει ένα προσωπικό σχέδιο ζωής (μια «βιογραφία»), επιλέγοντας όχι μόνο τρόπο ζωής και οικογενειακή κατάσταση, αλλά και κοινωνική ταυτότητα.


Ο Νίκος Μουζέλης ανασκευάζει τις απόψεις του Γκίντενς και περνά από την επιστημονική ανάλυση των τριών προηγουμένων βιβλίων του (Μεταμαρξιστικές προοπτικές, 1992, Επιστροφή στην κοινωνιολογική θεωρία, 1998, Η κρίση της κοινωνιολογικής θεωρίας, 2000, όλα από τις εκδόσεις Θεμέλιο) στην πολιτική ανάλυση, στο βιβλίο του Για έναν εναλλακτικό Τρίτο Δρόμο. Το βιβλίο αποτελείται από δύο κείμενα κριτικής των απόψεων του Γκίντενς και ένα μικρότερο, περισσότερο πολιτικό και μαχητικό, που περιέχει «Δώδεκα κεντροαριστερές θέσεις». Για τον Μουζέλη, ο Γκίντενς βιάζεται να τοποθετήσει πολλά ζητήματα πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς. Η Αριστερά, χωρίς να απεμπολεί τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες της, διεξάγει σήμερα περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν και αγώνες πολιτιστικής χειραφέτησης. Τούτο σημαίνει χειραφέτηση από τους φορείς που ελέγχουν «τα υλικά και συμβολικά μέσα διαμόρφωσης ταυτοτήτων και τρόπων ζωής» (σελ. 35). Κατά τον Μουζέλη, η Αριστερά διαφέρει από τη Δεξιά επειδή είναι υπέρμαχος της διάχυσης κοινωνικοοικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων. Οι «πολιτικές ζωής» του Γκίντενς είναι πολιτικές πολιτιστικής χειραφέτησης.


Ωστόσο ο Γκίντενς τις αποκόβει από το φάσμα Αριστερά-Δεξιά επειδή ο ίδιος δεν έχει ένα θεωρητικό, ολιστικό πλαίσιο ανάλυσης. Ο Μουζέλης προτείνει ένα ενδιαφέρον δικό του μακρο-κοινωνιολογικό πλαίσιο ανάλυσης στο οποίο ανιχνεύουμε επιρροές του Πάρσονς, του Χάμπερμας και του Μπουρντιέ. Διακρίνει πέντε «θεσμικές σφαίρες», δηλαδή την οικονομική, την πολιτική, την κοινωνική, την πολιτιστική και την οικολογική σφαίρα, οι οποίες συνδέονται με διαφορετικές αξίες (π.χ. η οικονομική σφαίρα με τον ανταγωνισμό και η κοινωνική με την αλληλεγγύη). Οι σφαίρες αυτές βρίσκονται σε ανισορροπία, καθώς η οικονομική σφαίρα έχει «αποικιοποιήσει» τις υπόλοιπες. Διέξοδος και αποστολή της Κεντροαριστεράς είναι η ισορροπία ανάμεσα στις σφαίρες και ανάμεσα στις αντίστοιχες αξίες.


Ο Μουζέλης διαφωνεί με τον Γκίντενς και στο μικρο-κοινωνιολογικό επίπεδο ανάλυσης. Ο αναστοχασμός του Γκίντενς είναι μεν σωστός, αλλά είναι μονομερής. Προσδιορίζεται εσφαλμένα ως μια εργαλειακή σχέση του υποκειμένου με τον εαυτό του. Αν πιστέψουμε τον Γκίντενς, ο κάθε άνθρωπος διαθέτει στρατηγικές αυτο-προσδιορισμού, καθιστώντας έτσι τον εαυτό του χειραγώγιμο αντικείμενο. Ο Μουζέλης θεωρεί ότι υπάρχουν λιγότερο εργαλειακές μορφές αναστοχασμού, συμπληρωματικές εκείνων που παραθέτει ο Γκίντενς, και επικαλείται προς τούτο τη χριστιανική θεολογία των Ησυχαστών, τη φροϋδική ψυχανάλυση, τη φιλοσοφική κοινωνιολογία του Μάρτιν Μπούμπερ και τη διδασκαλία του Κρισναμούρτι. Ο αναστοχασμός του Μουζέλη είναι «αποφατικός», δηλαδή συνδέεται με την αναζήτηση εσωτερικής πνευματικότητας, την αυτο-ψυχανάλυση, την ενδοσκόπηση και την «κάθαρση» από εγκεφαλικές διεργασίες. Μέσω αυτών μπορεί κανείς να καταλήξει σε τρόπους ζωής που περιλαμβάνουν την ταπεινότητα, το θάρρος ή τη συμπόνια, πράγμα μη εφικτό μέσω του «καταφατικού», επιχειρησιακού αναστοχασμού του Γκίντενς.


Η μικρο-κοινωνιολογική ανάλυση του Μουζέλη είναι λιγότερο εφαρμόσιμη από τη μακρο-κοινωνιολογική. Τούτο καθίσταται προφανές στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, όπου το μακρο-κοινωνιολογικό πλαίσιό του (ο «μη οικονομιστικός ολισμός») συνδέεται ευχερώς με την πάλη εναντίον του πολιτικού αυταρχισμού, της οικονομικής εκμετάλλευσης, του κοινωνικού αποκλεισμού και της πολιτιστικής χειραγώγησης (όχι «εναντίον της πολιτισμικής χειραφέτησης», όπως από παραδρομή γράφεται στη σελ. 90). Η ελκυστική πρόταση του Μουζέλη για ένα πιο ανθρώπινο μέλλον του καπιταλισμού περιλαμβάνει τον έμμεσο παρεμβατισμό του επιτελικού κράτους στην οικονομία, τη διάδοση ευκαιριών απασχόλησης στον «τρίτο τομέα» (μη κυβερνητικές οργανώσεις), τη ριζική ανακατανομή των πόρων του κράτους υπέρ των περιθωριοποιημένων κοινωνικών κατηγοριών, τη θέσπιση ορίων έναντι του κρατικού αυταρχισμού και της ιδιωτικής ασυδοσίας, τον πλουραλισμό και έλεγχο των ΜΜΕ, τη διάχυση των δικαιωμάτων προς τις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, την πολιτική και στρατιωτική ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και την αντίσταση στη νεο-φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μέσω των παγκόσμιων κοινωνικών κινημάτων. Ολα αυτά είναι ιδιαιτέρως χρήσιμα για όσους αναζητούν μια σαφή εικόνα της Κεντροαριστεράς. Ισως όμως το παραπάνω πολύπλευρο και απαιτητικό όραμα της Κεντροαριστεράς να σημαίνει κάτι περισσότερο από τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού, να προϋποθέτει τη ριζική μεταμόρφωσή του.