Ο Αλαίν Ρομπ-Γκριγέ είναι 80 ετών. Είναι ένα από τα ελάχιστα πλέον ζωντανά μνημεία των σύγχρονων γαλλικών γραμμάτων. Οπως και στον σύγχρονό του Κλοντ Σιμόν, θα μπορούσε να είχε απονεμηθεί το Βραβείο Νομπέλ. Δεν του απονεμήθηκε. Θα μπορούσε να ήταν μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Δεν είναι. Θα μπορούσε να είχε το εφετινό βραβείο Γκονκούρ αλλά δεν το έχει. Και όμως, το νέο μυθιστόρημα του Γκριγέ, μυθιστόρημα που εκδόθηκε έπειτα από οκτώ χρόνια σιωπής, χαρακτηρίστηκε από πολλούς «έργο σπουδαίο».


Ολα αυτά βέβαια δεν έχουν καμιά σημασία για τον Ρομπ-Γκριγέ. Βεβαίως και δεν θα τον δυσαρεστούσε να λάβει το βραβείο, αλλά από τη στιγμή που δεν του δόθηκε δεν αλλάζει τίποτα. Η ουσία είναι ότι το βιβλίο αναγνωρίστηκε σαν ένα έργο σπουδαίο που αποδεικνύει απόλυτα τη συνέχεια και συνέπεια του συνολικού του έργου. Η πλοκή του μυθιστορήματος δεν έχει λογικό ειρμό. Γνωρίζουμε μόνο ότι βρισκόμαστε στα 1949, σε ένα ερειπωμένο Βερολίνο, όπου δρα ένας δευτερεύων πράκτορας μιας γαλλικής υπηρεσίας πληροφοριών που έχει αναλάβει να σκοτώσει έναν άνδρα. Μια ατμόσφαιρα κινηματογραφική που θυμίζει «Τρίτο άνθρωπο»: ένα έγκλημα, η ομίχλη, τα κανάλια. Πολύ σύντομα όμως η υπόθεση μπερδεύεται και αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε: Ο ήρωας σκότωσε ήδη; Θα σκοτώσει; Και ποιον; Ο πράκτορας δεν φαίνεται να γνωρίζει ποια ακριβώς είναι η αποστολή του. Το ίδιο και οι αναγνώστες. Φαίνεται να χάνεται μέσα στις ονειροπολήσεις του, στα παραληρήματά του, στις φαντασιώσεις του. Οι αναγνώστες ομοίως. Ο Οιδίπους τον ωθεί σε μια αιμομειξία, αλλά οποία σύγχυση, η μητέρα έχει την ηλικία της κόρης! Ουφ, και ιδού ήδη μια άλλη σπουδαία προσωπικότητα, στην παρούσα περίπτωση ο Σαντ, εμφανίζεται με τη σειρά του. Προσοχή, πάγωμα της εικόνας, πρόκειται για παρωδία. Εξάλλου αυτός που θα διάβαζε τον Ρομπ-Γκριγέ, χωρίς παιγνιώδη διάθεση και χωρίς χιούμορ, θα χανόταν μέσα σ’ αυτό το παιχνίδι που, όπως ένα κυνήγι θησαυρού, οδηγεί από έργο σε έργο στην αναζήτηση της ταυτότητας του συγγραφέα, καθώς αυτή η τόσο ιδιάζουσα πραγματικότητα δεν παύει να του ξεφεύγει.


Ετσι, όποιος θα έχει την επιμονή να μην κλείσει αμέσως το βιβλίο, ξεπερνώντας ένα πρώτο αίσθημα απογοήτευσης, εντελώς κατανοητό, θα βρει αναμφίβολα το μυθιστόρημα του Ρομπ-Γκριγέ συναρπαστικό. Οι περιγραφές είναι μεγαλειώδεις, το παιχνίδι των ειδώλων λεπτό, η σύνθεση του συνόλου αξιοσημείωτη. Συναρπαστικό αλλά ταυτόχρονα κουραστικό, διότι θα πρέπει να παραδεχθεί κανείς ότι το ύφος των μυθιστορημάτων του Ρομπ-Γκριγέ χαρακτηρίζεται από μια κάπως στεγνή συνέπεια. Από πολλές απόψεις το έργο αποδεικνύεται υποδειγματικό κείμενο για φιλολογική ανάλυση.


Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν η γραφή του Ρομπ-Γκριγέ, η γραφή ενός μεγάλου δασκάλου της αποδόμησης του μεταπολεμικού μυθιστορήματος που παραμένει ένας σημαντικός θεωρητικός, συν ένας όχι λιγότερο σημαντικός παιδαγωγός, αν αυτή η πάντα ευφυέστατη και λεπτεπίλεπτη γραφή που προκαλεί φιλολογική αναστάτωση, αντέχει στην ανάγνωση. Με άλλα λόγια, αν το έργο του Ρομπ-Γκριγέ συναγωνίζεται σε ευφυΐα τον συγγραφέα του, μια ευφυΐα που τον έκανε διάσημο, διότι είναι γνωστό πως ο Ρομπ-Γκριγέ έγινε δημοφιλής προτού διαβαστεί! Και αν αυτό ισχύει ακόμη και σήμερα;


Πολλοί ομολογούν ότι, αν και θαυμάζουν τον άθλο του τεχνίτη – και άθλος υπάρχει -, νιώθουν ωστόσο αμηχανία μπροστά σε ένα έργο που δεν διαθέτει το μυστήριο και τη μαγεία που οφείλει να έχει ως τέτοιο, θέτοντας έτσι το καίριο ερώτημα της λογοτεχνίας. Το Παρίσι διχάζεται πάνω σ’ αυτό το ερώτημα.


Η κυρία Κατρίν Βελισσάρη είναι διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Λογοτεχνικής Μετάφρασης.