Η πλατεία Σαβινύ στο κέντρο του Βερολίνου με τα πολύβουα καφενεία της έχει συχνά ατμόσφαιρα μεσογειακή, ιδίως τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού, όταν οι μαγαζάτορες βγάζουν τα τραπεζάκια έξω και οι ράθυμοι πελάτες ονειρεύονται πως η θάλασσα θα πρέπει να βρίσκεται κάπου πολύ κοντά. Κοντά στην πλατεία Σαβινύ γνωρίζονται ο Μάρτιν και η Κατερίνα, οι ήρωες του τελευταίου μυθιστορήματος του γερμανόφωνου συγγραφέα Περικλή Μονιούδη με τίτλο «Παλλάδιο», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εστία. Σε ένα απ’ αυτά τα καφενεία, όπου είναι ο ίδιος θαμώνας, γίνεται και η συνάντηση με τον συγγραφέα. Γεννήθηκε στην Ελβετία το 1966, γόνος οικογένειας από την Αλεξάνδρεια που είχε μετοικήσει εκεί δύο χρόνια νωρίτερα. Από το 1991 ως σήμερα έχει εκδώσει οκτώ βιβλία· και μολονότι δεν έχει πουλήσει συνολικά πάνω από δέκα χιλιάδες αντίτυπα, η κριτική τον θεωρεί μια πολλά υποσχόμενη ανακάλυψη και επισημαίνει την πρωτοτυπία και την υπαινικτικότητα του ύφους του.


– Είναι η πρώτη φορά που βλέπετε το όνομά σας τυπωμένο ελληνικά. Ταυτίζεστε περισσότερο με το Μονιούδης ή το Monioudis;


«Το όνομά μου είναι αναμφίβολα ελληνικό και εγώ αναμφίβολα δεν είμαι Ελληνας. Οι μαγικοί τόποι των παιδικών μου χρόνων είναι τα λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα της ελβετικής μου γενέτειρας. Αυτήν ξέρω και το υπόλοιπο οικογενειακό παρελθόν δεν μου είναι οικείο. Με ξενίζει κάπως να βλέπω ότι το όνομά μου είναι ωραιότερο μέσα στο περιβάλλον του ελληνικού αλφαβήτου από ό,τι μέσα στο δάσος των γερμανικών ψηφίων. Μου είναι βέβαια σαφές ότι προσεγγίζω το θέμα φαινομενολογικά».


– Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας συγγραφέας ανήκει στη γλώσσα στην οποία γράφει. Μήπως όμως αυτός ο ξενισμός που λέτε ανασύρει τώρα βυθισμένα κομμάτια της ταυτότητάς σας;


«Το ερώτημα ποιος είμαι πραγματικά είναι ακόμη πιο δύσκολο. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν σταθερές ταυτότητες. Το εθνικό κράτος είναι νεκρό εδώ και πολύν καιρό και η Ευρώπη έχει γνωρίσει πολλά μεταναστευτικά ρεύματα ήδη από την Αναγέννηση. Το όνομά μου υποδηλώνει ένα παρελθόν που μου είναι πολύ μακρινό και δεν προσδιορίζει την καθημερινότητά μου».




– Και ποια είναι η καθημερινότητα ενός ανθρώπου με ελληνικό όνομα σε ένα γερμανόφωνο περιβάλλον;


«Πάντα είναι κανείς ο άλλος. Γίνεται γρήγορα ο άλλος όταν μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον και είναι ο μόνος που έχει το συγκεκριμένο όνομα. Από την άλλη μεριά βάσει εξωτερικών στοιχείων οι τρίτοι βλέπουν συγγένειες που δεν υφίστανται καν. Στο Βερολίνο με πλησιάζουν άνθρωποι που θεωρούν αυτονόητο ότι θα μιλώ ελληνικά και στη συνέχεια εκπλήσσονται που τα μιλώ μόνο σπασμένα. Αυτό που εμένα μου προκαλούσε έκπληξη, όταν σπούδαζα Κοινωνιολογία στην Ελβετία, είναι ότι οι καθηγητές μου με ρωτούσαν συχνά για το όνομά μου, αν και θα ήταν οι αρμοδιότεροι να ξέρουν ότι η καταγωγή του ονόματος δεν καθορίζει κατ’ ανάγκην την καταγωγή του ανθρώπου. Είμαι η γλώσσα στην οποία γράφω».


– Η γλώσσα σας στο «Παλλάδιο» δεν έχει ίχνος συναισθηματισμού, αν και πρόκειται για μια ερωτική ιστορία. Υπάρχει μια ψυχρή επιφάνεια και μόνο από πίσω της υποθέτει κανείς τα πάθη.


«Νομίζω ότι μερικά πράγματα χάνονται όταν κανείς τα κατονομάσει ρητά. Είναι χαρακτηριστικό της φθηνής λογοτεχνίας να λέει αισθάνομαι αυτό ή σκέπτομαι εκείνο. Η τέχνη έγκειται στο να αφήσει κανείς τον αναγνώστη να νιώσει τι αισθάνονται οι ήρωες χωρίς να του το πει. Αυτή είναι η ποιητική διαδικασία που με ενδιαφέρει. Το να κατονομάζει κανείς είναι μια διαδικασία εξωλογοτεχνική».


– Αν δεν κατονομάζετε, πάντως σίγουρα περιγράφετε τα πράγματα και τα αντικείμενα με εμμονή στις λεπτομέρειες και έμφαση στις μετατροπές τους, για παράδειγμα εστιάζετε την προσοχή στις μεταβολές που υφίστανται τα πράγματα με τις αλλαγές του φωτός κατά τη διάρκεια της ημέρας.


«Με ενδιαφέρει η ουσία των πραγμάτων. Φανταστείτε ότι βρίσκεστε σε μποτιλιάρισμα και έχετε επί ώρες μπροστά σας ένα γκολφ. Φυσικά στο μυαλό υπάρχει αποθηκευμένη η εικόνα τού πίσω μέρους ενός γκολφ. Οσο περνά η ώρα όμως, αρχίζετε να διακρίνετε πώς είναι πράγματι ένα γκολφ από πίσω και προκύπτει ότι είναι διαφορετικό από την αποθηκευμένη εικόνα, τα φώτα του είναι διαφορετικά και η φόρμα του αλλιώτικη. Νομίζω ότι είναι μια καλή λογοτεχνική μέθοδος να εστιάζει κανείς την προσοχή του στα πράγματα και να αφήνει τον αναγνώστη να δει μόνος του».


– Νομίζω ότι έχετε και μια μέθοδο παρατήρησης των τόπων. Στο αδημοσίευτο ακόμη έργο σας με σημειώσεις από τέσσερις διαφορετικές πολιτείες περιλαμβάνετε και τη Θεσσαλονίκη. Μου έκανε εντύπωση η επιμονή σας ως παρατηρητή σε εκ πρώτης όψεως δευτερεύοντα στοιχεία: εσωτερικά καταστημάτων, αδέσποτα σκυλιά, περαστικές μυρωδιές.


«Εχω επισκεφθεί μερικές φορές τη Θεσσαλονίκη, αλλά αυτό που με ενδιαφέρει δεν είναι οι γεωγραφικές, ιστορικές, κοινωνιολογικές ή πολιτικές πτυχές στη ζωή μιας πόλης. Ρίχνω σ’ αυτή τη ζωή μια φαινομενολογική ματιά. Παρατηρώ προσεκτικά τι λένε οι άνθρωποι, τι φοράνε, τι τρώνε, τι κάνουν. Μέσα από μια τέτοια περιγραφή προκύπτει η εικόνα μιας πολιτείας, οι διαφορές της από άλλες».


– Η μεθοδολογία σας μου θυμίζει κάπως τον Πέτερ Χάντκε. Και αυτός στρέφει την προσοχή του σε φαινομενικά μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα και τα αφήνει στη συνέχεια να πουν στον αναγνώστη το δικό τους αναπάντεχο τραγούδι.


«Είναι αλήθεια ότι προτιμώ τους κλασικούς της μοντέρνας λογοτεχνίας από την ποπ λογοτεχνία, για παράδειγμα. Θεωρώ τον Χάντκε τον σημαντικότερο σύγχρονο γερμανόφωνο συγγραφέα, αν και δεν μπορώ να δηλώσω μαθητής του στον βαθμό που το έργο του έχει περάσει από εντελώς διαφορετικές στροφές και φάσεις. Εξάλλου πρέπει κανείς κάποια στιγμή να χειραφετείται από τους δασκάλους του. Δεν μπορώ να μην αναφέρω και τον Τόμας Μπέρνχαρντ. Πιστεύω ότι στις δεκαετίες του εξήντα, του εβδομήντα και του ογδόντα οι αυστριακοί συγγραφείς εκπροσωπούσαν ό,τι καλύτερο είχε να δώσει η γερμανόφωνη λογοτεχνία».


– Το επόμενο βιβλίο σας που θα παρουσιαστεί σε λίγους μήνες στο ελληνικό κοινό είναι το μυθιστόρημα «Πάγος». Αυτή τη φορά δεν πρόκειται για μια ερωτική ιστορία.


«Είναι ένα μυθιστόρημα αισθηματικής αγωγής, είναι η ενηλικίωση ενός αγοριού που γίνεται άνδρας. Ο πατέρας του είναι παγοποιός και οι εργάτες του κόβουν τις κολόνες τον χειμώνα από την παγωμένη λίμνη. Ο γιος όμως σπουδάζει και παραγγέλνει από την Παγκόσμια Εκθεση του Παρισιού ενημερωτικό υλικό για τα πρώτα ψυγεία στα οποία ανήκει το μέλλον. Τελικά θα εγκαταλείψει την πατρική παγοποιία και θα φύγει για τη Δρέσδη, όπου ζει η φίλη του. Εναν ρόλο παίζει στο βιβλίο αυτό και η θεωρία του μηχανικού Hoerbiger που είχε μεγάλη πέραση στη ναζιστική Γερμανία. Πίστευε ότι στη ζώνη μεταξύ της γήινης ατμόσφαιρας και του παγωμένου Διαστήματος παράγεται πάγος που εκσφενδονίζεται με την περιστροφή του πλανήτη μας και έλκεται από τον ήλιο. Είχε υπολογίσει μάλιστα ότι κάποτε ο ήλιος θα καλυπτόταν οριστικά από τους πάγους. Επρόκειτο, με άλλα λόγια, για μια επιστημονικοφανή θεωρία για τη συντέλεια του κόσμου. Στο μυθιστόρημά μου η διδασκαλία αυτή γίνεται ποιητική μεταφορά. Και ο γιος κάνει τους υπολογισμούς του και φοβάται ότι μια μέρα θα σβήσει οριστικά ο ήλιος, αλλά το μόνο που σβήνει είναι η παιδική του ηλικία».


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.