Σκέπτομαι όπως ένα κορίτσι βγάζει το φουστάνι του


Georges Bataille


Για πολλούς το όνομα του Ζωρζ Μπατάιγ (1897-1962) εξακολουθεί να παραπέμπει στον σκοτεινό και καταραμένο κόσμο της πορνογραφίας. Ωστόσο τα φωτεινότερα πνεύματα της γαλλικής αλλά και της παγκόσμιας διανόησης, με προεξάρχοντες τον Μισέλ Φουκό, τον Ρολάν Μπαρτ και τον Ζακ Ντεριντά, δεν διστάζουν να τον τοποθετήσουν δίπλα στον Σαρτρ, στον Λακάν και στον Μπλανσό, στο πάνθεον των μεγάλων στοχαστών του 20ού αιώνα που κατόρθωσαν να συνδυάσουν τη φιλοσοφική ή ψυχαναλυτική παράδοση με τη λογοτεχνική κληρονομιά.


Το εύρος των ενδιαφερόντων αυτού του βιβλιοφάγου, επί μακρόν υπαλλήλου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας, υπήρξε τεράστιο και εκτείνεται από την ιστορία και τη φιλοσοφία ως την κοινωνιολογία, την ανθρωπολογία και τον φροϋδισμό (είναι ίσως από τους πρώτους γάλλους συγγραφείς που αρχίζει ψυχανάλυση στα 1927) ή την πρωτοποριακή αισθητική. Τη δεκαετία του 1920 έρχεται σε επαφή με τη δραστική σκέψη του Νίτσε που θα τον σφραγίσει ανεξίτηλα και την επομένη εντρυφεί συστηματικά στο έργο του Εγέλου παρακολουθώντας τα σεμινάρια του Kojève για τη «Φαινομενολογία του πνεύματος», ενώ σταθερά τον έλκουν η περιοχή της θρησκειολογίας και η αιρετική γραφή του Σαντ. Πιστεύοντας στη δυναμική των συλλογικών χειρονομιών πρωτοστατεί συχνά στη δημιουργία περιοδικών, μυστικών ή δημοσίων εταιρειών, όπως τα «Documents» (πολεμική μηχανή κατά των υπερρεαλιστών, με τους οποίους αργότερα θα συμφιλιωθεί), ο «Ακέφαλος» ή το βραχύβιο «Κολέγιο κοινωνιολογίας» (Collège de sociologie) που, με συνιδρυτές τον Leiris, τον Caillois και τον Klossowski, συσπειρώνει για μια διετία (1937-1939) γύρω από ενδιαφέροντες κύκλους διαλέξεων την αφρόκρεμα της γαλλικής σκέψης. Το διαρκέστερο δημιούργημά του είναι το περιοδικό «Critique», που ίδρυσε στα 1946 και παραμένει ως σήμερα ένα από τα εγκυρότερα βήματα της γαλλικής κριτικής στην περιοχή των επιστημών του ανθρώπου.


Θα πρέπει λοιπόν να αποσυνδέσει κανείς την Ιστορία του ματιού ή τη Μαντάμ Εντουαρντά και τα λοιπά ερωτογραφήματα του Μπατάιγ από το πλαίσιο της σκανδαλοθηρίας που τα έκανε προσιτά στο μεγάλο κοινό και να τα εντάξει στον θεωρητικό λόγο του συγγραφέα τους για να γίνει κατανοητή η πρωτότυπη ανατρεπτικότητά τους. Τουλάχιστον Η εσωτερική εμπειρία (L’ experience intérieure, 1943) και Το καταραμένο μερίδιο (La part maudite, 1949) είναι δύο από τα προαπαιτούμενα δοκιμιακά έργα για κάθε περαιτέρω ανάγνωση συγκεκριμένων κειμένων του Μπατάιγ. Συνέχεια και συμπλήρωση του δευτέρου επρόκειτο να αποτελέσει η Ιστορία του ερωτισμού, που τελικά αναχωνεύθηκε στην εκδοχή του Ερωτισμού λίγα χρόνια αργότερα, το 1957, όταν οι τρεις βασικοί εκδότες του Μπατάιγ (Gallimard, Minuit, Pauvert) αποφάσισαν να γιορτάσουν τα εξηντάχρονα του συγγραφέα με την εμφάνιση τριών βιβλίων του: Η λογοτεχνία και το κακό, Ο ερωτισμός και Το γαλάζιο του ουρανού (όλα μεταφρασμένα στα ελληνικά).


Πολλαπλασιάζοντας τις παρεκβάσεις, τα αποσπασματικά σχεδιάσματα και τις παραλλαγές το έργο του Μπατάιγ έρχεται σε ρήξη με τις παραδοσιακές μορφές της γραμμικής, γενεαλογικής ή διαλεκτικής έκθεσης, με τη συνεκτική οργάνωση ενός τετελεσμένου συνόλου. Τα δύο μείζονα θέματα που απασχολούν αδιαλείπτως τη σκέψη του, ο ερωτισμός και ο θάνατος, μοιράζονται από κοινού την υπέρμετρη θυμική φόρτιση (αγωνία ή έκσταση) με μια βία που τείνει να καταργήσει τον (ορθό) λόγο. Η αμφιλεγόμενη ζώνη της υπερβολής, της έντασης, της ακρότητας που δοκιμάζει την αντοχή των ορίων ανάμεσα στον πόνο και στην ηδονή ερεθίζει την περιέργεια του Μπατάιγ και αποτελεί τον τόπο όπου ακροβατεί επικίνδυνα μέσω της γραφής του. Ο ερωτισμός του δεν είναι ροζ αλλά μαύρος και έλκεται από τη γοητεία του τρόμου και της φρικίασης. Η στιγμή του «μικρού θανάτου» της συνουσίας είναι προάγγελος του μεγάλου, αναπόδραστου θανάτου, ενέχει το «ένστικτο του θανάτου», κάτι που ο ιδεαλισμός μας τείνει να απωθεί αρνούμενος να αντιμετωπίσει κατάματα την τραγικότητα και συνάμα την ιερότητα της οριακής αυτής κατάστασης. Ο ερωτισμός δεν έχει εν προκειμένω την περιορισμένη σημασία της αναψυχής ή της ανώδυνης τέρψης· συγκροτεί μια ανθρώπινη ιδιότητα στον ίδιο βαθμό με την ομιλία ή τον νου και μάλιστα χαρακτηρίζει την εμπειρία που μπορεί ο άνθρωπος να βιώσει για το ιερό, ανεξαρτήτως θρησκείας, την εμπειρία της υπερβολής, της ανάλωσης. Η περιοχή του είναι η περιοχή της βίας, της βιαιοπραγίας, του βιασμού, δηλαδή η περιοχή του κακού, της διονυσιακής γιορτής, της κατάλυσης των κατεστημένων μορφών, σε αντίθεση με την περιοχή της εργασίας, της παραγωγής των υλικών και πνευματικών αγαθών. Το γνώρισμά του είναι η παράβαση των απαγορεύσεων που επιτρέπει την πρόσβαση στη διακεκριμένη σφαίρα του ιερού.


Ο ερωτισμός διαιρείται σε δύο μέρη: το πρώτο και μεγαλύτερο (13 κεφάλαια) εξετάζει ακριβώς το ζήτημα της απαγόρευσης και της παράβασης, στήνει το θεωρητικό, εννοιολογικό πλαίσιο, κατά κάποιον τρόπο, όπου εντάσσεται το δεύτερο μέρος (7 κεφάλαια), το οποίο επιμερίζεται σε συγκεκριμένες μελέτες για τον ερωτισμό (του Σαντ, λ.χ., ή τον αιμομεικτικό κτλ.). Ο Μπατάιγ σπεύδει εξαρχής να διευκρινίσει ότι διαφοροποιεί ριζικά τον ερωτισμό από τη σεξουαλικότητα: ο πρώτος ανήκει τελεσίδικα στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου και σηματοδοτεί ουσιαστικά το πέρασμα από το ζώο στον άνθρωπο. Η σεξουαλική δραστηριότητα των ανθρώπων δεν είναι απαραιτήτως ερωτική, διατείνεται ο Μπατάιγ, αλλά διεκδικεί αυτόν τον χαρακτηρισμό μόνο όταν δεν είναι υποτυπώδης, δηλαδή απλώς ζωική. Ο ερωτισμός αποστρέφεται τη μεθοδική και μετρημένη δράση, ενώ έλκεται φυσικά από την ελεύθερη ορμή των ενστίκτων, τη βίαιη αταξία, εξ ου και μαζί με την εξέγερση είναι από τα ασφαλέστερα μέσα για να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην απεριόριστη ευδαιμονία. Ο Μπατάιγ υπογραμμίζει επίσης ιδιαίτερα την παιδικότητα, την αθωότητα που διακρίνει τόσο τη λογοτεχνία όσο και τον ερωτισμό ­ όχι βεβαίως με τον τρόπο που το εννοεί η τρέχουσα ηθική, γιατί πρόκειται για μια σκληρή, μαύρη αθωότητα. Και ακριβώς επειδή συνδέεται με την παιδικότητα γίνεται η λογοτεχνία επικίνδυνη: είναι το κομμάτι του εαυτού μας που ανοίγεται στην ανεξέλεγκτη παιδικότητα και στην αγριότητά της, «άνευ ορίων, άνευ όρων».


Εχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να δει κανείς στο πρώτο (ιστορικο-θεωρητικό) μέρος της μελέτης του Μπατάιγ πώς κατά καιρούς οι κοινωνίες ρύθμισαν το σύστημα της αφροδίσιας ζωής με δέσμες απαγορεύσεων συγκροτώντας τη θεμιτή και την αθέμιτη σεξουαλικότητα (με κυρίαρχη, σχεδόν οικουμενική, την απαγόρευση της αιμομειξίας), πώς επινόησαν συγκεκριμένους κώδικες οργανωμένης βίας που κλωνίζουν τα απαγορευτικά όρια (ο πόλεμος, π.χ.), πώς όρισαν την πορνεία και τις καταραμένες όψεις του ερωτισμού, ποια σχέση μπορεί να συνδέει τη σεξουαλική διέγερση με τον θάνατο, με τι όρους το θείο ενδέχεται να συμπίπτει με την ακολασία, ο μυστικισμός με τον αισθησιασμό ή τη διαστροφή. Ο αναγνώστης του Ερωτισμού θα είναι σε θέση να κατανοήσει καλύτερα την αιρετικότητα του Μπατάιγ έτσι όπως την όριζε ο ίδιος: «Θα υποστήριζα ευχαρίστως ότι εκείνο για το οποίο αισθάνομαι υπερήφανος είναι πως ανακάτεψα την τράπουλα, συσχέτισα δηλαδή το πιο θορυβοποιό, προκλητικό και σκανδαλώδες γέλιο με το πιο βαθύ θρησκευτικό πνεύμα».


Ελλείψει εισαγωγής ή οιουδήποτε ενημερωτικού σημειώματος που θα όφειλε να δώσει το στίγμα και το εκτόπισμα του συγκεκριμένου βιβλίου στη σύγχρονη γραφή παραπέμπουμε τον φιλοπερίεργο αναγνώστη στη γενική, χρηστική εισαγωγή του Δ. Δημητριάδη στην Ιστορία του ματιού (Αγρα, 1980). Υπενθυμίζουμε επίσης ότι η έκτη μελέτη του δεύτερου μέρους («Η αγιοσύνη, ο ερωτισμός και η μοναξιά») είχε κυκλοφορήσει προ ετών (1993) ως αυτόνομο τευχίδιο από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.


Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.