Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα μια ομάδα προσφύγων από τον Δυτικό Πόντο, τα μέλη της οποίας μιλούσαν τουρκικά, οι Μπαφραλήδες ή τουρκόφωνοι Πόντιοι. Χωρίς να είναι οι μόνοι τουρκόφωνοι πρόσφυγες, αποτελούσαν ίσως την πιο συμπαγή ομάδα. Εγκατεστημένοι σε χωριά της Ανατολικής και Δυτικής Μακεδονίας, οι πληθυσμοί αυτοί, την ύπαρξη των οποίων οι περισσότεροι αγνοούμε, αποτελούν το αντικείμενο του βιβλίου του Νίκου Μαραντζίδη, ο οποίος διδάσκει Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.


Ποιο είναι το ενδιαφέρον της εστίασης στην πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων αυτών, πέρα ίσως από την έκπληξη που προκαλεί η τουρκοφωνία ελληνικών πληθυσμών; Ξεκινώντας από μια απλή παρατήρηση, την εκλογική ταύτισή τους με τη Δεξιά, η έρευνα του Μαραντζίδη, βασισμένη σε εντυπωσιακή θεωρητική και εμπειρική τεκμηρίωση, αναθεωρεί με επιτυχία αρκετές από τις κρατούσες αντιλήψεις για την πρόσφατη ελληνική ιστορία, συμβάλλοντας συγχρόνως στη μελέτη της πολιτικής συμπεριφοράς και της «κατασκευής» των συλλογικών ταυτοτήτων.


Πώς εξηγείται λοιπόν η συμπαγής και σταθερή αυτή συμπαράταξη με τη Δεξιά; Η εύκολη (και αρκετά διαδεδομένη) απάντηση ανάγει την πολιτική συμπεριφορά των πληθυσμών αυτών στην τουρκοφωνία τους. Πώς όμως και γιατί διαπλέκεται η γλώσσα με την πολιτική συμπεριφορά; Τι σχέση μπορεί να έχουν τουρκοφωνία και Δεξιά; Εν τέλει καμία, όπως προκύπτει όταν ελεγχθεί η προπολεμική συμπεριφορά των τουρκόφωνων, οι οποίοι λάτρεψαν τον Βενιζέλο όσο και οι υπόλοιποι πρόσφυγες. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε σε ένα νέο ερώτημα: Πώς εξηγείται η απότομη και ριζική μεταστροφή τους; Η απάντηση βρίσκεται στα γεγονότα της περιόδου 1943-44 που αναλύονται εκτενώς στο δεύτερο μέρος του βιβλίου.


Η ιστορική περιοδολόγηση που έχει επικρατήσει τοποθετεί την έναρξη του Εμφυλίου το 1946-47. Η περιοδολόγηση αυτή είναι προβληματική και το Γιασασίν Μιλλέτ δείχνει το γιατί. Ο εμφύλιος ξεκίνησε και αναπτύχθηκε μέσα στην Κατοχή, το 1943-44. Σε πολλές περιοχές, ιδίως στη Μακεδονία και στην Πελοπόννησο, ξέσπασαν αιματηρότατες εμφύλιες συγκρούσεις, η αγριότητα των οποίων ξεπέρασε και την περίοδο 1947-49. Ξεκληρίστηκαν χωριά ολόκληρα και οι εκτελέσεις συχνά δεν έκαναν διακρίσεις ανάμεσα σε άντρες, γυναίκες και παιδιά. Τα γεγονότα αυτά, που παραμένουν σχετικά άγνωστα στο ευρύ κοινό, χαρακτηρίστηκαν στη Μακεδονία από μια εθνοτική διάσταση και από μια διαπλοκή ανάμεσα στην τοπική δυναμική και στους κεντρικούς μηχανισμούς.


Τι ακριβώς έγινε; Εν συντομία το εξής: οι τουρκόφωνοι Πόντιοι αντέδρασαν στη βαρβαρότητα της βουλγαρικής κατοχής στην Ανατολική Μακεδονία οργανώνοντας διάσπαρτες ομάδες αντίστασης σε τοπική βάση. Η ραγδαία ανάπτυξη του ΕΑΜ το 1942-43, ύστερα από μια σύντομη περίοδο χλιαρής συνεργασίας, οδήγησε στη σύγκρουση. Αντίθετα όμως από τις αδύναμες ομάδες τοπικών οπλαρχηγών ή αξιωματικών στην υπόλοιπη Ελλάδα, τις οποίες το ΕΑΜ, στην προσπάθειά του να μονοπωλήσει την αντίσταση, απορρόφησε ή διέλυσε χωρίς μεγάλη δυσκολία, οι τουρκόφωνοι Πόντιοι κατάφεραν αρχικά να αντισταθούν με επιτυχία. Το πέτυχαν βασιζόμενοι κυρίως στην αξιόλογη πολεμική τους εμπειρία και τεχνογνωσία από το αντάρτικο του Πόντου (1915-1922), καθώς και στον συμπαγή χαρακτήρα τους (εδώ η γλώσσα έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο καθώς είχε επιτείνει τη διάκριση και απομόνωσή τους από τους γύρω πληθυσμούς). Η αντίστασή τους αυτή είχε όμως ένα βαρύ τίμημα: τη συνεργασία τους με τους Γερμανούς (στη Δυτική, όχι όμως και στην Ανατολική Μακεδονία). Εκείνοι ήταν και οι μόνοι που μπορούσαν να τους προμηθεύσουν τον απαραίτητο οπλισμό για να αντισταθούν στον ΕΛΑΣ. «Αναγκάζονται να ζητήσουν και από τον διάβολον τουφέκι», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Π. Ενεπεκίδης, «διότι ο άλλος εχθρός τους φαίνεται διαβολικώτερος».


Ξεσπάει λοιπόν στη Μακεδονία του 1944 ένας άγριος εμφύλιος με βιαιότητες και από τις δύο πλευρές. Στον πόλεμο αυτόν οι Γερμανοί είναι απλοί κομπάρσοι, όταν δεν είναι τελείως απόντες. Αλλωστε ο πόλεμος συνεχίζεται και μετά την αποχώρηση των Γερμανών, με τον ΕΛΑΣ ουσιαστικά να προχωρεί σε μαζική και συστηματική εκκαθάριση των τουρκόφωνων. Οπως καταλήγει ο Μαραντζίδης (σ. 190): «Από τα τέλη του 1943 ως και τις αρχές του 1945 πολλές τουρκόφωνες ποντιακές κοινότητες έζησαν μια παρατεταμένη τραγωδία. Η άρνησή τους να προσχωρήσουν στον ΕΛΑΣ και η ένοπλη στη συνέχεια αντιπαράθεσή τους μαζί του κόστισαν σε αυτούς τους πρόσφυγες εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες, ανθρώπινες ζωές. Η εαμική αντίσταση υπήρξε απέναντί τους ανελέητη, στον ίδιο περίπου βαθμό που οι κατακτητές υπήρξαν ανελέητοι απέναντι σε οποιονδήποτε θεωρούσαν εχθρό τους. Ετσι για τους τουρκόφωνους Ποντίους που ήρθαν αντιμέτωποι με τα όπλα του ΕΛΑΣ η Κατοχή σηματοδότησε στη συνείδησή τους τον πραγματικό εμφύλιο πόλεμο». Εκεί λοιπόν βρίσκεται και το κλειδί για την κατανόηση της μεταπολεμικής στροφής τους προς τη Δεξιά, γεγονός που υπογραμμίζει και τη σημασία της μνήμης στη διαμόρφωση της πολιτικής συμπεριφοράς.


Το Γιασασίν Μιλλέτ, μέσα από μια πρωτότυπη και σε βάθος ανάλυση μιας συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας, ξεδιπλώνει με γλαφυρότητα μια λίγο-πολύ άγνωστη, μολονότι τραγική, πτυχή της πρόσφατης ιστορίας μας. Το κυριότερο όμως είναι ότι το επιτυγχάνει με τρόπο που ξεφεύγει από τις ασπρόμαυρες μυθοπλασίες στις οποίες μας έχει δυστυχώς συνηθίσει η πρόσφατη εκδοτική παραγωγή. Εγκαινιάζει έτσι μια νέα, διαφορετική και πολύ πιο στέρεα προσέγγιση στην ταραγμένη δεκαετία του ’40.


Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου.