Οταν μια αλλαγή διαρκεί πολύ, η ολοκλήρωσή της προκαλεί μικρότερη εντύπωση από ό,τι της αξίζει. Δεν έχει τονιστεί επαρκώς ότι το 2001 ολοκληρώθηκε η νέα αναθεώρηση του Συντάγματος της Ελλάδας, η οποία είχε εξαγγελθεί πολύ νωρίτερα (το 1993 από τη ΝΔ και το 1995 από το ΠαΣοΚ). Το αναθεωρημένο Σύνταγμα μπορεί να το βρει κανείς στο καλαίσθητο βιβλίο που επιμελήθηκαν ο Γιώργος Παπαδημητρίου και ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης και το οποίο προστίθεται στις άλλες εκδόσεις με το κείμενο του νέου Συντάγματος. Ενδεικτικά, κυκλοφορούν η σχολιασμένη έκδοση της εφημερίδας Το Ποντίκι, η έκδοση του Αντ. Μανιτάκη (εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2001) και εκείνες των Ευ. Βενιζέλου, Γ. Κασιμάτη και Π. Παραρά (εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα, 2001) και των εκδόσεων Βαγιονάκη. Επίσης έχουν εκδοθεί και τα πρακτικά ενός νομικού συνεδρίου για το ίδιο θέμα (επιμ. Δ. Τσάτσος, Ευ. Βενιζέλος και Ξ. Κοντιάδης). Η έκδοση του Συντάγματος από τους Παπαδημητρίου και Σωτηρέλη είναι μία από τις φθηνότερες και μάλλον η πιο εύχρηστη. Περιλαμβάνει εισαγωγή στην οποία ανιχνεύει κανείς συγγένειες με τη σκέψη τόσο του Αρ. Μάνεση (τον οποίο οι επιμελητές μνημονεύουν) όσο και του Ν. Σβορώνου. Θα λέγαμε ότι διαφαίνεται η υπόθεση εργασίας του τελευταίου για τον «αντιστασιακό χαρακτήρα» της ελληνικής ιστορίας. Στο βιβλίο υπάρχουν χρονολόγιο της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας, πρόσθετη τεκμηρίωση για την περίοδο από τη μεταπολίτευση ως σήμερα, καθώς και αναλυτικό ευρετήριο όρων του Συντάγματος.


Στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος ενεπλάκησαν οι περισσότεροι συνταγματολόγοι. Πριν από την ψήφιση του νέου Συντάγματος ο Γ. Παπαδημητρίου είχε επιμεληθεί ένα συλλογικό τόμο με τίτλο Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκσυγχρονισμός των θεσμών (εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000), ενώ τρεις συνταγματολόγοι είχαν δημοσιεύσει τις απόψεις τους σε βιβλία: Πρώτον, το υπερασπιστικό της αναθεώρησης βιβλίο του υπουργού Πολιτισμού και εισηγητή της πλειοψηφίας Ευ. Βενιζέλου (Η αναθεώρηση του Συντάγματος: Συνολικό σχέδιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1998). Δεύτερον, το κριτικό βιβλίο του Ν. Κ. Αλιβιζάτου, ο οποίος κατέδειξε τον θολό και αμήχανο χαρακτήρα της αναθεώρησης και υποστήριξε την ανάγκη της κατασκευής «θεσμικών αντιβάρων» προς την εκτελεστική εξουσία (Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός και η θολή συνταγματική αναθεώρηση, εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2001). Και, τρίτον, η ριζοσπαστική μονογραφία του Γ. Χ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Θεωρητική αφετηρία του βιβλίου είναι η εύλογη άποψη ότι «η σύγχρονη δημοκρατία έχει βρεθεί ξαφνικά έρμαιο εν μέσω πανίσχυρων «ιδιωτικών εξουσιών» – όρος που αποδίδει συμπεριληπτικά τα πολλαπλά κέντρα και δίκτυα ιδιωτικής ισχύος» (σελ. 69-70).


Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο Γ. Χ. Σωτηρέλης επικρίνει τον σημερινό ρόλο ορισμένων υπερεθνικών οργανισμών. Γι’ αυτό είναι επιφυλακτικός απέναντι σε ό,τι ο ίδιος ονομάζει «αφαίμαξη της εθνικής κυριαρχίας». Προτείνει δε συνταγματικές ρυθμίσεις με πολύ αυξημένες πλειοψηφίες στη Βουλή για τυχόν περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας. Περαιτέρω, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο της διαπλοκής, προτείνει την αναμόρφωση παλαιών ανεξάρτητων διοικητικών αρχών (π.χ., του ΕΣΡ) και την ίδρυση νέων (π.χ., μιας αρχής για το χρηματοπιστωτικό σύστημα).


Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας προτείνει επέκταση του θεσμού των δημοψηφισμάτων, η πρωτοβουλία για τη διεξαγωγή των οποίων θα προερχόταν από πολλές εναλλακτικές πηγές (π.χ., από ένα μέρος του εκλογικού σώματος, με συλλογή υπογραφών, από δύο τουλάχιστον κοινοβουλευτικές ομάδες, από τις οποίες η μία να είναι της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κτλ.). Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι τέτοια δημοψηφίσματα θα προσέφεραν θεσμικές ευκαιρίες σε καλά οργανωμένες ομάδες (π.χ., στην επίσημη Εκκλησία) να ανοίγουν νέα ζητήματα και με κατάλληλη προετοιμασία να επιβάλλουν τη γνώμη τους στην εκλεγμένη κυβέρνηση και στη Βουλή. Βέβαια ο Γ. Χ. Σωτηρέλης υποστηρίζει ταυτόχρονα την πολιτική αναβάθμιση της Βουλής. Στόχος του συγγραφέα είναι να δημιουργήσει αναχώματα απέναντι στα ΜΜΕ και στον «αυταρχικό κρατισμό», δηλαδή «στην αυτονόμηση από τον κοινωνικό και πολιτικό έλεγχο και στην εξουσιαστική σκλήρυνση νευραλγικών μηχανισμών του κράτους» (σελ. 197). Γενικά, δυσπιστεί απέναντι στην αυξημένη ισχύ της κυβέρνησης και γι’ αυτό, εκτός από την αναβάθμιση της Βουλής, ο συγγραφέας προτείνει και κάποια ενίσχυση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Στη συνέχεια αναζητεί ένα νέο επίπεδο θεσμικής ισορροπίας ανάμεσα στον Πρόεδρο και σε άλλους θεσμούς. Στο βιβλίο το επίπεδο αυτό δεν είναι σαφώς καθορισμένο και, δεδομένου του πλήθους των προτεινόμενων μεταβολών στις αρμοδιότητες όλων των θεσμών, μένει κανείς με την εντύπωση ενός πολύπλοκου και γι’ αυτό ίσως δυσλειτουργικού συνταγματικού συστήματος.


Στο τρίτο μέρος του βιβλίου ο Γ. Χ. Σωτηρέλης ασχολείται με την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και προτείνει τη θέσπιση νέων δικαιωμάτων (όπως, π.χ., το «δικαίωμα στη διαφορά ή στην ιδιαιτερότητα», σελ. 284). Γίνεται περισσότερο μαχητικός, επικρίνοντας τη στάση της ηγεσίας της Εκκλησίας απέναντι στον χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος και υποστηρίζοντας ότι το κράτος πρόνοιας τείνει να υποκατασταθεί από «ένα σύστημα «εκλεκτικιστικής» κοινωνικής φιλανθρωπίας» (σελ. 341). Εισηγείται τη συνταγματική κατοχύρωση ενός νέου δικαιώματος «αξιοπρεπούς διαβίωσης» το οποίο θα ήταν και αγώγιμο (δηλαδή οι πολίτες θα μπορούσαν, υπό όρους, να εγείρουν σχετικές αξιώσεις ενώπιον των δικαστηρίων – προοπτική μάλλον προβληματική από δημοσιονομική άποψη). Το βιβλίο περιλαμβάνει ένα επίμετρο για τη σχέση της κοινωνίας των πολιτών με το Σύνταγμα, αλλά τελειώνει μάλλον απότομα με ένα μικρό επίλογο. Ο συγγραφέας θα μπορούσε να συνοψίσει τόσο την κριτική του απέναντι στη συνταγματική αναθεώρηση όσο και τις δικές του, συχνά πρωτότυπες, προτάσεις. Επίσης, όπως σημειώνει και ο Αντ. Μανιτάκης στον ενδιαφέροντα πρόλογο του βιβλίου (σελ. 9), θα μπορούσε να έχει επεξεργαστεί περισσότερο τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης για τα σύγχρονα συντάγματα. Σε κάθε περίπτωση, ο Γ. Χ. Σωτηρέλης πετυχαίνει τον σκοπό του να διατυπώσει μια ριζοσπαστική αντίληψη. Προσφέρει επιπλέον έναν εξαντλητικό υπομνηματισμό όλων των θεμάτων με πλήθος παραπομπών. Εν τέλει, με την ανάλυση και τις προτάσεις του δείχνει ότι το Σύνταγμα δεν είναι μόνο ο υπέρτατος νόμος του κράτους, αλλά και αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης και αφορμή πολιτικής συμμετοχής.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.