Το βιβλίο του Κεπέλ προσφέρει επιχειρήματα σε όσους υποστηρίζουν ότι η 11η Σεπτεμβρίου 2001 δεν σηματοδότησε μια νέα αρχή, αλλά ένα από καιρό διαγραφόμενο τέλος. Σύμφωνα με τον πρόλογο, που ο συγγραφέας έγραψε ειδικά για την ελληνική έκδοση, τα γεγονότα της ημέρας αυτής μπορούν να ειδωθούν ως μία ακόμη προσπάθεια επιβίωσης του εξτρεμιστικού ισλαμιστικού κινήματος το οποίο βρίσκεται σε παρακμή από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Οι παρατηρήσεις του Κεπέλ για τις ταυτόχρονες επιθέσεις κατά των πρεσβειών των ΗΠΑ στην Τανζανία και στην Κένυα τον Αύγουστο του 1998, γραμμένες το 2000, αφορούν και όσα επρόκειτο να συμβούν τον Σεπτέμβριο του 2001: «…αποκομμένο από την κοινωνική του βάση, το εξτρεμιστικό ισλαμιστικό κίνημα καταφεύγει σε μια τρομοκρατία που καλύπτεται λιγότερο ή περισσότερο από θρησκευτικές δικαιολογίες και της οποίας τα περισσότερα θύματα δεν είχαν καμία σχέση με τον εχθρό που είχαν καθορίσει οι «υπέρμαχοι του τζιχάντ». Ο τρόμος-θέαμα είναι η ευκαιρία χάρη στην κάλυψη των ΜΜΕ να εμφανιστεί ως πρωταθλητής του αγώνα και να προσπαθήσει να ξαναβρεί τη λαϊκή εύνοια μέσα από την τηλεοπτική αναπαράσταση, ελλείψει πραγματικής δουλειάς κοινωνικής παρουσίας» (σ. 472). Το επιχείρημα ότι το μαχητικό Ισλάμ βρίσκεται από καιρό σε καθοδική πορεία τεκμηριώνεται στο βιβλίο που αποτελεί μια πολύ πλούσια ιστορική, πολιτική και γεωγραφική επισκόπηση του μουσουλμανικού κόσμου από το τέλος της αποικιοκρατίας ως σήμερα. Ο αναγνώστης, κλείνοντας το βιβλίο, έχει καταλάβει γιατί γίνεται λόγος για «πολλά Ισλάμ». Εχει καταλάβει επίσης γιατί η εξέλιξη του μουσουλμανικού κόσμου είναι, ακόμη και σήμερα, τόσο διαφορετική από την εξέλιξη της Δύσης, από την οποία όμως παραμένει στενά εξαρτημένη.


Ο Κεπέλ, διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) του Παρισιού, έχει δημοσιεύσει τουλάχιστον πέντε βιβλία για το Ισλάμ στον σύγχρονο κόσμο. Διαδεδομένα είναι το προηγούμενο έργο του (Α l’ ouest d’ Allah, 1994) και το Τζιχάντ. Το θέμα του τελευταίου έργου του είναι ο ιερός αγώνας για τον Θεό. Το βιβλίο ασχολείται ιδιαίτερα με την προσπάθεια διάδοσης του Ισλάμ με κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένου και του πολέμου που, για τον σκοπό αυτόν, νομιμοποιείται από μια κατάλληλη ερμηνεία του «ισλαμικού νόμου». Ο συγγραφέας επιδιώκει την κατανόηση του αντικειμένου του ­ με την έννοια του βεμπεριανού («Verstehen») ­ και την τήρηση κάποιας αξιολογικής ουδετερότητας. Τα απαξιωτικά επίθετα σπανίζουν στο κείμενο του Κεπέλ. Βλέπει την άνοδο και την πτώση της ριζοσπαστικής εκδοχής του Ισλάμ μέσα από το πρίσμα των πρωταγωνιστών του και γράφει με σχετική απάθεια για το θρησκευτικό πάθος που μετατρέπεται σε βίαιη πολιτική πράξη.


Ο χώρος του ισλαμικού νοήματος



Μοτίβο του βιβλίου είναι η επέκταση και διαφοροποίηση του «χώρου του ισλαμικού νοήματος». Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και την αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας ο ισλαμισμός είχε τη δυνατότητα να δοκιμάσει την τύχη του από τη Βοσνία ως την Τσετσενία και την Κεντρική Ασία (σ. 316) με πολύ άνισα αποτελέσματα. Λίγο αργότερα, οι πιο εξτρεμιστικές εκδοχές του άνοιξαν νέα μέτωπα με την (πρώτη) επίθεση στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης (1993) και την επίθεση της αλγερινής Ενοπλης Ισλαμικής Ομάδας (ΕΙΟ) κατά στόχων στο έδαφος της Γαλλίας (1995). Ο Κεπέλ αναλύει το θέμα του με κοινωνιολογικούς και δογματικούς όρους. Στο ισλαμικό δόγμα υπάρχει ένας κυμαινόμενος «χώρος της αθεΐας», μια περιοχή του κόσμου όπου ζουν πιστοί μουσουλμάνοι εν μέσω απίστων. Σε ένα τμήμα αυτού του χώρου, τον «χώρο της κατά συνθήκη ειρήνης», οι πιστοί μπορούσαν να ζήσουν επιδιδόμενοι σε ειρηνικά έργα. Σε ένα άλλο όμως τμήμα του χώρου της αθεΐας, στον «χώρο του πολέμου», οι μουσουλμάνοι έπρεπε να κάνουν τον τζιχάντ. Προεκτείνοντας την προσέγγιση του συγγραφέα, η (δεύτερη) επίθεση κατά των δίδυμων πύργων τον Σεπτέμβριο του 2001 θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια επέκταση αυτού του «χώρου του πολέμου».


Οι παράλληλες τροχιές Δύσης – Ισλάμ


Θα συνόψιζε εύκολα κανείς το βιβλίο με ένα σχήμα, ένα πλάνο παράλληλων σιδηροτροχιών οι οποίες κατά διαστήματα θα συνέκλιναν για να περάσουν από τους ίδιους σταθμούς και μετά θα ακολουθούσαν πάλι την πορεία τους, η καθεμιά με τις δικές της καμπές. Αυτή βέβαια είναι μια κοινή μεταφορά: Η πρώτη τροχιά θα συμβόλιζε το διεθνές πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, διάστικτο από χρονολογίες-σταθμούς, όπως, π.χ., ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1973 και η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989, οι συνέπειες των οποίων επηρέασαν όλον τον κόσμο. Η δεύτερη τροχιά, που θα συμβόλιζε την εξέλιξη του μουσουλμανικού κόσμου, θα διέσχιζε τους ίδιους σταθμούς, για να τους δώσει ξεχωριστό, ιδιαίτερο για το Ισλάμ, νόημα και να σταματήσει σε άλλες χρονολογίες-καμπές, που για τη Δύση δεν είχαν την ίδια σημασία. Αν, π.χ., για τη Δύση το 1973 σήμαινε την απαρχή μιας πετρελαϊκής κρίσης, για τον μουσουλμανικό κόσμο σήμαινε τη μετατόπιση του κέντρου βάρους του προς τη Σαουδική Αραβία, η οποία προωθούσε την ουαχαμπιτική εκδοχή του Ισλάμ. Ως αντίβαρό της υψώθηκε αιφνίδια η ριζοσπαστική σιιτική εκδοχή μετά την επικράτηση της ιρανικής επανάστασης υπό τον Χομεϊνί το 1979, ένα έτος-καμπή για την τροχιά του σύγχρονου ισλαμικού κόσμου.


Οι σημαδιακές χρονολογίες δεν είναι όλες ίδιες για όλα τα ισλαμιστικά κινήματα. Οπως εξηγεί ο συγγραφέας, τα αίτια επώασης των κινημάτων αυτών αναζητούνται στις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες των δεκαετιών του ’60 και του ’70, με έμφαση στην παρακμή του αραβικού εθνικισμού, οι αποτυχίες και τα ιδεολογικά κενά του οποίου άφησαν το πεδίο ελεύθερο για την άνοδο μαχητικών εκδοχών του ισλαμισμού. Ο Κεπέλ παρουσιάζει μία προς μία τις διάφορες εκδοχές. Συνακόλουθα, τα ουσιαστικά του κειμένου του είναι γραμμένα συνήθως στον πληθυντικό, γιατί τις δύο επόμενες δεκαετίες (του ’80 και του ’90) τα κινήματα μοιράζονται κάποιες κοινές ιδεολογικές καταβολές (τα κηρύγματα του Αιγυπτίου Κοτμπ, του Πακιστανού Μαουντούντι και του Ιρανού Χομεϊνί), αλλά έχουν διαφορετική τύχη. Στην Αλγερία και στην Αίγυπτο καταστέλλονται, ενώ στο Αφγανιστάν και στο Σουδάν, όπου ανέρχονται στην εξουσία, αλληλοσπαράσσονται στο εσωτερικό τους ή, ασκώντας ακραίες μορφές καταστολής, χάνουν κάθε ηθικό έρεισμα. Μακροχρόνια, υποκύπτουν στις δομικές αντιφάσεις τους: Η δεκαετία του ’80 χαρακτηριζόταν από ενοποίηση των διαφορετικών συνιστωσών του ισλαμιστικού κινήματος κάτω από τον σαουδαραβικό ουαχαμπισμό. Η δεκαετία του ’90 φανέρωσε τις κρυμμένες κοινωνικές εντάσεις: «Η απόκλιση των πορειών μεταξύ μεσαίας τάξης και απόκληρης νεολαίας θα αυξάνεται συνεχώς» (σ. 321). Εντέλει, ο μαχητικός ισλαμισμός θα παρακμάσει με «τη δοκιμασία του χρόνου και της εξουσίας, τη σύγκρουση μεταξύ των συνιστωσών του και το θέμα της (έλλειψης) δημοκρατίας» (σ. 525).


Στον επίλογο ο συγγραφέας εναποθέτει ελπίδες για εκδημοκρατισμό των χωρών με μεγάλους μουσουλμανικούς πληθυσμούς στις πολιτικές ελίτ που βρίσκονται στην εξουσία σήμερα και που έχουν συνειδητοποιήσει τα αδιέξοδα του μαχητικού ισλαμισμού. Ωστόσο, η ελπίδα αυτή δεν προκύπτει από την προβληματική του βιβλίου. Η προηγούμενη ανάλυσή του δεν στηρίζεται σε μελέτη των κινήσεων κορυφής, στο επίπεδο των ελίτ, αλλά στη διασταύρωση θεωρητικών ρευμάτων του ισλαμισμού με ευρύτερες κοινωνικές ανάγκες και συμφέροντα. Συνολικά όμως πρόκειται για ένα σπουδαίο βιβλίο αναφοράς, χάρη στο πλήθος των πληροφοριών που παρέχει για σύγχρονους θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες του Ισλάμ και χάρη στην ενασχόλησή του με χώρες που, καίτοι μουσουλμανικές, δεν απασχολούν συχνά την ειδησεογραφία περί Ισλάμ (π.χ. Μαρόκο, Μαλαισία). Ο μεταφραστικές επιλογές της Ελένης Τσερεζόλε, αρχισυντάκτριας της Αυγής, το έχουν κάνει ελκυστικό (με εξαίρεση την προτίμησή της για τους όρους «νεωτερισμός» και «διακύβευση», αντί των πιο δόκιμων «νεωτερικότητα» και «διακύβευμα» που έχουν επικρατήσει). Η συνέντευξη της μεταφράστριας με τον Κεπέλ, το γλωσσάρι και οι σημειώσεις της ίδιας στο τέλος του βιβλίου είναι πολύ χρήσιμες προσθήκες.


Ο Τιλ Κεπέλ θα παρουσιάσει το βιβλίο του στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2002, στο Γαλλικό Ινστιτούτο.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από τις εκδόσεις Ποταμός κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η κορυφή του πελατειακού κράτους».