Οδηγεί η φτώχεια του Τρίτου Κόσμου σε τρομοκρατικές ενέργειες κατά της Δύσης; Είναι οι τρομοκράτες ψυχοπαθολογικά άτομα; Είναι η υποστήριξη της τρομοκρατίας από ορισμένα κράτη εναντίον άλλων κρατών ένα φθηνό και αποτελεσματικό υποκατάστατο της διεξαγωγής κανονικού πολέμου; Σε τι διαφέρει η τρομοκρατία του τέλους του εικοστού αιώνα από παλαιότερες εκδοχές της; Αυτά είναι τα κύρια ερωτήματα του βιβλίου του Walter C. Laqueur, πολιτικού αναλυτή και ιστορικού, γνωστού για την επιμέλεια της καλύτερης ίσως συλλογής άρθρων για τον φασισμό (Fascism: Α Reader’s Guide, University of California Press, Berkeley, 1976).


Το νέο βιβλίο του Laqueur κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση το 1999 και ξανά φέτος, αν και πριν από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η φτώχεια δεν οδηγεί σε διοργάνωση τρομοκρατικών ενεργειών από τα θύματα της άνισης παγκόσμιας κατανομής του πλούτου. Συνήθως οδηγεί σε μετανάστευση προς εκείνες τις περιοχές του πλανήτη όπου έχει σωρευθεί πλούτος, σε αναζήτηση εργασίας και καλύτερων συνθηκών ζωής (σ. 248). Η άποψη αυτή είναι συμβατή με το συμπέρασμα της ιστορικής κοινωνιολογίας, σύμφωνα με το οποίο η εξαθλίωση ευρέων στρωμάτων ίσως είναι αναγκαία, αλλά πάντως δεν είναι ικανή συνθήκη για το ξέσπασμα μιας επανάστασης.



Προκειμένου να απαντήσει στο ερώτημα τι είδους άτομα είναι οι τρομοκράτες, ο Laqueur αντλεί από πλήθος παραδειγμάτων που προέρχονται γεωγραφικά από όλη την υφήλιο. Περιλαμβάνουν πολιτείες των ΗΠΑ όπου εξασκούνται παραστρατιωτικές ομάδες, την ενδοχώρα της Λατινικής Αμερικής, όπου τα όρια ανάμεσα στις επαναστατικές ομάδες και στα καρτέλ ναρκωτικών είναι δυσδιάκριτα, περιοχές της Ουγκάντα, όπου δύο χριστιανικές σέκτες δρουν με τρομοκρατικά χτυπήματα, πόλεις της Αλγερίας που έχουν αφεθεί στο έλεος των φανατικών ισλαμιστών, και τη Σρι Λάνκα, στην οποία οι «Τίγρεις Ταμίλ» ειδικεύονται στις επιθέσεις αυτοκτονίας με «ανθρώπους-βόμβες». Με βάση τέτοια επισκόπηση της τρομοκρατίας, η οποία εκτείνεται ιστορικά από τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα ως τα τέλη του εικοστού, ο συγγραφέας μιλά για την τρομοκρατία ως μια ειδική συμπεριφορά που συνδέεται κυρίως με τον φανατισμό κάθε είδους και με την προβληματική ψυχική συγκρότηση των τρομοκρατών. Εν τούτοις, «δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις που να καθιστούν δυνατή τη συνάφεια ανάμεσα… σε ψυχικές ασθένειες και στην τρομοκρατία» (σ. 232). Το συμπέρασμα αυτό όμως αντιφάσκει με το ­ συχνά επαναλαμβανόμενο στο βιβλίο ­ μοτίβο της τρομοκρατικής συμπεριφοράς που δεν εξηγείται με όρους κοινωνιολογίας ή πολιτικής επιστήμης.


Κατά τον Laqueur, διάφοροι πολιτικοί, κοινωνικοί κα πολιτισμικοί παράγοντες, όπως π.χ. οι εθνικισμοί και οι θρησκείες, δεν επαρκούν ως ερμηνείες της τρομοκρατίας. Τρομοκράτες υπήρχαν και πριν από την άνοδο του εθνικισμού και θα συνεχίσουν να υπάρχουν και όταν ο κόσμος δεν θα είναι πια χωρισμένος σε κράτη-έθνη. Οι περισσότερες θρησκείες έχουν να επιδείξουν τόσο περιόδους ανεκτικότητας όσο και περιόδους πολεμοχαρούς επιθετικότητας η οποία εκδηλώθηκε και με τρομοκρατικές ενέργειες. Η άποψη του Laqueur ότι αυτές ήταν ενέργειες φανατικών, αν όχι προβληματικών, ατόμων δεν είναι τόσο πειστική. Καμιά φορά, όταν η πολιτική και κοινωνική ανάλυση βρίσκεται σε αμηχανία γύρω από κάποια απρόβλεπτη ή αποκλίνουσα κοινωνική συμπεριφορά, καταφεύγει σε ψυχοπαθολογικές ερμηνείες.


Αλλωστε η περιήγηση του Laqueur στην τρομοκρατία δεν είναι χωρίς πραγματολογικά λάθη: η «17η Νοέμβρη» αναφέρεται ως οργάνωση με τοπική βάση «μια συνοικία της Αθήνας, τα Εξάρχεια», στα οποία «βρίσκονται το Πολυτεχνείο και η Νομική Σχολή», ενώ «μια αιτία της διατήρησης της ελληνικής τρομοκρατίας είναι η εκτεταμένη ανεργία των νέων» (σ. 228). Αλλη, πολύ αμφισβητήσιμη διαπίστωση του βιβλίου είναι η ερμηνεία της κρατικής τρομοκρατίας ως εναλλακτικής στρατηγικής που είχαν επιλέξει ορισμένα αδύναμα κράτη προκειμένου να πλήξουν ισχυρότερους αντιπάλους τους οποίους δεν συνέφερε να αντιμετωπίσουν σε κανονικό πόλεμο (π.χ., η Λιβύη τις ΗΠΑ και άλλες δυτικές δυνάμεις, η Συρία το Ισραήλ, σ. 156-83). Ακόμη και αν έτσι έχουν τα πράγματα, η αντίληψη του συγγραφέα για το τι είναι κρατική τρομοκρατία είναι μονοδιάστατη. Δεν περιλαμβάνει την τρομοκρατική βία που έχουν ασκήσει κρατικοί μηχανισμοί (π.χ., δολοφονίες πολιτών του Ελ Σαλβαδόρ από κρατικά ελεγχόμενες παραστρατιωτικές ομάδες και βάσκων αυτονομιστών από ομάδες που είχαν συστήσει οι ισπανικές μυστικές υπηρεσίες, επίθεση σε πλοίο της Greenpeace από γάλλους πράκτορες).


Σε κάθε περίπτωση, η σημαντικότερη συνεισφορά του βιβλίου, που προβάλλεται και στον τίτλο του, είναι η διαπίστωση ότι η τρομοκρατία διαχρονικά έχει αλλάξει. Σήμερα δεν είναι πια η τρομοκρατία κάποιων φανατικών ιδεολόγων που επιδιώκουν με φτωχά μέσα πολύ συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους, για να προξενήσουν ταχύτερα μια επιθυμητή κοινωνική μεταβολή. Είναι μια τρομοκρατία απο-ιδεολογικοποιημένη. Καθώς η Αριστερά και η Δεξιά έχουν συγκλίνει, οι αναφορές των τρομοκρατών σε νομιμοποιητικές ιδεολογίες αποτελούν προφάσεις. Η νέα εκδοχή της τρομοκρατίας μπορεί να λάβει μαζικό χαρακτήρα (θα προσθέταμε: χαρακτήρα ιδιαίτερο, με την έννοια ότι ο τρομοκράτης έχει αυτό που στο ποινικό δίκαιο ονομάζεται «ενδεχόμενος ή έμμεσος δόλος»). Ο τρομοκράτης μπορεί να αποκτήσει όπλα μαζικής καταστροφής (χημικά, βιολογικά ή πυρηνικά όπλα). Γι’ αυτό, κατά τον συγγραφέα, η «νέα τρομοκρατία» θα είναι πολύ πιο καταστρεπτική από τις παλαιότερες εκδοχές της. Η κύρια διαφορά που ο Laqueur εντοπίζει ανάμεσα στην «παλιά» και στη «νέα» τρομοκρατία είναι στα διαθέσιμα μέσα. Τα νέα όπλα στη διάθεση των τρομοκρατών είναι καταστρεπτικότερα, γι’ αυτό και η τρομοκρατία του μέλλοντος θα είναι «μεγα-τρομοκρατία» (σ. 282). Ως προς τον αριθμό των θυμάτων, οι περιστάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου αποδεικνύουν ότι ο συγγραφέας έχει δίκιο. Ως προς τα μέσα όμως, έχει άδικο. Προτού αναδυθεί η «νέα τρομοκρατία» του Laqueur, εμφανίστηκε μια ακόμη νεώτερη που χρησιμοποίησε υψηλές τεχνικές δεξιότητες αλλά απλά όπλα.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.