Οταν ο André Gide εκδίδει το 1946 τον Θησέα, το τελευταίο σημαντικό έργο του, είναι 77 ετών και ο πόλεμος έχει μόλις τελειώσει. Εμπνεόμενος για άλλη μία φορά από την ελληνική μυθολογία, ο Gide προσπαθεί να συνοψίσει στη δική του ανάγνωση του μύθου του Θησέα την προσωπική πορεία και τις επιλογές του και να βάλει ο ίδιος την τελεία στο έργο του, σχολιάζοντας για τελευταία φορά τον κόσμο, τη φρίκη του μεταπολέμου. Πράγματι, ως τον θάνατό του θα δημοσιεύσει μόνο τη συνέχεια των Ημερολογίων του (1949), με τα οποία εξάλλου ο Θησέας συνομιλεί διαρκώς. Λάτρης των μειζόνων αφηγήσεων, ο Gide εκμεταλλεύεται την πολυσημία του μύθου του Θησέα για να διατυπώσει τη δική του κοσμοαντίληψη, η οποία επικεντρώνεται στην αυτογνωσία και στην επίγεια διαδρομή της ευτυχίας ­ μετρημένη και αισιόδοξη απάντηση στον παραλογισμό της εποχής. Διατηρώντας ανέπαφο τον σκελετό των γεγονότων, τροποποιεί δεξιοτεχνικά ορισμένα σημεία της διήγησης, όπως η ιστορία του λαβύρινθου και ο διάλογος Θησέα – Οιδίποδα, ώστε να διατυπώσει τη φιλοσοφία του, ενώ διατρέχει σε γενικές γραμμές και υπαινικτικά όλα τα μεγάλα θέματα που τον απασχόλησαν, σε μια ύστατη υπαρξιακή και υφολογική άσκηση αρμονίας.



Κείμενο ανάλαφρο όσο και μεστό, ο Θησέας προσκαλεί τον αναγνώστη να διερευνήσει τις ετερόκλιτες συνιστώσες του ­ δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι η κριτική έχει συχνά συσχετίσει, θετικά ή αρνητικά, τη λογοτεχνική πορεία του Gide με τον λαβύρινθο. Και το κείμενο του Θησέα καταγράφει την κατά Gide εκδοχή του λαβύρινθου, λειτουργώντας παράλληλα το ίδιο ως τέτοιος, ως χώρος άναρχης ανάπτυξης των πολλαπλών σκοπιμοτήτων του συγγραφέα. Ετσι ο Gide αναφέρεται διά μακρών σε ένα λαβύρινθο ο οποίος δεν είναι χωροχρονικής αλλά ηθικής τάξεως, σχετίζεται με τα αισθήματα και τις αισθήσεις. Τα ποτά, οι καπνοί και τα μυρωδικά που ο Δαίδαλος σκορπίζει σ’ αυτόν αιχμαλωτίζουν τον άνθρωπο, που πλέον δεν θέλει ­ και όχι δεν μπορεί ­ να φύγει από τον λαβύρινθο· παγιδεύεται στην ίδια του την πλάνη και την αντανάκλαση της εικόνας του, όπως ο Ικαρος, που παραμένει δέσμιος του λαβύρινθου και μετά την έξοδό του από αυτόν, και μετά θάνατον ακόμη. Εντοπίζοντας την πρωταρχική αιτία της πλάνης στο κορμί και στην ψυχή και όχι στον νου του ανθρώπου, ο Gide δεν πρεσβεύει την αποχή ή τη νίκη επί των αισθήσεων και των απολαύσεων, ούτε έρχεται σε ρήξη με το παρελθόν των Γήινων τροφών ή του Κορυντόν. Το αντίθετο, πρεσβεύει τη συνέχεια και τη συνοχή μιας στάσης και μιας θέσης ηθικής, η οποία μονολεκτικά ορίζεται από την προστακτική, κυρίαρχη σε ολόκληρο το κείμενο, «προσπέρνα»: συνέχισε τον δρόμο για τη γνώση και την εκπλήρωση του εαυτού, με διαύγεια και αποφασιστικότητα, ενάντια σε όλα τα εμπόδια, πατώντας στέρεα πάνω στη γη. Μια απάντηση τόσο στη θηριωδία όσο και στην ψευδαίσθηση, την οποία ο Θησέας εκφράζει λεκτικά σαφέστατα στη συνομιλία του με τον Οιδίποδα, εκπρόσωπο μιας μεταφυσικής σοφίας, όταν απορρίπτει την ενόραση υπέρ της στράτευσης στην αναζήτηση της ουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης επί γης και στην επιδίωξη της προσωπικής δικαίωσης, με κοινωνικές προεκτάσεις: «Για το καλό της ανθρωπότητας στο μέλλον, ολοκλήρωσα το έργο μου. Εζησα».


Κύκνειο άσμα του Gide, ο Θησέας εμπεριέχει ωστόσο στις λιγοστές σελίδες του όλα τα σημαντικά θέματα του έργου του. Την άρνηση της οικογένειας, ως πηγής καταπίεσης, όταν ο Θησέας, συνειδητά ή από αμέλεια, δεν αλλάζει τα μαύρα πανιά και ο Αιγέας, ο πατέρας του, που του «στεκόταν εμπόδιο», πέφτει και πνίγεται. Το γεγονός ότι, όπως πολλοί άλλοι ήρωες του Gide, ο Θησέας δεν σταματά ούτε σε ανθρώπους ούτε σε γεγονότα, αλλά κινείται συνεχώς προς τα εμπρός για να επιτελέσει την αποστολή του. Οτι βυθίζεται στις απολαύσεις, κρατώντας το μέτρο, την έλλειψη του οποίου ενσαρκώνει ο Ικαρος. Μανιφέστο του ιδιότυπου ατομικισμού που ανέκαθεν πρέσβευε ο Gide, ακόμη και την περίοδο που είχε στρατευθεί στο κομμουνιστικό κόμμα, ο Θησέας αποτελεί την ίδια στιγμή και ένα κομψοτέχνημα. Ο Gide δούλευε επί 13 χρόνια τον σύντομο αυτό μονόλογο, στον οποίο οι υφολογικές του ιδιαιτερότητες, ευδιάκριτες από τα πρώτα του έργα, φτάνουν στο αποκορύφωμά τους: αρχαϊσμός του λεξιλογίου αλλά και της σύνταξης, μιας σύνταξης σύνθετης και πολλές φορές εξεζητημένης, γραμματικές ακροβασίες, συνειδητές συντακτικές παραβάσεις και υπερβάσεις. Η παράδοξη αυτή σύνθεση κλασικισμού και μπαρόκ επενδύει τέλεια την παράδοξη σύνθεση μετριοπάθειας και πάθους που συνιστά την ιδεολογία του συγγραφέα.


Είναι πράγματι αξιοσημείωτο ότι τα υφολογικά αυτά αραβουργήματα αφήνουν εμφανή ίχνη στην ελληνική γλώσσα, στη μετάφραση του κειμένου, η οποία έχει επίσης τη δική της ιστορία. Πρόκειται για συλλογικό έργο των φοιτητών του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Μετάφρασης του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπό την εποπτεία της καθηγήτριας κυρίας Εφης Χατζηφόρου, και η πλαστικότητα της μετάφρασης, οφειλόμενη προφανώς σε μεγάλο βαθμό στη διατήρηση της εγγενούς πολυμορφίας του πολλαπλά διαστρωματωμένου αυτού κειμένου, είναι αποτέλεσμα της καλειδοσκοπικής του αντιμετώπισης. Ενα κλασικό και πάντα επίκαιρο αριστούργημα σε μια πολύ ενδιαφέρουσα μετάφραση.


Η κυρία Τιτίκα Δημητρούλια είναι φιλόλογος και μεταφράστρια. Διδάσκει Μεταφραστική Τεχνολογία στο Διαπανεπιστημιακό Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Μετάφρασης και στο ΕΚΕΜΕΛ.