Δυστυχώς, πιστεύει ότι οι φτωχοί είναι πιο πραγματικοί από τους άλλους ανθρώπους


Αντρέ Σουάρες


Τρία βιβλία, το ένα μετά το άλλο, του ίδιου συγγραφέα εκδίδονται στην Ελλάδα. Επιτέλους ο Πιερ Μισόν βγαίνει από το κλειστό κύκλωμα εκείνων που μπορούσαν να τον διαβάσουν μόνο στη γαλλική γλώσσα. Πρώτα το Βίοι ελάσσονες, έπειτα Ο βίος του Ιωσήφ Ρουλέν και Κύριοι και υπηρέτες. Μάλιστα οι εκδόσεις Ινδικτος λέγεται ότι έχουν εξασφαλίσει τα δικαιώματα για τα υπόλοιπα έξι βιβλία του συγγραφέα, και πολύ δικαιολογημένα! Αυτό το νέο δεν μπορεί παρά να μας χαροποιεί.


Ιδού λοιπόν ένας συγγραφέας που το 1984 στη Γαλλία δημιουργεί ένα εκδοτικό γεγονός με το Βίοι ελάσσονες. Είναι τότε 40 ετών, άγνωστος, ακτήμων, περιθωριακός και παρ’ ολίγον άστεγος. Οπως θα διαπιστώσουμε όμως πολύ σύντομα, κυοφορεί ένα έργο… Απλά το αφήνει να ωριμάσει. Για το παιδί της γαλλικής υπαίθρου που μεγάλωσε μακριά από τα βιβλία η λογοτεχνία είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, μια υπόθεση ζωής, όπου δύναται κανείς να πράττει μόνο με πλήρη επίγνωση, διαπράττοντας «μια πράξη άγνοιας που όμως απαιτεί γνώση». Δίχως βιασύνη δίνει στον εαυτό του τον χρόνο να αποκτήσει την απαραίτητη καλλιέργεια και περιμένει. Υστερα, ξαφνικά, τα πράγματα επισπεύδονται. Παίζει τότε κορόνα γράμματα τη ζωή του. Γράφει το Βίοι ελάσσονες· οκτώ βίοι ταπεινών ανθρώπων, από το παρελθόν και το παρόν, οι περισσότεροι δανεισμένοι από τη γενέθλια γη του, βίοι που ο συγγραφέας ή η οικογενειακή του μνήμη άγγιξαν ανεπαίσθητα, βίοι απλών ανθρώπων, βίοι υποδειγματικοί που καθώς ξετυλίγονται σμιλεύουν το πρόσωπο του συγγραφέα τους, το πρόσωπο ενός ανθρώπου που θέλει να δικαιώσει τη ζωή του. Οι Βίοι ελάσσονες είναι συνάμα μια διαπίστωση αποτυχίας και μια λύτρωση από την αποτυχία, μια καταστροφή που μετατρέπεται σε υπόσχεση για το μέλλον. Ενα κείμενο που γίνεται ένα με τη ζωή μέσα από μια βίαιη πάλη, έναν αμοιβαίο βιασμό.



Το 1984 η έκδοση αυτού του βιβλίου ταράζει τα λογοτεχνικά νερά. Ολοι συμφωνούν ότι αυτό το εκτυφλωτικό, πυκνό και λαμπερό κείμενο είναι ένα αριστούργημα.


Στο Βίοι ελάσσονες δεν υπάρχει πλοκή, θέμα, κατευθυντήρια ιδέα, μόνο η βούληση του συγγραφέα να πει· με ένα ύφος όμως απόλυτα δικό του που δίνει νόημα στην άποψη ότι όταν όλα έχουν ήδη λεχθεί το ύφος από μόνο του μπορεί να γίνει νόημα. Στους Βίους ελάσσονες νιώθει κανείς ότι έχει να κάνει με το κείμενο ενός συγγραφέα που παίζει τίμια το παιχνίδι. Δεν κάνει καριέρα. Παίζει τη ζωή του. Στόχος του είναι το ωραίο. Υπερτιμά λοιπόν τον εαυτό του, τον υποτιμά, ξεχνάει κάθε μέτρο. Το γράψιμο γίνεται έκσταση. Είναι η Θεία Χάρις. Ο Μισόν αποθέτει στο χαρτί συναισθήματα, τη βούληση μιας φράσης και τον ρυθμό της. Κάθε κείμενο γεννιέται με τον δικό του ρυθμό, το δικό του τέμπο. Μας θυμίζει μια ρήση για τη λογοτεχνία τόσο αληθινή που οφείλουμε στον Μαλαρμέ: «Δεν υπάρχει πρόζα. Υπάρχει μόνο ήχος λίγο ή πολύ ρυθμικός». Ετσι λοιπόν η γλώσσα που γίνεται νόημα είναι το βασίλειο του Μισόν, η βασανιστική του εμμονή. Αυτή η γλώσσα αντιστέκεται στον συγγραφέα μόνο για να κερδίσει την απόλυτη ελευθερία της. Την αγαπάει και τη μισεί συγχρόνως. Τον κατακλύζει και τον υπερβαίνει. Μόνο μια ευτυχής συγκυρία μπορούσε να βάλει στον δρόμο του Μισόν αυτούς που θα κατόρθωναν να αποδώσουν στα ελληνικά τη συγκινησιακή δόνηση αυτού του ύφους: την Κατερίνα Κολλέ, που πρώτη απέδωσε στα ελληνικά έργο του Μισόν χαρίζοντας στο αναγνωστικό κοινό μια τόσο λαμπρή μετάφραση, και έπειτα τη μετάφραση του Βλάση Καμάρα.


Οι Βίοι ελάσσονες, που θεωρούνται ήδη ένα κλασικό κείμενο της σύγχρονης λογοτεχνίας στη Γαλλία, ένα κείμενο-σταθμός των 20 τελευταίων ετών, θα ζήσει στο εξής μια δεύτερη ζωή ελληνική, ντυμένο ­ άλλη μια ευτυχής συγκυρία ­ με ένα ελληνικό εξώφυλλο αναγνωρίσιμο αμέσως, γιατί είναι όμοιο με την αφίσα της μεγάλης έκθεσης που οργάνωσε εφέτος η Εθνική Πινακοθήκη με έργα του Γιάννη Μόραλη [τον πολύ ωραίο πίνακα του ζωγράφου «Δύο φίλες» (1936)].


Μετά τους Βίους ελάσσονες ο Μισόν συνέγραψε και άλλους βίους, όπως ο Βίος του Ιωσήφ Ρουλέν, αφιερωμένο στον ταχυδρόμο που απαθανάτισε ο Βαν Γκογκ, αλλά επίσης το Αφέντες και υπηρέτες όπου στη σκιά του Βατώ «ιστορεί» με τον δικό του ιδιαίτερο χρωστήρα τους ταπεινούς που περιέβαλλαν τον μεγάλο δάσκαλο. Εδώ επιδίδεται στη βιογραφία ή μάλλον στη διαγώνια αυτοβιογραφία, όπου περισσότερο από ό,τι σε όλα τα άλλα του κείμενα προσπαθεί να διατυπώσει το ανομολόγητο, δεδομένου ότι, όπως λέει, το ανομολόγητο είναι σεξουαλικής φύσης. Περίμενε πολλά χρόνια προτού γράψει αυτά τα δύο βιβλία, εξίσου πυκνά αλλά λιγότερο εκτεταμένα, όπου η γλώσσα είναι υπό έλεγχο και εμφανώς χαλιναγωγημένη.


Ο Μισόν αρέσκεται να ξαναζωντανεύει τα σώματα, να τα βγάζει από τον τάφο, να μετουσιώνει τη ζωή των νεκρών σε κείμενο, την αποτυχία τους σε χρυσό. Για άλλη μια φορά. Διότι γράφοντας αλλάζει το πρόσημο των καταστάσεων, μεταμορφώνει, όπως λέει ο ίδιος, τις περασμένες οδύνες σε παρούσες χαρές, κάνει τέχνη με πρώτη ύλη τον θάνατο. Είναι ένας τρόπος να παίζει με τον θάνατο και να τον μετουσιώνει χάρη στη μέθη του λόγου και ως την τελειότητα.


* Ο Πιερ Μισόν θα βρίσκεται στην Αθήνα στις 22 Οκτωβρίου στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.


Η κυρία Κατρίν Βελισσάρη είναι διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης, Λογοτεχνίας και Επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ).