Η μεταπολεμική αισιοδοξία: Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ένα από τα σχεδιαζόμενα μεγάλα έργα ήταν το μετρό των Αθηνών (σ. 169).


Το ψυχροπολεμικό κλίμα: Παρά την ευκαιρία που πρόσφερε πρόσκληση της ΕΣΣΔ προς τον Σπ. Μαρκεζίνη να επισκεφθεί τη Μόσχα το 1959, η ελληνική κυβέρνηση έκανε παν το δυνατόν ώστε να μην αναβαθμισθεί η επικοινωνία μεταξύ της ελληνικής και της σοβιετικής κυβέρνησης (σ. 249).


Το νέο βιβλίο του Π. Καζάκου, καθηγητή και διευθυντή του προγράμματος μεταπτυχιακών ευρωπαϊκών και διεθνών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι ταυτόχρονα μαρτυρία και επιστημονική προσέγγιση της μεταπολεμικής Ελλάδας.


Η μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας μάς είναι οικεία και ταυτόχρονα λίγο γνωστή. Είναι μια περίοδος όπου συναντώνται δύο ειδών ιστορίες: η προσωπική, δηλαδή η ιστορία όπως την έχουν βιώσει οι μεγαλύτεροι από τους σημερινούς ενηλίκους, και η συστηματική, η ιστορία όπως την έχουν προσεγγίσει λίγοι ειδικοί μελετητές. Συγκριτικά με άλλες περιόδους, το εύρος της βιβλιογραφίας για τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες είναι μικρό. Υπάρχουν κάποιες μελέτες κοινωνικής ανθρωπολογίας, γραμμένες από γάλλους, βρετανούς και έλληνες ειδικούς που έχουν ερευνήσει μικρές κοινότητες με έμφαση στο πώς μεταβάλλονταν οι κοινωνικές σχέσεις κατά τη μετάβαση από την παραδοσιακή στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Επίσης μερικές διδακτορικές διατριβές κοινωνιολογίας για την κοινωνική κινητικότητα, την κοινωνική στρωμάτωση, τη μετανάστευση και τις πόλεις, ορισμένες μελέτες πολιτικής επιστήμης για τον στρατό, τα πολιτικά κόμματα, το κράτος, την εκλογική συμπεριφορά, τη διπλωματία και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, κάποιες οικονομετρικές μελέτες για την εξέλιξη μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, καθώς και αρκετές διατριβές για το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα και για την ένταξη της Ελλάδας στις ΕΚ. Ακόμη, ελάχιστες μελέτες για συγκεκριμένους τομείς πολιτικής, όπως, π.χ., η αγροτική, η βιομηχανική, η εκπαιδευτική και η χωροταξική πολιτική. Τέλος, ακόμη λιγότερα γενικά έργα, γραμμένα από δημοσιογράφους που αφηγούνταν τα πολιτικά γεγονότα. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ανανέωση του ενδιαφέροντος για τη μεταπολεμική περίοδο και έχουν εκδοθεί συλλογικοί τόμοι και μονογραφίες. Ξεχωρίζουν το συλλογικό έργο Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τόμος ΙΣΤ (Εκδοτική Αθηνών) και Ο μύθος του ξένου ή η Pechiney στην Ελλάδα του Κ. Π. Κωστή (εκδ. Αλεξάνδρεια).



Εν όψει των ελλείψεων της συστηματικής έρευνας, το βιβλίο του Καζάκου, που βρίσκεται στο μεταίχμιο της πολιτικής και της οικονομικής ανάλυσης, έρχεται να καλύψει ένα κενό. Κύριο ερώτημα του βιβλίου είναι ποιες συνθήκες διαμόρφωσαν την οικονομική πολιτική και τις οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα μεταξύ 1944 και 2000. Για να απαντήσει στο ερώτημα ο Καζάκος επικαλείται τις μεταλλαγές του διεθνούς και του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος και τις μετατοπίσεις της οικονομικής σκέψης, οι οποίες διαμεσολαβούνται από αυτό που ο ίδιος ονομάζει «εσωτερικό πολιτικοοικονομικό χώρο» (κυβέρνηση, εργαζόμενοι, επιχειρηματίες, πολιτικές παραδόσεις και θεσμοί και αρχικές συνθήκες εκκίνησης της ελληνικής οικονομίας, σ. 21). Το ανωτέρω ερμηνευτικό σχήμα χρησιμοποιείται χαλαρά για να φωτίσει όψεις του «συνεχώς διευρυνόμενου ρόλου του κράτους στην οικονομία» (σ. 468). Το βιβλίο δεν είναι αφηρημένο θεωρητικό σύγγραμμα αλλά τεκμηριωμένη, διαδοχική ανάλυση έξι υποπεριόδων της μεταπολεμικής ιστορίας. Πίνακες εξέλιξης μακροοικονομικών μεγεθών, αποσπάσματα από κείμενα-σταθμούς για τις οικονομικές εξελίξεις (π.χ., προγραμματικές δηλώσεις ελληνικών κυβερνήσεων, κείμενα της Ευρωπαϊκής Ενωσης κτλ.), σελίδες από απομνημονεύματα πολιτικών και οικονομικών παραγόντων του τόπου και άλλα πολύτιμα συγκεντρωτικά στοιχεία διανθίζουν την ανάλυση. Ενα βασικό συμπέρασμα είναι ότι «η κυριότερη πηγή δυσλειτουργιών σε οικονομία και κοινωνία [ήταν] το διογκωμένο, βραδυκίνητο και αναποτελεσματικό κράτος», το οποίο εξακολουθεί να «ρίχνει τη βαριά σκιά του στο μέλλον» (σ. 512).


Ο Καζάκος δεν είναι εξ ορισμού απορριπτικός ως προς τον κρατικό παρεμβατισμό. Πιστεύει ότι πριν από τη δικτατορία «ο κρατισμός… είχε μια έντονη αναπτυξιακή διάσταση, με την έννοια ότι… υπηρετούσε τον σκοπό της δημιουργίας αγορών». Μετά τη δικτατορία η διάσταση αυτή «συρρικνώνεται κατά τρόπο απελπιστικό» (σ. 469). Αν οι διαπιστώσεις του συγγραφέα φαίνονται σήμερα οικείες, ωστόσο ως πρόσφατα δεν ήταν ­ και ίσως να μην είναι ­ γενικά αποδεκτές. Ο Καζάκος ρίχνεται με ειλικρίνεια στη μάχη των ιδεών. Αντιπαρατίθεται ευθέως στις απόψεις ορισμένων αναλυτών, ασκώντας κριτική στους Τ. Γιαννίτση (σ. 241-42, 398, 402, 408-09), Λούκα Κατσέλη (σ. 441 και 453) και Κ. Τσουκαλά (σ. 27 και 40), μεταξύ πολλών άλλων. Φαίνεται να συμφωνεί περισσότερο με τις απόψεις των Γ. Αλογοσκούφη (σ. 453-54), Τρ. Κολλίντζα και Γ. Μπήτρου (σ. 457-58) και Ν. Χριστοδουλάκη (σ. 453 και 459), τους οποίους θεωρεί πολέμιους του κρατισμού.


Το ερώτημα όμως δεν είναι πια πόσο βλαβερός είναι ο κρατισμός αλλά το αν, με ποιον τρόπο και ποιες συνέπειες επιχειρήθηκε η καταπολέμησή του. Μπορεί να προβάλει κανείς την προφανή αντίρρηση ότι η διεύρυνση του ρόλου του κράτους στο παρελθόν και η συρρίκνωσή του σήμερα προκαλούν θύματα μεταξύ ορισμένων, των ίδιων πάντοτε, κοινωνικών τάξεων και κατηγοριών, ενώ αφήνουν άλλες στο απυρόβλητο. Στη μεταπολεμική Ελλάδα σχεδόν σε καμία περίοδο δεν εξισορροπήθηκαν τα συμφέροντα της επιχειρηματικής τάξης και των ελεύθερων επαγγελματιών με εκείνα των λαϊκών στρωμάτων, έστω με τον τρόπο που αυτό συνέβη και σε όποιον βαθμό συνέβη σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Στατιστικοί πίνακες της εξέλιξης της κερδοφορίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων και της κατά επαγγελματική κατηγορία φοροληπτικής ικανότητας του κράτους (οι οποίοι λείπουν από το βιβλίο) θα πιστοποιούσαν αυτή την άποψη. Γιατί μπορεί, όπως το τεκμηριώνει ο συγγραφέας, το κράτος να υπήρξε κατά διαστήματα όμηρος ειδικών συμφερόντων και των συνδικάτων του δημόσιου τομέα αλλά σχεδόν ποτέ δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να αντισταθεί σοβαρά στις πιέσεις των οικονομικά ισχυρότερων (τάξεων, ομάδων και συγκεκριμένων επιχειρηματιών). Μπορούσε το ελληνικό κράτος να κάνει αλλιώς; Η σχετική συζήτηση, η οποία διαρκεί εδώ και πενήντα χρόνια και την οποία τόσο εύστοχα συνόψισε ο Καζάκος, προτείνοντας συνάμα και τη δική του ερμηνεία, έχει πολύ μέλλον ακόμη.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από τις εκδόσεις Ποταμός μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο «Η κορυφή του πελατειακού κράτους».