Πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου η συζήτηση για το ΠΑΣΟΚ της πρώτης περιόδου της μεταπολίτευσης (1974-1989) δεν λέει να κοπάσει. Συνεχίζεται και ακολουθεί τα χνάρια των νέων κάθε φορά ενδιαφερόντων της ακαδημαϊκής κοινότητας. Το βιβλίο του Ανδρέα Πανταζόπουλου για το ΠΑΣΟΚ, γραμμένο σε όμορφα ελληνικά και με νεολογισμούς που δεν ξενίζουν, είναι αντιπροσωπευτικό μιας σχετικά νέας θεματικής στην πολιτική επιστήμη. Αν και ο αναγνώστης αναπολεί τις παλαιότερες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις του συγγραφέα (ο ίδιος είχε γράψει ένα από τα πρώτα άρθρα που ανέλυαν εμπειρικά τη μικρο-αστική προέλευση των μεσαίων στελεχών του ΠΑΣΟΚ στο περ. Ο Πολίτης τχ. 83, 1987), η στροφή του είναι καλοδεχούμενη.


Τις τελευταίες δεκαετίες η πολιτική ανάλυση, ακολουθώντας τη γλωσσολογική στροφή στις κοινωνικές επιστήμες, έχει μετατοπιστεί από τα κλασικά θέματα της πολιτικής κοινωνιολογίας προς τα θέματα του πολιτικού λόγου και της ιδεολογίας. Η μελέτη των τελευταίων δεν αποσκοπεί στην ανεύρεση κανονικοτήτων, στο στάδιο της περιγραφής του εμπειρικού υλικού, ούτε στον εντοπισμό σχέσεων αιτιώδους συνάφειας, στο στάδιο της ερμηνείας του. Τούτο δεν καθιστά τις έρευνες για τον πολιτικό λόγο λιγότερο επιστημονικές. Απεναντίας, εφόσον πρόκειται για συστηματικές προσεγγίσεις των πολλαπλών επιπέδων νοήματος του πολιτικού λόγου το όφελος είναι μεγάλο. Αντί η ανάλυση να επικεντρώνεται σε μια εν πολλοίς αυθαίρετα αποκομμένη φλοίδα της πολιτικής πραγματικότητας, απλώνεται με τη μορφή σκέψεων που εφάπτονται η μία της άλλης, χωρίς να θεωρούνται εναλλακτικές ερμηνείες, διαθέσιμες προς επιβεβαίωση ή απόρριψη.



Η προσέγγιση του Πανταζόπουλου είναι ευαίσθητη στις αποχρώσεις που παίρνουν τα πολιτικά συνθήματα («Η Ελλάδα στους Ελληνες»), οι λέξεις-σημαίες («Αλλαγή») και τα μοτίβα των κομματικών κειμένων (π.χ., στο πρώιμο ΠΑΣΟΚ «η λιτανική καταγγελία των κοτζαμπάσηδων του 1974 μέχρι τη Δεξιά του 1974», σελ. 180). Ενα από τα σημεία που τεκμηριώνονται με αναφορές σε ομιλίες του Α. Παπανδρέου, τόσο στις αρχές όσο και στα τέλη της δεκαετίας του ’80, είναι ότι ο «εκσυγχρονισμός» (που ως σύνθημα βρίσκεται στο στόχαστρο των αντιπάλων του σημερινού ΠαΣοΚ) αποτελούσε κύριο συστατικό του πολιτικού λόγου του ιδρυτή του κόμματος (βλ. σελ. 212 και 254). Ωστόσο, η βασική υπόθεση εργασίας του Πανταζόπουλου είναι ότι το ΠαΣοΚ της εποχής εκείνης ήταν ένα εθνικο-λαϊκιστικό κόμμα. Ηταν δηλαδή ένα κόμμα του οποίου οι όροι της πολιτικής επικοινωνίας με την κοινωνία (οι «εγκλήσεις» προς την κοινωνία που αναφέρει ο συγγραφέας, ακολουθώντας την ορολογία του Ernesto Laclau) ταλαντεύονταν ανάμεσα στον εθνοκεντρισμό και τον λαϊκισμό. Η άποψη ότι το ΠΑΣΟΚ είχε από την ίδρυσή του έντονα εθνικιστικά στοιχεία στον πολιτικό του λόγο είναι γνωστή. Ο Πανταζόπουλος όμως δείχνει πειστικά ότι τα πρώτα 15 χρόνια της ζωής του, το ΠΑΣΟΚ, παραμένοντας πάντοτε ένα δημοκρατικό κόμμα, είχε το έθνος, πολύ περισσότερο από τον σοσιαλισμό ή τη λαϊκή κυριαρχία, στο επίκεντρο της ιδεολογίας του. Μάλιστα κλειδί για τη λαϊκή απήχηση του κόμματος αυτού ήταν ότι αντέστρεψε τα προ-δικτατορικά δεδομένα: η αντιδεξιά πολιτική παράταξη πριν από τη δικτατορία θεωρούνταν από τη συντηρητική πολιτική τάξη όχι και τόσο πιστή στο έθνος. Ηταν δε στερημένη από μια κομματική έκφραση που θα εξέφραζε αυθεντικά τη δυναμική των αγώνων του 1965. Μετά την πτώση της δικτατορίας η παράταξη αυτή βρήκε επιτέλους κομματική έκφραση στο ΠΑΣΟΚ και έγινε εκλογικά ηγεμονική δύναμη γιατί είχε «εκ των προτέρων συμφιλιωθεί, ταυτισθεί με το έθνος». Χάρη στο ΠΑΣΟΚ, όσοι δεν ήσαν δεξιοί, δεν μπορούσαν πλέον να θεωρούνται λιγότερο πατριώτες από τους δεξιούς. Αυτή είναι πολύ σχηματικά η «αντιστροφή» που περιγράφει ο Πανταζόπουλος σε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες του βιβλίου (108-116, 178-187 και 306-311). Το επιχείρημα θα είχε ενισχυθεί αν ο συγγραφέας είχε περιλάβει στην ανάλυσή του και την εξέλιξη του λόγου του ΠΑΚ κατά την περίοδο της δικτατορίας. Είναι ένα μειονέκτημα της μελέτης που επισημαίνει ο ίδιος στον πρόλογό του.


Ενα άλλο πρόβλημα είναι ότι ο συγγραφέας δεν συνομιλεί ανοικτά με προγενέστερους αναλυτές του λόγου του ΠΑΣΟΚ, αν και γνωρίζει το έργο τους. Οι αναφορές του Πανταζόπουλου στη «διαιρετική τομή δεξιάς-αντιδεξιάς», που, όπως έχει δείξει ο Γεράσιμος Μοσχονάς, το ΠΑΣΟΚ επιβάλλει στο πολιτικό πεδίο μετά το 1974 ή στις «ρητορικές στρατηγικές του ΠΑΣΟΚ» του Γιάννη Παπαδόπουλου είναι τεκμηριωμένες αλλά πολύ υπαινικτικές. Ενα τελευταίο πρόβλημα του βιβλίου είναι η μετατόπιση των θεωρητικών φακών μέσα από τους οποίους ο συγγραφέας αντικρίζει κάθε φορά το υλικό του. Ενώ στην αρχή του βιβλίου υιοθετεί την έννοια του λαϊκισμού κατά τον Pierre-Andre Taguieff (πρώτο μέρος του βιβλίου), κατόπιν καταφεύγει στην έννοια του πολιτικού μύθου κατά τον Raoul Girardet (τρίτο μέρος), για να καταλήξει (στο τέταρτο μέρος) σε μια ενδιαφέρουσα εκδοχή της «κοινής παραδοχής», δηλαδή της στοιχειώδους κοσμοαντίληψης και του βασικού αξιακού συστήματος που επικρατούν σε μια κοινωνία, την οποία αντλεί από τόσο διαφορετικούς στοχαστές όσο ο Thomas Paine και ο Antonio Gramsci. Φυσικά τα παραπάνω δείχνουν το εύρος των θεωρητικών αναφορών που βρίσκει κανείς στο κείμενο του Πανταζόπουλου. Αλλωστε, όπως γράφει ο Γιώργος Πάσχος στον πρόλογο του βιβλίου, «το κείμενό του δεν αποστομώνει, δεν κλείνει κεφάλαια, δεν μεταμφιέζει τα κενά του. Αυτοεγκαταλείπεται στο διάλογο και στην κριτική, και αυτή είναι η μεγάλη αρετή του».


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από τις εκδόσεις Ποταμός μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Η κορυφή του πελατειακού κράτους».