Κατά τον Κ. Θ. Δημαρά η πρώτη πραγματική λογία που έχει να μνημονεύσει η ιστορία των γραμμάτων μας υπήρξε η Ευανθία, η εξ Ανδρου. La charmante Euanthie, σύμφωνα με τη γαλατική αβρότητα του Αμβρόσιου Φιρμίνου Διδότου, που έτυχε να τη γνωρίσει. Ποιος τη χάρη της «σοφής και ελλόγιμης» Ευανθίας, η επέτειος των 200 χρόνων από τη γέννησή της να εορτάζεται με ένα συμπόσιο. Ποιος τη χάρη όμως και της νεοελληνικής γραμματείας που ευτύχησε η πρώτη διανοούμενη, όπως θα την αποκαλούσαμε σήμερα, να συνδυάζει τα θέλγητρα της ωραιότητας και της παιδείας, κατά τη διαπίστωση, αυτή τη φορά, ενός Αλέξανδρου Σούτσου.


Τελικά, όλα τα σημαντικά δεν συμβαίνουν στο υδροκέφαλο κλεινόν άστυ, μόνο που αυτό ομφαλοσκοπούμενο παραγκωνίζει όσα γίνονται σε άλλα σημεία της χώρας. Και συμπόσιο διοργανώθηκε στην Ανδρο για την προσφορά στα νεοελληνικά γράμματα της Ευανθίας Καΐρη και τα Πρακτικά εκδόθηκαν, χωρίς τη συνήθη χρονοτριβή, στη σειρά «Ανδριακά Χρονικά» της Καΐρειου Βιβλιοθήκης, που ανέλαβε την όλη πρωτοβουλία. Αν και η ανάσυρση του έργου της χαρισματικής Ευανθίας έχει αρχίσει νωρίτερα με τους δύο τόμους της αλληλογραφίας της, που εντάσσονται στην ενδεκάτομη «Αλληλογραφία Θεόφιλου Καΐρη», για την οποία φρόντισε ο Δ. Ι. Πολέμης, ψυχή της Καΐρειου Βιβλιοθήκης και ενορχηστρωτής πλείστων όσων ανδριακών εκδόσεων. Μοναδικό ψεγάδι, αν βεβαίως δεν πρόκειται για ενάρετη συμπεριφορά, η αμέλεια προώθησής τους ως την Αθήνα.


Στα Πρακτικά δημοσιεύονται οι επτά συνολικά ανακοινώσεις, προσφέροντας επαρκείς ψηφίδες για τον βίο και το έργο της Ευανθίας. Μάλιστα, οι Σ. Ντενίση και Β. Πάτσιου, δραττόμενες της ευκαιρίας, σχολιάζουν εκτενέστερα τη γυναικεία λογιοσύνη στις αρχές του 19ου αιώνα. Ενώ ο Δ. Ι. Πολέμης, ανοίγοντας το συμπόσιο, σκιαγραφεί τα του βίου της μέσα στα κοινωνικά συμφραζόμενα της εποχής της, με έμφαση στην παρουσία του πρεσβύτερου κατά 15 χρόνια αδελφού της Θεόφιλου. Τον «σκολιό» δρόμο της Ευανθίας, οφειλόμενον εν πολλοίς στην αδελφική προσήλωση, υπογραμμίζει και η Αικ. Κουμαριανού. Κατά μία εκτίμηση η Ευανθία έζησε στερημένα, αδικώντας εαυτήν. Ωστόσο με τα δεδομένα εκείνου του καιρού εμείς θα λέγαμε ότι στάθηκε μάλλον τυχερή.


Αρχοντικής καταγωγής, γεννημένη στη Χώρα της Ανδρου, βρίσκεται μόλις επταετής στο Αϊβαλί, μαθήτρια στη Σχολή των Κυδωνιών, όπου δίδασκε ο αδελφός της Θεόφιλος. Ως πρώτη ένδειξη λογιοσύνης της Ευανθίας αναφέρεται η επιστολή της 2ας Αυγούστου 1814 προς Αδαμάντιον Κοραήν. Τα άψογα ελληνικά καθώς και η πνευματική ωριμότητα της δεκαπεντάχρονης επιστολογράφου αποδίδονται κυρίως στον αδελφό της, ωστόσο ας μη λησμονούμε πως η εν λόγω Σχολή, ολόκληρο τον 19ο αιώνα και ως τη Μικρασιατική Καταστροφή, έχει να επιδείξει επιφανείς δασκάλους και εξέχοντες μαθητές.



Με την καθοδήγηση του Κοραή και του αδελφού της η Ευανθία μεταφράζει από τα γαλλικά, ήδη το 1817, το Περί νεανίδων αγωγής του Φρ. Φενελόν, δύο χρόνια αργότερα το Εγκώμιο του Μάρκου Αυρηλίου του Αντ. Λεονάρδου Θωμά και το 1820 τυπώνεται το πρώτο βιβλίο της, η μετάφραση των Συμβουλών προς τη θυγατέρα μου του Ι. Ν. Βουίλλου. Οπως φαίνεται στο Αρχείο Καΐρη σώζονται από τα κατοπινά χρόνια μεταφράσεις της Ευανθίας γαλλικών μυθιστορημάτων, που παραμένουν ανέκδοτες παρά τις αποδεδειγμένες αφηγηματικές ικανότητές της.


Με την έκρηξη της Επανάστασης η Ευανθία επιστρέφει στην Ανδρο, ωστόσο το καλοκαίρι του 1824, ακολουθώντας την οικογένεια του αδελφού της Δημητρίου, εγκαθίσταται στη Σύρο για 15 συναπτά έτη. Το 1825 συντάσσει την «Επιστολή Ελληνίδων τινών προς τας Φιλελληνίδας», την οποία συνυπογράφουν 31 Ελληνίδες. Τέλος, το 1826 τυπώνεται στο Ναύπλιο το τρίπρακτο πατριωτικό δράμα «Νικήρατος», εμπνευσμένο από την Εξοδο του Μεσολογγίου· τις ιταλικές απηχήσεις του παρουσιάζει στο συμπόσιο η Μ. Περλορέντζου. Με αυτά τα καθόλου ευκαταφρόνητα καθίσταται η Ευανθία στη συνείδηση των μεταγενέστερων «μία από τας διαπρεπεστέρας γυναικείας μορφάς της αναγεννηθείσης Ελλάδος».


Παρά τις ικανότητές της η Ευανθία δεν έχει την ευκαιρία να ασκήσει το διδασκαλικό επάγγελμα. Το 1839 όταν επιστρέφει στην Ανδρο για να αναλάβει μια θέση στο Ορφανοτροφείο του Θεόφιλου, την προλαμβάνουν οι διώξεις εναντίον του. Ως τον θάνατό της, στις 8 Αυγούστου 1866, θα παραμείνει στην Ανδρο πληρώνοντας τον κατατρεγμό του Θεόφιλου, με οδύνη αλλά και με οικονομικές στερήσεις. Διά βίου αφοσιωμένη στον αδελφό της, κατά τον Κυρ. Ντελόπουλο που διαβάζει με ρομαντική διάθεση τις επιστολές της. Η ομιλία του παραπέμπει σε έναν πλατωνικό έρωτα, που απομύζησε τη δημιουργικότητά της και τελικά αφάνισε την περίφημη για την ωραιότητά της κόρη, την οποία αυθέντες και ηγεμόνες είχαν ζητήσει σε γάμο, αν πιστέψουμε μια νεότερή της λογία, τη Δώρα Δ’ Ιστρια ή αλλιώς Ελένη Γκίκα, και όσα αυτή ανιστορούσε στα παρισινά φιλολογικά σαλόνια της εποχής. Ωστόσο ο Α. Αγγέλου δεν φαντασιώνει μια αισθηματική συνάντηση της Ευανθίας με κάποιον προύχοντα, αλλά με τον 26χρονο, το φθινόπωρο του 1821, μακεδόνα αγωνιστή Νικόλαο Κασομούλη, εκπλήσσοντας υποθέτουμε για ακόμη μία φορά το ακροατήριό του. Ας όψεται η μακροχρόνια αφοσίωσή του στον Γ. Βλαχογιάννη, εκδότη των Ενθυμημάτων στρατιωτικών του Κασομούλη.


Μετά την παράθεση αυτών των στοιχείων επανερχόμαστε στην άποψή μας ότι ο βίος της Ευανθίας δεν ήταν και τόσο δυστυχής, έστω κι αν δεν πρωτοστάτησε σε κάποιο σαλόνι όπως οι φαναριώτισσες κοκόνες. Τουλάχιστον σε αυτή δεν επεβλήθηκε ένας γάμος, όπως στη συνομήλική της, «πρώτη ελληνίδα πεζογράφο», Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, που πολύ αμφιβάλλουμε αν εφέτος οι ζακύνθιοι συντοπίτες της τιμήσουν την επέτειο των 200 χρόνων από τη γέννησή της με ένα παρόμοιο συμπόσιο. Τέλος, της Ευανθίας δεν βρέθηκε κάποια απεικόνιση. Οπως φαίνεται, και ως προς αυτό στάθηκε ευτυχέστερη, αφού έτσι θάλλει περί αυτήν ­ πάντα εξωραϊστικός ­ ο μύθος.