Τον 17ο αιώνα στο βασίλειο του Σιάμ, τη σημερινή Ταϊλάνδη, φουντώνει ο ανταγωνισμός των αποικιακών δυνάμεων της Ευρώπης που επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους με εμπορικούς πράκτορες, ιεραποστόλους, διπλωμάτες και τυχοδιώκτες. Μετά τους Μουσουλμάνους και τους Πορτογάλους που δέσποζαν ως τότε στο εμπόριο της χώρας, δραστηριοποιούνται Αγγλοι, Γάλλοι και Ολλανδοί με τις δικές τους εταιρείες και τα δικά τους συμφέροντα, φυσικά αντιμαχόμενα. Στο παλάτι του βασιλιά του Σιάμ Ναράι, μέσα σε ένα περιβάλλον εξωτικό γεμάτο σκλάβους, υπουργούς και κατασκόπους, γρήγορα αποκτάει την εμπιστοσύνη του βασιλιά και φθάνει να χειρίζεται σημαντικές υποθέσεις και τέλος να διοριστεί πρωθυπουργός της χώρας ένας Κεφαλλονίτης: ο Κωνσταντίνος Γεράκης. Η φήμη του είναι μεγάλη στον χώρο του εμπορίου, ενώ εκδηλώνει ενδιαφέρον και για τον προσηλυτισμό στον χριστιανισμό του ντόπιου πληθυσμού, αλλά και την προώθηση γαλλικών συμφερόντων. Οι ισορροπίες διαταράσσονται και γρήγορα ενορχηστρώνεται η αντίδραση των άλλων αποικιακών δυνάμεων και φυσικά των μανδαρίνων του βασιλιά που βλέπουν τον ξένο να τους υποσκελίζει. Η εξέγερση κατά του καθεστώτος το 1688 έχει ως αποτέλεσμα την ποθητή ανατροπή του Γεράκη. Μάταια τον βασανίζουν για να τους αποκαλύψει πού έχει κρύψει την περιουσία του. Οδηγείται τελικά στον δήμιο. Ο Γεράκης, που ξεκίνησε από το μηδέν και κατέκτησε πλούτη, γυναίκες και εξουσία, ήταν μόλις 41 χρόνων.



Η περίπτωση του Κωνσταντίνου Γεράκη απασχόλησε στο πρόσφατο παρελθόν και έναν έλληνα συγγραφέα, τον πρέσβη επί τιμή Γεώργιο Σιώρη, ο οποίος έγραψε το βιβλίο Γεράκης. Ο έλληνας πρωτοσύμβουλος στην αυλή του Σιάμ που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Εστία το 1993. Το βιβλίο εκείνο, παρ’ ότι παρουσίαζε πλούσιο υλικό από ξένα έργα για την ιστορία του Σιάμ, συνολική εκτίμηση καθώς και απόψεις άλλων συγγραφέων για τον Γεράκη, άφηνε κενά όσον αφορά τα περιστατικά και τις ενέργειες του ανθρώπου που ξεκίνησε από την Κεφαλλονιά για να καταλήξει να ελέγχει πλήρως μια εξωτική χώρα γεμάτη φατρίες. Από αυτή την άποψη, η συγγραφέας Κλερ Κιφ-Φοξ όχι μόνο συναρμολόγησε τα κομμάτια της ιστορίας από την αρχή ως το τέλος, αλλά συμπλήρωσε τα κενά των αρχείων και έδωσε ονόματα σε σκλάβους, υπηρέτες ή παλλακίδες, πρόσωπα ασήμαντα, όπως γράφει, που δεν τα αναφέρει η ιστορία αλλά διαδραμάτισαν κάποιον ρόλο στη μεγάλη αυτή πολύχρωμη νωπογραφία που ήταν το Σιάμ στο τέλος του 17ου αιώνα.


Η εξιστόρηση της Κιφ-Φοξ ξεκινάει από το Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς, αποικίας της Δημοκρατίας της Βενετίας τότε, όπου ο δωδεκάχρονος Κωνσταντίνος, παιδί παραμελημένο από την οικογένειά του, συνάντησε τον πλοίαρχο Χάουαρντ, κυβερνήτη ενός αγγλικού εμπορικού πλοίου, και του ζήτησε να τον πάρει μαζί του σαν μούτσο στο πλοίο. Ο πλοίαρχος Χάουαρντ θα του μάθει τα πάντα, αγγλικά και αριθμητική, να διαβάζει τους χάρτες, να χρησιμοποιεί την πυξίδα, να κρατάει τα βιβλία του πλοίου. Κοντά στους πορτογάλους ναυτικούς ο Κωνσταντίνος θα μάθει τη γλώσσα τους, που θα του χρειαστεί πολλές φορές αργότερα στις πορτογαλικές παροικίες της Ανατολής. Στο Λονδίνο, όπου θα φθάσει με τον πλοίαρχο Χάουαρντ, θα καταφέρει να προσληφθεί στην Αγγλική Εταιρεία των Αγγλικών Ινδιών και θα αφήσει για πάντα τον περιορισμένο ορίζοντα της Μεσογείου. Στο Μαντράς της Ινδίας θα αντιληφθεί τις ευκαιρίες της Ανατολής, αλλά στο Μπαντάμ, ένα νησί της Ιάβας που ανήκε στους Ολλανδούς, θα του δοθεί η ευκαιρία να ξεκινήσει νέα πορεία γεμάτη εξαιρετικά ριψοκίνδυνες αποστολές. Οπου φθάνει ο Κωνσταντίνος μαθαίνει τη γλώσσα των ντόπιων.


Μια πειρατική σχεδόν επιχείρηση που κατέληξε σε ναυάγιο τον καθιστά γνώστη τού γεγονότος ότι ο σουλτάνος της Σινγκόρας θέλει να κηρύξει πόλεμο στο Στέμμα του Σιάμ χωρίς πραγματικά να διαθέτει την πυρίτιδα που ισχυρίζεται ότι έχει. Η επόμενη κίνηση του Γεράκη είναι να ειδοποιήσει τον βασιλιά του Σιάμ στη χρυσή Αγιούντια, την πόλη με το παλάτι, το «στρατόπεδο των Γιαπωνέζων», το χωριό των Πορτογάλων και τις άλλες συνοικίες των ξένων. Σε αυτό το περιβάλλον της ασιατικής μεγαλούπολης με το διεθνές μωσαϊκό θα παιχθούν οι υπόλοιπες πράξεις του δράματος με σκηνές πολιτικού, εμπορικού, θρησκευτικού και, ουχ ήττον, ερωτικού ανταγωνισμού. Μαζί με τον Κωνσταντίνο Γεράκη ξαναζεί ένα πλήθος πρωταγωνιστών και κομπάρσων της εποχής.