Το Λευκό χαμόγελο σε μαύρο φόντο, το πρώτο μυθιστόρημα της αγγλίδας συγγραφέως Ζέιντι Σμιθ, δεν διαθέτει κανένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός πρωτολείου: δεν είναι ένα ακόμη σύντομο, ημι-αυτοβιογραφικό και περιορισμένο θεματολογικά μυθιστόρημα. Στις πεντακόσιες και πλέον σελίδες του επιχειρείται η χαρτογράφηση του μητροπολιτικού Λονδίνου, με την πρωτεύουσα της πρώην αποικιοκρατικής Αγγλίας να ζωντανεύει μέσα από τη γλωσσική, θρησκευτική και πολιτισμική ετερογένεια, μέσα από την αφηγητική πολυφωνία των μεταναστών εποίκων, οι οποίοι ­ στην αδιάκοπη αναζήτηση της ταυτότητάς τους ­ παράγουν άλλοτε ιστορίες διαφορετικότητας και άλλοτε ιστορίες ενσωμάτωσης. Χάρη σε αυτήν τη μεταμοντέρνα, μετααποικιοκρατική θεώρηση της ταυτότητας, η μυθιστοριογραφία της Σμιθ ομοιάζει με αυτήν του Σαλμάν Ρουσντί, ενώ, λόγω της μυθοπλαστικής πληθωρικότητας και της εμφατικής αναπαράστασης των κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών, η Σμιθ συγκρίνεται με τον Κάρολο Ντίκενς. Επιπλέον, η κριτική και εμπορική απήχηση του βιβλίου σε συνδυασμό με τη νεαρή ηλικία της συγγραφέως συνδέουν το όνομά της με αυτό της Μαίρης Σέλλεϋ και την επιτυχία του Φράνκενσταϊν.


Κεντρική θέση στην αφήγηση κατέχει η φιλία δύο αντρών που γεννιέται μέσα στην κατακερματισμένη Ευρώπη του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου: ο Αρτσι Τζόουνς είναι λευκός και ανήκει στην εργατική τάξη. Μετά από ένα διαζύγιο και μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας παντρεύεται την Τζαμαϊκανή και κατά 20 χρόνια νεότερή του Κλάρα. Ο Σαμάντ Ικμπάλ από το Μπανγκλαντές είναι σερβιτόρος και παντρεμένος με την επίσης νεότερή του Αλσάνα. Καθώς τα παιδιά των δύο οικογενειών μεγαλώνουν ­ ο Αρτσι αποκτά την Αϊρι ενώ ο Σαμάντ τους δίδυμους Ματζίντ και Μιλάτ ­ η ζωή όλων περιπλέκεται και οι ήρωες καλούνται να τοποθετηθούν απέναντι στις μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που συντελούνται στην Αγγλία από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα ως σήμερα.



Ετσι, ο Σαμάντ, ένας φανατικός μουσουλμάνος και ένθερμος υποστηρικτής της φυλετικής διαφοροποίησης έστω και όταν αυτή συνεπάγεται κοινωνική απομόνωση και περιθωριοποίηση, αδιάκοπα ανησυχεί για την ανατροφή των δύο γιων του. Αντιδρώντας στην προοπτική της άνευ όρων ενσωμάτωσής τους στον αγγλικό τρόπο ζωής, κρατά τον έναν από τους δύο γιους του στο Λονδίνο, ενώ στέλνει διά της βίας τον άλλο πίσω στην «πατρίδα», ώστε να ανατραφεί σύμφωνα με την προγονική παράδοση. Γιατί για τον Σαμάντ «η παράδοση ήταν ο πολιτισμός και ο πολιτισμός οδηγούσε σε ρίζες και αυτές ήταν καλές, αμόλυντες αρχές». Το αποτέλεσμα όμως του παιδαγωγικού αυτού πειράματος διαψεύδει τις προσδοκίες του Σαμάντ. Οι γιοι του διαμορφώνουν προσωπικότητες αντιστρόφως ανάλογες προς τις αναμενόμενες. Ο μεν Ματζίντ απαρνιέται την προγονική παράδοση και ασπάζεται καθετί το εκσυγχρονιστικό, ο δε Μιλάτ αποστρέφεται την «παρακμιακή» αγγλική κουλτούρα και γίνεται οπαδός του κινήματος «Αήττητοι Φρουροί του Αιώνιου Λαού του Ουράνιου Ισλάμ» (με την ειρωνική ακροστιχίδα ΑΦΑΛΟΙ). Συντριμμένος ο Σαμάντ αναρωτιέται: «Δεν καταλαβαίνω τι δεν έκανα σωστά. Αυτός που στέλνω στην πατρίδα βγαίνει Εγγλέζος Εγγλεζότατος, δικηγόρος με άσπρο κουστούμι και εκείνη την ηλίθια περούκα. Αυτός που κρατάω εδώ γίνεται φονταμενταλιστής τρομοκράτης. Μου φαίνεται σα να υπογράφεις μια συμφωνία με το διάβολο όταν έρχεσαι σ’ αυτή τη χώρα. Δίνεις το διαβατήριό σου στον έλεγχο, σου το σφραγίζουν, θέλεις να βγάλεις μερικά λεφτά, να ξεκινήσεις… αλλά σκοπεύεις να γυρίσεις! Ποιος θα ήθελε να μείνει; Σ’ ένα μέρος όπου ποτέ δεν είσαι ευπρόσδεκτος, απλώς σε ανέχονται. Και ξαφνικά δεν είσαι κατάλληλος για να γυρίσεις, τα παιδιά σου είναι αγνώριστα, δεν ανήκεις πουθενά».


Ωστόσο το μυθιστόρημα δεν επικεντρώνεται στην οικογένεια του Σαμάντ. Παρόμοιος προβληματισμός γύρω από τους παράγοντες που διαμορφώνουν και καθορίζουν το υποκείμενο αναπτύσσεται σε σχέση με όλους τους κύριους χαρακτήρες. Ούτε περιορίζεται σε υβριδικές ταυτότητες ή έγχρωμες μεταναστευτικές ομάδες. Οι Τσάλφενς αντιπροσωπεύουν τη βρετανική επιστημονική ελίτ: Τρέφουν βαθιά περιφρόνηση σε κάθε είδους αναχρονιστικό τρόπο σκέψης που επιβραδύνει την επιστημονική ανάπτυξη, ενώ θεωρούν εαυτούς ως τους ολίγους πεφωτισμένους εκλεκτούς, ικανούς να «τελειοποιήσουν» το ανθρώπινο είδος μέσω της ευγονικής. Ο πρωτότοκος γιος τους όμως γίνεται ο πιο δεινός επικριτής τους καθώς εμπλέκεται σε ένα φιλοζωικό κίνημα με την επωνυμία «Τέρμα στην Εκμετάλλευση των Ζώων» (με την επίσης ειρωνική ακροστιχίδα ΤΕΖΑ) και αναλαμβάνει «μαχητική» δράση εναντίον του πατέρα του. Μέσα από την πανοραμική αυτή προοπτική που προσφέρει η Σμιθ διαφαίνονται οι σχέσεις υποκειμένου και κοινωνικών μετασχηματισμών αλλά δεν επιχειρείται μια ολιστική ερμηνευτική ανάγνωση, όπως άλλωστε εγκαταλείπεται η αντίληψη περί ενιαίας και αυτόνομης ταυτότητας ή κοινωνικής και πολιτιστικής ομοιογένειας. Παρά το γεγονός ότι η εξορία ως κατάσταση πραγματική αλλά και μεταφορική τείνει να γίνει κοινός τόπος για ένα μεγάλο μέρος των πολιτών πολυπολιτισμικών κοινωνιών, εν τούτοις η Ζέιντι Σμιθ διά στόματος της ηρωίδας της, Αϊρι, φαίνεται να μην ενδίδει στις πεσιμιστικές προβλέψεις των ειδικών αλλά να οραματίζεται «μια εποχή όχι και πολύ μακρινή, που οι ρίζες δε θα έχουν πια νόημα, γιατί δεν μπορούν, γιατί δεν πρέπει, γιατί είναι πολύ μακριές και είναι πολύ δαιδαλώδεις και είναι θαμμένες πολύ βαθιά. Περιμένει με λαχτάρα αυτή την εποχή».


Η κυρία Ντόρα Τσιμπούκη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.