Το βιβλίο Βυζαντινή ζωγραφική, Η βυζαντινή κοινωνία και οι εικόνες της, της Ναυσικάς Πανσελήνου, δεν είναι μία ακόμη ιστορία βυζαντινής τέχνης. Είναι ένα βιβλίο παιδαγωγικό που αποσκοπεί και κατορθώνει να μυήσει τον αναγνώστη στον κόσμο του Βυζαντίου και της τέχνης του. Η Ναυσικά Πανσελήνου, καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, σπούδασε τη βυζαντινή ιστορία και τέχνη πλάι σε μεγάλους δασκάλους, από τον Διονύσιο Ζακυθηνό και τον Αναστάσιο Ορλάνδο ως τον Αντρέ Γκραμπάρ στο Παρίσι, που διηύθυνε και το διδακτορικό της δίπλωμα. Ισως όμως το πιο μεγάλο σχολείο για όσους διδάσκουν σε μια καλλιτεχνική σχολή είναι ο ίδιος ο ορίζοντας προσδοκίας των φοιτητών. Η ποιητική και η αισθητική των έργων κατέχουν πρωτεύουσα θέση στον προβληματισμό των νέων δημιουργών και υποχρεώνουν τον δάσκαλο να δώσει ιδιαίτερη έμφαση σ’ αυτά τα κεφάλαια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η βυζαντινή τέχνη αντιμετωπίζεται στο βιβλίο της Ναυσικάς Πανσελήνου ως αυτόνομο αισθητικό φαινόμενο, όπως έχουν την τάση να το βλέπουν οι σύγχρονοι καλλιτέχνες. Το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, οι συνθήκες που ευνόησαν την ανάπτυξη της τέχνης, ο ρόλος που διαδραμάτιζε σε κάθε περίοδο, πολιτικός και δογματικός, αναλύονται με γνώση, απλότητα και με σύγχρονη τεχνοϊστορική μεθοδολογία.


Το βιβλίο της Ναυσικάς Πανσελήνου καλύπτει όλες τις μορφές της βυζαντινής ζωγραφικής, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, φορητές εικόνες και μικρογραφίες χειρογράφων. Στην εισαγωγή, η συγγραφέας αναφέρεται στη γένεση του βυζαντινού πολιτισμού μέσα από τον συγκερασμό στοιχείων που προήλθαν από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, τη χριστιανική θρησκεία και τις παραδόσεις της Ανατολής. Στη συνέχεια αναλύονται η μορφολογία και η αισθητική της πρωτοχριστιανικής τέχνης, που αποδεσμεύεται από τα ρωμαϊκά πρότυπα τον 6ο αιώνα, για να αποκτήσει τη βυζαντινή της ταυτότητα στα έξοχα ψηφιδωτά του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας στον Αγιο Βιτάλιο της Ραβέννας.



Παρ’ όλα αυτά, τα κλασικά χαρακτηριστικά δεν εξαφανίζονται ολοσχερώς, όπως σημειώνει η συγγραφέας. Σε όλη την πορεία της βυζαντινής τέχνης ακολουθούνται δύο διακριτές τάσεις: μία κλασική που επιζητεί την ομορφιά και αντλεί τα πρότυπά της από την ελληνορωμαϊκή τέχνη, όπως στα περίφημα ψηφιδωτά της Μονής Δαφνίου τον 11ο αιώνα ή στα παλαιολόγεια μνημεία του 13ου και 14ου αιώνα. Οταν επικρατεί αυτή η τάση πραγματοποιούνται οι λεγόμενες «αναγεννήσεις». Η δεύτερη, πνευματικότερη και εξπρεσιονιστική, απομακρύνεται συνειδητά από την κλασική παράδοση, όπως στα αφαιρετικά ψηφιδωτά του Οσιου Λουκά κ.ά. Πάντοτε όμως η επαφή με την αρχαιότητα είχε συγκεκριμένα όρια, που δεν ξεπεράστηκαν ποτέ από τη συντηρητική βυζαντινή νοοτροπία. Η μίμηση περιορίστηκε μάλλον σε επιφανειακά στοιχεία, τα οποία ενσωματώθηκαν σε μια δομή που παρέμεινε ουσιαστικά βυζαντινή.


Σε πολλές περιπτώσεις αξιοποιούνται από τη συγγραφέα γραπτές βυζαντινές πηγές. Οι πηγές αυτές μάς δίνουν διαφωτιστικές πληροφορίες για τη λειτουργία της χορηγίας ως μέσου άφεσης αμαρτιών και εξασφάλισης μιας θέσης στον Παράδεισο. Επιφανή πρόσωπα, όπως αυτοκράτορες και επίσκοποι, αλλά και απλοί καθημερινοί άνθρωποι γίνονται χορηγοί με εξιλαστήριο σκοπό. Παράλληλα εξετάζεται και ο τρόπος απεικόνισης του δωρητή, δηλαδή το βυζαντινό πορτρέτο, καθώς και τα θέματα που σχετίζονται με τη θέση του καλλιτέχνη στη βυζαντινή κοινωνία.


Παρ’ όλο που πιστεύεται ότι η βυζαντινή τέχνη παραμένει αναλλοίωτη στη χιλιόχρονη σχεδόν πορεία της, η ανθρώπινη μορφή, που αποτελεί το κέντρο βάρους στη σύνθεση του βυζαντινού έργου, μεταβάλλεται υπό την επίδραση πολιτικοκοινωνικών συνθηκών και ιδεολογικών ρευμάτων. Τις μεταβολές αυτές τις παρακολουθούμε μέσα από τα κεφάλαια του βιβλίου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το Επίμετρο όπου αναλύονται ο χώρος, η σύνθεση, το φως και το χρώμα της βυζαντινής τέχνης. Η σύντομη περιγραφή τεχνικών και υλικών και η πλούσια εικονογράφηση συμπληρώνουν αυτό το εγχειρίδιο που μας θυμίζει αδιάκοπα ότι το αρχικό του κοινό ήταν νέοι καλλιτέχνες.


Το βιβλίο, πέρα από την επιστημονική του επάρκεια, έχει μια ακαταμάχητη αρετή: τον απλό, άμεσο και γοητευτικό του λόγο, ασφαλές διαβατήριο για κάθε αναγνωστικό κοινό. Πρόκειται για ένα έργο που πλουτίζει τη φτωχή ελληνική βιβλιογραφία σ’ αυτόν τον τομέα και μας ανοίγει τις πύλες για να διεισδύσουμε στον οικείο και μαζί απρόσιτο και μυστηριώδη κόσμο του Βυζαντίου.


Η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα είναι καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στην ΑΣΚΤ και διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης.