Είδα πρόσφατα στο Παρίσι, στη Villette, την έκθεση «Επιθυμία για Μάθηση». Μια διεπιστημονική προσέγγιση δείχνει ότι μάθηση δεν σημαίνει απλώς απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων, αλλά αποσταθεροποίηση, ανατροπή των βεβαιοτήτων, δημιουργία, φαντασία, πειραματισμός, εξερεύνηση, παιχνίδι, απόλαυση, συνεργασία, αυτοαξιολόγηση. Δείχνει επίσης ότι το σχολείο οφείλει να συνυπολογίζει και να καλλιεργεί τις συναισθηματικές και ευρύτερα ψυχικές διαστάσεις της μάθησης επιτυγχάνοντας μια γνωστική και συναισθηματική απαρτίωση, αλλά και ότι το σημερινό σχολείο απέχει πολύ από το να πλάθει σκεπτόμενα, δημιουργικά, αυτόνομα, συνεργατικά παιδιά που μπορούν να συν-κατασκευάζουν τη γνώση.


Περιδιαβάζοντας την έκθεση μου ήρθε στον νου το βιβλίο του ψυχιάτρου-ψυχαναλυτή Νίκου Σιδέρη Και όμως μιλάνε…, που είχα διαβάσει πρόσφατα. Ο Σιδέρης δεν αναπτύσσει μόνο προβληματισμούς για το πώς το σχολείο θα όφειλε να φτιάξει κριτικά και δημιουργικά παιδιά. Κάνει τον προβληματισμό του πράξη. Μπήκε στη σχολική τάξη και «δίδαξε» για δέκα χρόνια ένα μάθημα που καλλιεργούσε την κριτική σκέψη, τη δημιουργικότητα, τη φαντασία και την αυτογνωσία. Μάθημα που οι μαθητές επέλεγαν από ενδιαφέρον, χωρίς το φάσμα της βαθμολογίας και της επίδοσης. Ηταν μια εισαγωγή στις επιστήμες του ψυχισμού (ψυχολογία, ψυχανάλυση, ψυχιατρική), απευθυνόμενη σε μαθητές και μαθήτριες της Α’ και Β’ τάξης Λυκείου του Κολεγίου Αθηνών. Ο Σιδέρης έπλασε ένα μοντέλο διδακτικής σχέσης βασισμένο στην προσωπική επένδυση του μαθήματος και της σχέσης διδαχής και μαθητείας από τον διδάσκοντα και τους διδασκόμενους, στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και αποδοχή, στην απόλυτη ελευθερία έκφρασης, στην αυστηρή τήρηση των κανόνων του παιχνιδιού οι οποίοι διασφαλίζουν την ίδια την απόλαυση του παιχνιδιού, στη ρητή διατύπωση του στόχου και στη διαλεκτική και εποπτική μεθοδολογία διεξαγωγής του μαθήματος. Ο διδάσκων βοηθά τους διδασκόμενους στην αναζήτηση της γνώσης και της αλήθειας, λιγότερο με πληροφορίες που παρέχει και κυρίως με τις επιφυλάξεις και αντιρρήσεις του σε όσα λένε οι μαθητές του, καθώς συλλογίζονται φωναχτά, διαλογικά και συλλογικά γύρω από ένα ορισμένο ζήτημα.


Την εμπειρία του ο Σιδέρης τη χρησιμοποίησε δημιουργικά. Την έκανε βιβλίο όπου περιέχονται κείμενα και σχέδια των μαθητών, ως απαντήσεις, σχόλια ή καταγραφή σκέψεων και συναισθημάτων που τους γεννούσαν ερεθίσματα όπως ένα ποίημα, μια ταινία, ένα λογοτεχνικό απόσπασμα ή μια είδηση. Τα κείμενα και τα σχέδια των μαθητών ακολουθούνται από σχόλια του συγγραφέα.


Το βιβλίο αναιρεί το στερεότυπο «οι έφηβοι δεν μιλάνε γιατί δεν έχουν τίποτε να πουν». Αποκαλύπτει ότι οι έφηβοι όταν μιλάνε αληθινά ανοίγονται στην ποιητική πλευρά του κόσμου και του λόγου. Για να εκφραστούν όμως ουσιαστικά χρειάζεται να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στον λόγο, στο ότι έχουν πράγματα να πουν και στο ότι ο λόγος μπορεί να εκφράσει πλάσματα της φαντασίας, εμπειρίες του σώματος, μαρτυρίες των αισθήσεων· εμπιστοσύνη στον συνομιλητή ότι δεν θα επωφεληθεί από το τι θα πουν για να τους επικρίνει, απορρίψει ή εκμεταλλευθεί· εμπιστοσύνη στη δημιουργικότητα του λόγου, στην ικανότητά του να πλάθει, μαζί με τη φαντασία, κόσμους όπου η αλήθεια και η απόλαυση πάνε μαζί. Την καλλιέργεια αυτής της εμπιστοσύνης επεδίωξε ο συγγραφέας με την παρέμβασή του στη σχολική τάξη και φαίνεται, από αυτά που παρατίθενται στο γοητευτικό βιβλίο, ότι την πέτυχε.



Το βιβλίο οργανώνεται γύρω από τέσσερα βασικά δίπολα: αλήθεια/ψέμα, ψυχική πραγματικότητα/εξωτερική πραγματικότητα, ταυτότητα/ετερότητα, ελευθερία/αναγκαιότητα. Τα ερεθίσματα είναι πολυσχιδή και προκλητικά. Συμπεριλαμβάνουν το καβαφικό «Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς», την παρακολούθηση της επιλογής ηθοποιών για μια ταινία, μαρτυρίες για το προσωπικό βίωμα του άγχους, την ταινία «All that jazz», τη ζωή του Μπουνιουέλ και πολλά άλλα. Αφορμές για ταξίδια της σκέψης, των συναισθημάτων, της γραφής στον χώρο του συναρπαστικού, οικείου και παράξενου, ανησυχητικού και μαγικού κόσμου των σχέσεων ψυχής και πραγματικότητας, σημαινόντων και γεγονότων, φαντασίας και ελευθερίας, δυσβάσταχτης αλήθειας και αναπόφευκτου ψέματος.


Τα κείμενα των παιδιών, αυθόρμητα, διόλου κατευθυνόμενα ή προετοιμασμένα, παρατίθενται αυτούσια. Ο λόγος τους είναι ποιητικός, διορατικός, πλούσιος, εύστοχος, γεμάτος αποχρώσεις, αληθινός.


«Το όνειρο του Τσουάνγκ Τσου (κινεζικός φιλοσοφικός απόλογος) με έκανε να σκεφτώ» γράφει μια έφηβος «ότι ο κόσμος και καθετί που συμβαίνει και υπάρχει στον κόσμο δεν έχει μια σημασία, μια ερμηνεία ή μια εξήγηση. Αυτό που κυριαρχεί στον κόσμο μας είναι η ποικιλία και η πολυσημία(…), πάντα θα υπάρχει κάτι άλλο, ένας άλλος τρόπος για να δούμε τα πράγματα, που προσθέτει κάτι, αλλάζοντας τελείως την αρχική σημασία και τη δική μας αντίληψη(…), τα όρια πραγματικού και φανταστικού κόσμου είναι πολύ δύσκολο να διακριθούν και συχνά τα διαπερνούμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε(…), στα όνειρά μας οι δύο αυτοί κόσμοι αναμειγνύονται…». Ενας άλλος προσθέτει: «Η πραγματικότητα των ονείρων καταπραΰνει τον πόνο από τις ελλείψεις της πραγματικότητας». Και μια άλλη: «Ολα αυτά τα πραγματικά αισθήματα αναπτύσσονται σε έναν τελείως φανταστικό κόσμο». Ο λόγος αυτός εικονογραφεί σαγηνευτικά το ανεπαισθήτως διαπερατό όριο μεταξύ ψυχικής και υλικής πραγματικότητας. Και ο δάσκαλος, ανοίγοντας το παράθυρο της τέχνης ως παραμυθία και γεφύρωση των δύο κόσμων, σχολιάζει: «Αυτή δεν είναι η λογική, η ουσία και η αναγκαιότητα της τέχνης; Το ότι δηλαδή κάποια πραγματικά στοιχεία της ζωής, ιδίως κάποια στοιχεία ψυχικής πραγματικότητας, δεν χωράνε στην υλική πραγματικότητα, αλλά, επειδή είναι τόσο ουσιώδη, οδηγούν αναγκαία στην κατασκευή μιας φανταστικής πραγματικότητας, όπου και αναπτύσσονται; Η τέχνη είναι η απόδειξη του ότι η πραγματικότητα, από μόνη της, δεν αρκεί στην ψυχή».


Οι έφηβοι λοιπόν μιλάνε με ορμή, σύνεση, ευαισθησία και εκφράζουν πράγματα σπουδαία, προσωπικά, δικά τους. Αρκεί να βρεθούν σε συνθήκες κατάλληλες, σε πρόσφορο πλαίσιο, που προσδίδει αξία και νόημα στη σκέψη, στα αισθήματα, στην έκφραση και στον λόγο.


Το μυαλό μου ξανατρέχει στη γαλλική έκθεση και στην επιθυμία για μάθηση. Ποιο σχολείο θα καλλιεργήσει μια επιθυμία για μάθηση όπου ο μαθητής θα αποδέχεται την πρόκληση της αναζήτησης, θα αφήνεται στον ίλιγγο της φαντασίας, στη συγκίνηση της σκέψης, στην ευχαρίστηση της έκφρασης; Ποιο σχολείο θα οικοδομήσει μια σχέση μαθητή-δασκάλου με όρους ενός έρωτα κοινού για την αλήθεια, τη γνώση και την καλή την τέχνη; Πρόκειται για μια «σχολή ονείρων», όπως αναρωτιέται ο Σιδέρης; Είναι υπερβολή; Πλάσμα της φαντασίας; Ουτοπία; Η δεκάχρονη όμως εμπειρία του στη σχολική τάξη του έδειξε, όπως δείχνει και σε μας τους αναγνώστες, ότι γίνεται.


Η κυρία Θάλεια Δραγώνα είναι καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.