Σατιρικό αστυνομικό μυθιστόρημα, το πρώτο βιβλίο της Μαρίας Χατζημπαγιαντέρη είχε μια εκκίνηση ανάλογα παρωδιακή με το περιεχόμενό του: βγήκε από το βιβλιοδετείο την τελευταία μέρα του 2000 και διεκδικεί την προσοχή μας κατόπιν εορτής.


Ο αφηγηματικός ιστός του κειμένου ξετυλίγεται μεθοδικά με τη συγχρονική αφήγηση των γεγονότων που έπονται μιας διπλής ανθρωποκτονίας και την αναδρομική των περιστατικών και καταστάσεων που οδηγούν σ’ αυτήν και εκτείνονται στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70. Συγχρονικοί τόποι το χωριό της Χαλκιδικής κοντά στο Ποσείδι και η Θεσσαλονίκη, αναδρομικοί η Αλεξανδρούπολη, η Αιδηψός και η Αθήνα. Το γηραιό ζεύγος Μπρίχνερ, Γερμανοί με μακροχρόνιους δεσμούς με την Ελλάδα και μόνιμοι κάτοικοι της (φανταστικής) Αβύδου Χαλκιδικής, βρίσκεται δολοφονημένο στο σπίτι του, λίγα χιλιόμετρα από το Ποσείδι. Η τοπική Αστυνομία αναλαμβάνει την υπόθεση, με σχεδόν ταυτόχρονη εμπλοκή της ανώτερης αρχής από τη Θεσσαλονίκη, λόγω της διπλωματικής ιδιότητας του Μπρίχνερ και του συνεπαγόμενου ελληνικού και γερμανικού ενδιαφέροντος σε κυβερνητικό επίπεδο. Η Μάχη, στενή φίλη της Μπρίχνερ, σπεύδει για να φροντίσει τα κατάλοιπα του ζεύγους και να πάρει μαζί της την άσπρη γάτα τους, προδήλως τον μόνο αυτόπτη μάρτυρα της δολοφονίας. Η ανάμνηση παλαιών βιωμάτων, καταστάσεων και περιστατικών, προοδευτικά αποκαλύπτει στη Μάχη ότι ο φόνος δεν είναι δουλειά των «συνήθων υπόπτων» Αλβανών με σκοπό τη ληστεία, όπως αρχικά νομίζει η Αστυνομία, αλλά κορύφωση καταστάσεων που προκάλεσε το ίδιο το ζεύγος κατά τη μακροχρόνια παραμονή του στην Ελλάδα. Στις καταστάσεις αυτές η Μάχη ανακαλύπτει ότι εμπλέκονται άνθρωποι του συγγενικού της περιβάλλοντος. Ενας έξυπνος αστυνομικός του τοπικού τμήματος, ο Γιάννης, αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει μετά τις πρώτες επιχειρήσεις εντοπισμού των υπόπτων Αλβανών και κατορθώνει με εύστοχους ψυχολογικούς χειρισμούς της ηρωίδας και τη βοήθεια ενός «εξωτερικού συνεργάτη», όπως αποκαλείται ο ντετέκτιβ της ιστορίας, να φτάσει στην αποκάλυψη της αλήθειας. Πρόκειται για μια πυκνά δομημένη πλοκή που ενώ οικοδομείται στον τύπο του κλασικού αστυνομικού μυθιστορήματος έχει προεκτάσεις στον χώρο τόσο της χυμώδους ηθογραφίας όσο και του αστικού δράματος. Στην ουσία η αστυνομική πλοκή, άμεμπτη ειδολογικά, είναι μόνο το πρώτο επίπεδο του έργου, η πρόφαση στην οποία υπόκειται ένας κοινωνιολογικού χαρακτήρα σχολιασμός.



Οι χαρακτήρες σχεδιάζονται στην αντιηρωική κλίμακα του καθημερινού, όλοι, από τη Μάχη ως τον αστυνομικό Γιάννη, ενώ με σαφώς παρωδιακό σχήμα δίνονται ο «ντετέκτιβ» και ο προϊστάμενος του τοπικού αστυνομικού τμήματος. Με εξαιρετικό χιούμορ παρουσιάζονται κωμικές καταστάσεις σε συνάρτηση με τη γραφειοκρατική νοοτροπία, τις συμπαθητικά ανθρώπινες και προβλέψιμες αντιδράσεις των αστυνομικών, την υπαλληλική τους μιζέρια, τα επαγγελματικά και ιδιωτικά τους άγχη, τις περιορισμένες τους δυνατότητες. Η εμπλοκή των προσώπων στις αναδρομές που προοδευτικά τα αναδεικνύει σε παράγοντες ενός δράματος με κατάληξη τον φόνο δεν γίνεται εν κενώ, σύμφωνα με τα κρατούντα στην τυπολογία του αστυνομικού μυθιστορήματος. Αντίθετα οι καταστάσεις της μεταπολεμικής κοινωνίας στην Ελλάδα δημιουργούν ένα πλούσιο φόντο, μεστό και συγκινητικά ταυτίσιμο με την πραγματικότητα, χωρίς συναισθηματική ρητορεία.


Η γλώσσα είναι αβίαστα ρέουσα με έναν ελεγχόμενο εκλεκτικισμό καθαρευουσιάνικων στοιχείων τα οποία άλλοτε ανακαλούν την πρόζα υπηρεσιακών «αναφορών» μιας παλαιότερης εποχής (εκείνης των αναδρομών) και άλλοτε με καυστικό χιούμορ παρωδούν την περί διά γραμμάτου έκφραση της ξύλινης γλώσσας με την οποία εκπαιδεύεται ο Ελληνας από το γυμνάσιο ως το πτυχίο χωρίς να μπορεί να απαλλαγεί εύκολα από αυτήν.


Το Ο Tempora, Ο Mores διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που προοιωνίζονται μια θέση στους καταλόγους των ευπωλήτων. Εχει όμως και κάτι παραπάνω, που γι’ αυτό κυρίως το συστήνω: τη βαθιά ηθική στάση της συγγραφέως, η οποία χωρίς να ηθικολογεί, χωρίς να χαράσσει πρότυπα δικαιωμένου βίου ή να παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της φιλοτεχνεί μια αφήγηση που διαβάζεται από την αρχή ως το τέλος μονορούφι.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.