Θ’ ανταμώσουμε πάλι στη στάχτη


μακεδονίτικα πουλιά λαλούν μακεδονίτικα


Μάρκος Μέσκος «Χώματα»


Ανατρεπτικό, αιρετικό, εκκεντρικό, απρόβλεπτο, σκανδαλώδες, εικονοκλαστικό: δεν υπάρχει κριτικό κείμενο που να επιχείρησε να μιλήσει για το έργο του Ν. Γ. Πεντζίκη (1908-1993) χωρίς να χρησιμοποιήσει κάποιον από τους παραπάνω χαρακτηρισμούς, δηλωτικούς αμηχανίας και σκεπτικισμού. Από τον Γ. Σεφέρη που σχολιάζει την Κυρία Ερση (1967) τονίζοντας ότι «τον Ν. Γ. Πεντζίκη τον δέχεται κανείς ολόκληρο ή δεν τον δέχεται διόλου» και τον Γ. Π. Σαββίδη που τον παρουσιάζει δύο χρόνια αργότερα (1969) στο αθηναϊκό κοινό ομολογώντας την κριτική του ένδεια για αυτόν τον «άθλο» ως τον Π. Μουλλά που προσεγγίζει σφαιρικά το πεντζικικό έργο στην ομιλία του με αφορμή την αναγόρευση του συγγραφέα σε επίτιμο διδάκτορα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου (1988) επαναλαμβάνεται με έμφαση η απορία, αν όχι η απόγνωση, που νιώθει ο αναγνώστης μπροστά στα πεντζικικά αραβουργήματα της γραφής. Ανάμεσα στους νεωτερικούς πεζογράφους μας ο Σκαρίμπας και ο Πεντζίκης είναι εκείνοι που αναμφίβολα διατηρούν αλώβητη και δραστική την εκφραστική ιδιορρυθμία τους και αναμένουν τους ερευνητές που θα σκύψουν με μεράκι και φιλολογική-θεωρητική επάρκεια πάνω στο έργο τους. Είναι από τα επείγοντα ζητούμενα της λογοτεχνικής μας ζωής.


Το κενό αυτό φιλοδοξεί εν μέρει να καλύψει η εργασία του Η. Γιούρη, που μάλλον πρέπει να είναι η διδακτορική του διατριβή, μολονότι αυτό δεν δηλώνεται ρητά. Εκτενές τμήμα της είχε ωστόσο φιλοξενηθεί στο περιοδικό Λόγου χάριν, 4 (1996) με την ένδειξη ότι αποτελεί κεφάλαιο διατριβής «που έχει υποβληθεί στο Φιλολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων». Πρόκειται για μελέτη που με αγάπη για το πεντζικικό έργο και αξιοπρόσεκτα θεωρητικά εχέγγυα επιχειρεί να κωδικοποιήσει τα σημεία του πεντζικικού αρχιπελάγους.


Το τριμερές σχήμα του βιβλίου (το Αρχείο, η Σύνθεση και η Θρησκευτικότητα), με εμφανώς ανεπτυγμένα τα δύο πρώτα μέρη, θέλει να κυκλώσει το σύνολο της πεντζικικής παραγωγής. Σχολιάζονται θεωρητικά, δηλαδή σχηματικά, οι αναγνώσεις και παραναγνώσεις του Πεντζίκη και σκιαγραφείται επιμελώς αυτό που δηλώνει ο τίτλος, η ποιητική του συγγραφέα.


«Μανιακό της περιγραφής» αποκαλούσαν άλλοτε έναν επίσης ιδιόρρυθμο της γραφής, τον Μιχαήλ Μητσάκη, αλλά ο χαρακτηρισμός φαίνεται να ταιριάζει πολύ περισσότερο στον Πεντζίκη. Η απαρίθμηση, η καταλογογράφηση, η ταξινόμηση, η απογραφή των πάντων, η διόγκωση της λεπτομέρειας, η συνεχής αναδίφηση ενός τεράστιου αρχείου από όπου ξεπηδούν ακριβά θυμητάρια και ασήμαντα, τιποτένια ρινίσματα του παρελθόντος, δείγματα ετερόκλητα και ανεπεξέργαστα ενός απίθανου υλικού ονείρου και πραγματικότητας στοιχειώνουν απαρχής μέχρι τέλους τη γραφή του ευφάνταστου αυτού Μακεδόνα. Στο πρώτο μέρος της παρούσας εργασίας υπογραμμίζεται η σημασία που έχει η Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής (1963) και το Αρχείον (1974), για να κατανοήσει κανείς τη λογική της ασυνέχειας, την πειθαρχημένη περιπλάνηση μεταξύ ερμαρίων, φακέλων και χαρτοκιβωτίων, την εύτακτη αταξία και τη συστηματική αναρχία που βασιλεύουν στην ευρετηρίαση του πεντζικικού σύμπαντος. Ενα κείμενο συνεχές και ωστόσο σπαστό, κερματισμένο, βιδώνει και ξεβιδώνει σταθερά και επίμονα ατέρμονα αυτοσχόλια και παραλλαγές. Αλλεπάλληλες συνειρμικές διολισθήσεις και εκτροχιασμοί, πολυδαίδαλες κρύπτες και σαρωτικές ενδοσκοπήσεις αρχίζουν ή τελειώνουν με τη διαπίστωση της ανυπαρξίας συγγραφικής πρόθεσης («δεν έχω τίποτε να πω»). Εύστοχα έχει λεχθεί ότι «ο Πεντζίκης δεν φοβάται το καινό, αλλά το κενό», εξ ου και η προσκόλληση στο συγκεκριμένο, όσο ασήμαντο και μηδαμινό, που δεν θα αφήσει τίποτε εκτός περιγραφικού πλαισίου καλύπτοντας και το έσχατο χωροχρονικό μόριο, στιγμογράφηση ενός πίνακα που επαναλαμβάνεται αενάως στην προσπάθεια να απεικονίσει το άπαν.



«Ενα έργο σε αναζήτηση των κανόνων του» επιγράφεται ένα από τα κεφάλαια του δεύτερου μέρους και φρονώ πως αυτός θα μπορούσε να είναι καλός υπότιτλος της παρούσας μελέτης. Στο δεύτερο αυτό μέρος εξετάζεται το σύνολο του πεντζικικού έργου με κύριες αιχμές την παρωδία ημερολογιακής γραφής στις Σημειώσεις εκατό ημερών και το παλίμψηστο Μυθιστόρημα της Κυρίας Ερσης (1966). Ενδεικτική της αέναης επεξεργασίας των κειμένων στον αργαλειό της γραφής (για «υφαντουργικό κατασκεύασμα» κάνει λόγο ο ίδιος ο Πεντζίκης) είναι η διευκρίνιση που συνοδεύει τον τίτλο στις Σημειώσεις εκατό ημερών:


«Πεζογράφημα σε συνέχειες γραμμένο από το Σεπτέμβριο του 1965 ίσαμε το Γενάρη του 1966, ξανακοιταγμένο το καλοκαίρι του 1972, ξαναδουλεμένο τον Οκτώβριο του 1988 από το Ν. Γ. Πεντζίκη, που παρακαλεί τον αναγνώστη να κάμει υπομονή μέχρι τέλους διαβάζοντας το κείμενο, όπου και θα αντιληφθεί την ενότητα του διασπαρμένου και κονιορτοποιημένου κόσμου των φαινομένων που περιγράφεται».


Η διακεκομμένη, παρατακτική και ασυνεχής γραφή, η συνεχής διαπίδυση του κύριου στο περιθωριακό, η ακόρεστη βουλιμία του ματιού χτίζουν μέρα με τη μέρα με αυτά τα αποσπασματικά σύνολα το περίεργο οικοδόμημα που στηρίζεται σε αφηγηματικά ψήγματα, περιττολογίες και ατέλειωτες παρεκβάσεις· συνάμα δίνουν τη συνολική εικόνα ενός καλειδοσκοπικού ημερολογίου που έχει καταργήσει τον χρόνο και υψώνει χαρούμενα την παντιέρα του μέλλοντος με ανάκατα τα χρώματα του παρόντος και του παρελθόντος. Αυτή η γραφή παρωδεί, καταργεί αναμορφώνοντας ριζικά την έννοια του ημερολογίου, αλλά κρατά το ίχνος του, τη ραχοκοκαλιά του, ως κινητήριο έναυσμα και βασικό μίτο στις λαβυρινθώδεις περιγραφές, αφηγήσεις και συνειρμικές παρεκβάσεις.


Οπως παρατηρεί ο Η. Γιούρης, η πιο φιλόδοξη αναμέτρηση του Πεντζίκη με τις προδιαγραφές και τους κανόνες του μυθιστορηματικού είδους, όπου συναντώνται η ποιητική του αρχείου και η ποιητική του χάους, η τέχνη της «συναρμολόγησης» και η εμφανής τάση αυτοπειθαρχίας, εντοπίζεται στο Μυθιστόρημα της Κυρίας Ερσης. Το βασικό γνώρισμα του κειμένου είναι η «παλίμψηστη αφήγηση», εφόσον έχουμε να κάνουμε με την επανάληψη, την αναδιήγηση της Ερσης του Δροσίνη (1922). Η ξένη ιστορία δίνει το γενικό περίγραμμα, παρέχει προσχηματική πλοκή και ήρωες, ωστόσο εδώ ακριβώς ο πεντζικικός οίστρος μεγαλουργεί. Τα δεδομένα σχήματα υποβάλλονται σε τέτοιες αναμορφώσεις, αλλοιώσεις και μεταπλάσεις, οι εκτροπές και οι απογειώσεις από τη δροσίνεια μυθοπλασία είναι τόσες και τέτοιες ώστε οδηγούν σε χαοτικό συνονθύλευμα και στην πιο φαντασμαγορική παρωδία μυθιστορήματος που διαθέτουν τα γράμματά μας. Ο ίδιος ο Πεντζίκης έχει μιλήσει, σε άλλη περίπτωση, για τη «μνημονική αντιγραφή» που τον χαρακτηρίζει. Αργότερα, στα Ομιλήματα (1992), θα δηλώσει ευθαρσώς: «Από πού άρχισα και τι ήθελα να πω καταλήγοντας, δεν το θυμάμαι και ούτε με ενδιαφέρει. Πιθανόν όλη η προσπάθεια να μην ήταν τίποτα άλλο από μια μαθητεία, για να μάθω να οικοδομώ, όπως τα χελιδόνια που χτίζουν τη φωλιά τους».


Ο Ν. Γ. Πεντζίκης παίζοντας με τις αυτοδεσμεύσεις και τις παγίδες που ο ίδιος στήνει στα «αφηγήματά» του, μοντάροντας και ξεμοντάροντας μια ζωή λέξεις, ψηφαριθμώντας και γράφοντας, γράφοντας αδιαλείπτως, λυτρώνεται διά της γραφής. Ο αναγνώστης έχει τη βάσιμη αίσθηση ότι μέσα από αυτή τη συνεχή άσκηση αλλά και το πάθος, τη δυναμική του χάους αλλά και τη στρατηγική των δεσμεύσεων ο ιδανικός αυτός αρχειοθέτης και παιζωγράφος (ο εύστοχος όρος είναι δημιούργημά του) διεκδικεί σφόδρα τη σωτηρία της ψυχής αλλά και μερίδιο στην ανθρώπινη ευφορία.


Ευχής έργο θα ήταν να ακολουθήσουν και άλλες συγκροτημένες μελέτες για το έργο του Πεντζίκη. Είναι καιρός να συμπληρωθεί η υποδειγματική βιβλιογραφική εργασία της Σοφίας Σκοπετέα (που καλύπτει την περίοδο 1935-1970), είναι καιρός να «συμμαζευτεί» εκδοτικά το πλούσιο και τύποις ανοικονόμητο αυτό έργο και να δημοσιευθεί υπεύθυνα το ανέκδοτο μέρος του. Το οφείλουμε σε έναν δημιουργό που τίμησε έμπρακτα, όσο λίγοι, τη διαπλοκή του μοντέρνου και του παραδοσιακού στον τόπο μας.


Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι επίκουρη καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.