Εκ πρώτης όψεως ένα βιβλίο ιστορίας. Ετσι όμως που η σύγχρονη ιστοριογραφία έχει μπει για τα καλά στα χωράφια της νεωτερικής μυθιστοριογραφίας και τούμπαλιν, γεννιέται τελικά το ερώτημα αν πρόκειται για περισυλλογή ιστορικών ντοκουμέντων ή για ένα ρηξικέλευθο μυθιστόρημα-ντοκουμέντο. Σε κάθε περίπτωση έργο που θα περίμενε κανείς από έναν διανοούμενο ιστορικό, εκπρόσωπο της καινούργιας αντίληψης για την ιστορία, που αποφασίζει να εγκαταλείψει τον Εμφύλιο και να στραφεί στην Ελληνική Επανάσταση. Ή ακόμη από κάποιον ανήσυχο και πειραματιζόμενο λογοτέχνη που, αφού ξεμπέρδεψε με τον ταραχώδη 20ό αιώνα, εφορμά στον 19ο. Πάντως, όχι από έναν παλαιότερο και δη, κατά την επικρατούσα άποψη, δευτεροκλασάτο.


Τοις πάσι γνωστός ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ωστόσο υποτιμημένος. Πράγματι, όπως αναφέρει ο Α. Αγγέλου στην εισαγωγή, ως λόγιος βρίσκεται καταχωρισμένος στις εγκυκλοπαίδειες. Λόγιος και ιστοριοδίφης. Διφυές το έργο του λογίου, λογοτεχνικό και ιστορικό, κρίνεται από νεότερους αναγνώστες εν πολλοίς αδιάφορο. Το λογοτεχνικό ­ κυρίως διηγήματα ­ θεωρείται πως παρουσιάζει φιλολογικό μάλλον ενδιαφέρον. Ενδεικτικά, στα 55 χρόνια από τον θάνατό του (23 Αυγούστου 1945) επανεκδόθηκαν πέντε συλλογές, από τις οποίες οι δύο πρόσφατες οφείλονται στη στροφή που παρατηρήθηκε τη δεκαετία του ’90 προς την παλαιότερη πεζογραφία. Εξαίρεση, η νουβέλα Της τέχνης τα φαρμάκια, που εκδόθηκε το 1990 από τα θεσσαλονικιώτικα «Χειρόγραφα». Οσο για τις ιστορικές μελέτες του Ι. Βλαχογιάννη δεν γνώρισαν ποτέ τη διασημότητα των βιβλίων άλλων ιστορικών της Επανάστασης. Ισως γιατί δεν προχώρησε σε μια συνολικότερη σύνθεση ούτε πρόλαβε να ολοκληρώσει τη βιογραφία του Καραϊσκάκη που θεωρούσε έργο ζωής.


Απομένει ο ιστοριοδίφης. Κι εδώ όμως προηγούνται άλλοι με ευρύτερο ερευνητικό πεδίο που δεν στάθηκαν προσηλωμένοι αποκλειστικά και μόνο στον Αγώνα. Πόσοι γνωρίζουν σήμερα πως τα Γενικά Αρχεία του Κράτους οφείλονται στον Ι. Βλαχογιάννη;


Αλλωστε για να εκτιμήσουμε το συλλεκτικό έργο του θα πρέπει να αποδεχθούμε πως υπήρξε εποχή όπου το ελληνικό κράτος εκποιούσε με την οκά τα αρχεία του.


Ας μη μακρηγορούμε, αν πέρασε και ο Ι. Βλαχογιάννης στην αθανασία το οφείλει κυρίως στον Μακρυγιάννη και εν μέρει στον Νικόλαο Κασομούλη. Καταπώς έγραφε αμέσως μετά τον θάνατό του ο Κ. Θ. Δημαράς σε μια ρομαντική έξαρση: «…ο Ρουμελιώτης λεβεντόγερος αφήνοντάς μας… πάει και σμίγει με τις σκιές του Μακρυγιάννη και του Κασομούλη… Οι δύο αγωνίστηκαν, ο τρίτος ανασταίνοντας τον λόγο τους, θαμμένο χρόνια, τους λύτρωσε από τη σιωπή…». Μισό αιώνα αργότερα σώζεται μόνο ο Μακρυγιάννης. Οσο για τα Ενθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων του Κασομούλη, συναντούν την αδιαφορία του σημερινού αναγνωστικού κοινού. Το έδειξε η επανέκδοση του 1997, κοντά 60 χρόνια από την πρώτη έκδοση, που βρίσκεται στα αζήτητα και διατίθεται μισοτιμής ­ ούτε καν για τον πλουτισμό των σχολικών βιβλιοθηκών δεν αγοράστηκε. Ιδού όμως που ένας άλλος ρωμαλέος Ρουμελιώτης, ο Α. Αγγέλου, και αυτός πεισματάρης, αδιαφορώντας για τις ορέξεις της αγοράς, επανεκδίδει την Ιστορική Ανθολογία του Ι. Βλαχογιάννη, εντάσσοντάς την στη σειρά Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη. Μια σειρά με πορεία 30 χρόνων, πάντα θαλερή, παρά τη μετοικεσία της από τις εκδόσεις Ερμής στην Εστία, που συνιστά έργο ζωής για τον επιμελητή της. Εκπνέοντος του 1926 ο Ι. Βλαχογιάννης τύπωσε με την «πατριωτική χορηγία» του Εμμανουήλ Α. Μπενάκη την Ιστορική Ανθολογία για να τιμήσει την Εκατονταετηρίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως. Το 1965 επανεκδόθηκε ως πρώτος τόμος των Απάντων του.



Για την τρίτη και αυτοτελή έκδοση ο επιμελητής ετοίμασε ένα εργοβιογραφικό που συνοδεύεται από απάνθισμα σχολίων του ίδιου του Ι. Βλαχογιάννη. Επίσης έγραψε εκτενή εισαγωγή με τίτλο «Η ιδιαιτερότητα του Βλαχογιάννη», επιδιώκοντας για μία τουλάχιστον φορά να προβάλει ακέραιο το έργο και να φανεί ατόφιος ο δημιουργός και όχι, ως είθισται, τεμαχισμένος. «Δεν είμαι εγώ επιστήμονας, αλλά ποιητής» είναι η επιγραμματική φράση του Ι. Βλαχογιάννη που ο Α. Αγγέλου διαλέγει για μότο της εισαγωγής. Και πράγματι η Ιστορική Ανθολογία ή, σύμφωνα με τον υπότιτλο του βιβλίου, αυτή η συναγωγή από «Ανέκδοτα – γνωμικά – περίεργα – αστεία εκ του βίου διασήμων Ελλήνων, 1820-1864» δείχνει εντελέστερα το πάντρεμα του ιστορικού με τον λογοτέχνη.


Η Ιστορική Ανθολογία συγκεντρώνει συνολικά 724 κείμενα στα οποία προτάσσεται μια μελέτη του Ι. Βλαχογιάννη με τις απόψεις του για αυτά τα ποικίλα «παραμυθόλογα». Κατά μία αυστηρή εκδοχή πρόκειται για «νόστιμα αποσπόρια» ενός «λαϊκού ιστοριοδίφη». Λαϊκός μια και ενδιαφέρεται για την καθημερινή ζωή των αγωνιστών, μαζεύοντας από μπακάλικα και νοικοκυριά όσα χειρόγραφα προορίζονταν για χαρτί περιτυλίγματος ή για προσάναμμα. Σύμφωνα πάντως με την κρίση του Φώτου Πολίτη, το βιβλίο «μοιάζει σαν να ‘ναι ατόφια η ιστορία του Μεγάλου Αγώνος».


Μια ζωή «ζητιάνευε ιστορίες» ο Ι. Βλαχογιάννης, από τον Επαχτο (Ναύπακτος) ως την Αθήνα. Από αυτές με λογοτεχνική ιδιοφυΐα ξεδιαλέγει, αντιγράφει, ξαναπλάθει τη γλώσσα, με άλλα λόγια χρωματίζει και αλατίζει. Ενα κολάζ αποσπασμάτων που συνοδεύονται από σημειώσεις, οι οποίες με τη σειρά τους αποτελούν μια δεύτερη ομάδα «χωρατών και καλοθύμητων λόγων», άλλοτε συμπληρωματικών και άλλοτε ανατρεπτικών. Περιστατικά και στιχομυθίες πλέκονται αναμεταξύ τους σκιαγραφώντας την πονηρία του ενός και τη λεβεντιά του άλλου.


Κάποιοι αγωνιστές κυριαρχούν και φωτίζονται άγνωστες πτυχές τους. Ο Καραϊσκάκης, η δηλωμένη αδυναμία του Ι. Βλαχογιάννη, ο Κολοκοτρώνης και μαζί ολόκληρο το σόι του, ο Νικηταράς και από κοντά οι Δεληγιάννηδες και οι Τζαβελλαίοι, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Ανδρούτσος, ο Κανάρης, ο Μιαούλης, αλλά και πολιτικοί άνδρες, ο Κωλέττης και ο Μαυροκορδάτος, καθώς και το βασιλικό ζεύγος. Υπάρχουν όμως και οι αφανείς, όπως λ.χ. ο Δ. Γ. Δημητρακάκης. «Παιδί τής μετά τον Αγώνα γενεάς, δημόσιος υπάλληλος από τα πρώτα χρόνια του Οθωνα… Ρωμιός καθαρός, Μωραΐτης εφτακάθαρος». Ανέκδοτα τα χειρόγραφα του Δ. Γ. Δημητρακάκη, στάθηκαν πολύτιμη πηγή για τον Ι. Βλαχογιάννη. Ο επιμελητής δεν καταχωρίζει την πληροφορία, αν ποτέ εκδόθηκαν ή έχουν οριστικά χαθεί.


Τελικά, στην Ιστορική Ανθολογία η σύναξη είναι ευρύτατη και άκρως ενδιαφέρουσα. Μεγάλοι αγωνιστές αλλά και ταπεινότεροι, βασιλείς όπως και πολιτικοί, ο καθείς κατά το ήθος και το ανάστημά του. Γιατί όχι ένα συναξάρι του Αγώνα;