Στη σειρά «Studien zur Geschichte Südosteuropas» («Μελέτες για την Ιστορία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης») και υπό την επίβλεψη της εκδοτικής ομάδας που αποτελείται από τους ιστορικούς Ολγα Κατσιαρδή-Hering, Max Demeter Peyfuss και Μαρία Στασινοπούλου, κυκλοφόρησαν κατά την τελευταία τριετία από τον εκδοτικό οίκο Peter Lang δύο βιβλία εξαιρετικού ενδιαφέροντος για τα ελληνικά πράγματα.


Το ένα αφορά τη διατροφή στην Ελλάδα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας· το δεύτερο, και πιο πρόσφατο, μελετά τις απόψεις του Gobineau και τον ρόλο που έπαιξαν αυτές για την εικόνα και τη διπλωματική θέση της Ελλάδας τον 19ο αιώνα. Τα δύο αυτά έργα παίρνουν τη σκυτάλη στην πολύτιμη σειρά των εκδόσεων για την ιστορία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που ίδρυσε ο μεγάλος Gunnar Hering προτού φύγει από τη ζωή τον Δεκέμβριο του 1994.


Το ζήτημα της ανθρώπινης διατροφής απασχόλησε με γόνιμους καρπούς την επιστήμη της κοινωνικής ανθρωπολογίας του 19ου αιώνα, για να ενταχθεί, κυρίως μέσω του κύκλου των Annales, στους προβληματισμούς της ιστορικής επιστήμης κατά τον 20ό αιώνα. Ο έλληνας αναγνώστης έχει σήμερα στη διάθεσή του για το ζήτημα αυτό μια σειρά σημαντικών εκδόσεων όπως, π.χ., τη μελέτη του Marvin Harris Η ιερή αγελάδα και ο βδελυρός χοίρος (Τροχαλία, Αθήνα 1989) και το συλλογικό έργο υπό τον τίτλο Ιστορία της διατροφής που εξέδωσε η Εταιρεία Μελέτης του Νέου Ελληνισμού το 1998.


Η Αννα Ματθαίου με το βιβλίο της Aspects de l’alimentation en Gréce sous la domination ottomane (Οψεις της διατροφής στην Ελλάδα κατά την Τουρκοκρατία) έρχεται να συμβάλει αποφασιστικά στις γνώσεις μας για το ζήτημα της τροφής και της διατροφής των ελληνικών ­ και όχι μόνον ­ πληθυσμών κατά τους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Ελλάδα. Η συγγραφέας εξετάζει σφαιρικά και πολύπλευρα το θέμα που την απασχολεί: η διατροφή αντιμετωπίζεται και ως διαιτητικό σύνολο αλλά και κατά είδος τροφής· ως είδος που χαρακτηρίζει το επίπεδο ζωής διαφόρων κοινωνικών ή θρησκευτικών στρωμάτων αλλά και ως γιατρικό και δεισιδαιμονία· ως φόρος, μέγεθος κατανάλωσης, αντικείμενο αποθήκευσης, μέσο κερδοσκοπίας, εμπορίου και πλουτισμού αλλά και ως απόλαυση και σύμβολο της ομαδικής ευφορίας γιορτών και πανηγύρεων· ως μέσο προσέγγισης του Θείου διά των νηστειών αλλά και ως όχημα απώλειας της ψυχής διά της βουλιμίας. Και ακόμη, ως νήμα διάδοσης νέων ιδεών κατά τα συμπόσια αλλά και ως έμβλημα της εξουσίας των παρεχόντων πλουσιοπάροχα γεύματα αρχόντων.



Δίπλα σε αυτά, η Αννα Ματθαίου εξετάζει τις συνήθειες του μαγειρέματος και του τραπεζιού· το πλύσιμο ή όχι των χεριών πριν ή μετά το γεύμα· τη χρήση ή όχι πιάτων και μαχαιροπίρουνων· το κάπνισμα του τσιμπουκιού και το σερβίρισμα του καφέ· τους θηλυκούς και τους αρσενικούς ρόλους στην παρασκευή, στο σερβίρισμα και στην κατανάλωση του φαγητού· τη διατροφή ανά εθνοτική, κοινωνική και επαγγελματική ομάδα· τη διατροφή των παιδιών· τα γεύματα για τον εορτασμό της γέννησης και του γάμου και για τον αποχαιρετισμό του νεκρού· τις απόψεις για την υγιεινή διατροφή.


Για να πραγματευθεί το θέμα της η συγγραφέας στηρίζεται σε μια εντυπωσιακά εκτεταμένη και εξαντλητική βιβλιογραφία σχετικά με την κοινωνική και οικονομική ιστορία των Βαλκανίων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, καθώς και στην αξιοποίηση πολυάριθμων πηγών. Το βιβλίο της στέρεα δομημένο και εξαντλητικά τεκμηριωμένο αποτελεί απόκτημα όχι μόνο για τη βαλκανική αλλά και για τη διεθνή βιβλιογραφία.


Το έργο της Φωτεινής Ασημακοπούλου εστιάζει στις απόψεις του γάλλου διανοουμένου του 19ου αιώνα Arthour de Gobineau για την Ελλάδα και τους Ελληνες, στη διπλωματική δράση του στη χώρα μας και στην επιρροή των διπλωματικών του κινήσεων και των ιδεολογημάτων του στο πολιτικό σκηνικό που αφορούσε την Ελλάδα του δεύτερου μισού του αιώνα.


Αναζητώντας τις δικές του ρίζες σε άγγλους βαρόνους και νορβηγούς πειρατές, ο Gobineau προσεγγίζει το παρελθόν των φυλών της Ευρασίας από τη βαθιά αρχαιότητα ως την εποχή του. Η ινδοευρωπαϊκή και άρεια φυλή είναι γι’ αυτόν η βάση κάθε γόνιμου και θετικού πολιτισμού· κυρίαρχη στο απώτατο παρελθόν αναμείχθηκε σταδιακά με άλλες κατώτερες φυλές, για να χάσει οριστικά την καθαρότητά της, με μόνη εξαίρεση τα γερμανοσκανδιναβικά φύλα που διατήρησαν επί μακρότερο και σε μεγαλύτερο βαθμό την καθαρότητά τους.


Θαυμαστής του πολιτισμού των αρχαίων Περσών ο Gobineau βρίσκει στην αρχαία Περσία ένα καλό παράδειγμα της ευεργετικής επίδρασης των Αρείων στο κοινωνικό γίγνεσθαι των λαών: ισχυρός αρχηγός, ισχυρή και πειθαρχημένη αριστοκρατία, κεντρικές δομές εξουσίας, άτομα με συναίσθημα ατομικής και συλλογικής ευθύνης, λειτουργικότητα της κοινωνίας, οικογενειακοί δεσμοί και ηθικές αξίες, σωματική ρώμη και ομορφιά. Αυτός είναι ο κόσμος που συγκρούστηκε με την αρχαία Ελλάδα, το, κατά τον Gobineau, εναργέστερο παράδειγμα της κατάπτωσης και του εκφυλισμού των Αρείων, όταν αναμειχθούν με σημιτικά φύλα: ψεύτες και απατηλοί, αναιδείς και απείθαρχοι, άπληστοι και ιδιοτελείς, συκοφάντες και επιπόλαιοι οι αρχαίοι Ελληνες υιοθετούν από τους Σημίτες το σύστημα της δημοκρατίας που εκτρέφει την κοινωνική αναλγησία και ανευθυνότητα, την ιδιοτέλεια, τα ανεξέλεγκτα πολιτικά πάθη και την αντιπαλότητα μεταξύ των πολιτών. Ακριβώς γι’ αυτό ­ πάντα κατά τον Gobineau ­ οι Ελληνες, μετά την πρόσκαιρη αναλαμπή του πολιτισμού τους, απορροφώνται πολιτικά από τους Πέρσες, οι οποίοι, με την ανωτερότητα του πολιτισμού τους, αφομοιώνουν κι αυτούς ακόμη τους καθαρότερους των Ελλήνων Μακεδόνες, όταν αυτοί υπό τον πρότυπο άρειο πολιτικό και στρατηλάτη Αλέξανδρο σαρώνουν τους εκμαυλισμένους νοτιότερους ομοεθνείς τους, για να εξασιατισθούν τελικά από τους Πέρσες.


Αν η μετέπειτα ανάμειξη των Περσών με τους Σημίτες οδήγησε στην κατάρρευση του εκφυλισμένου αρχαίου κόσμου, μια νέα, ελπιδοφόρα και γόνιμη, σύμφωνα με τον Gobineau, περίοδος για την ανθρωπότητα αρχίζει με τον Μεσαίωνα και την κυριαρχία των γερμανικών φύλων στα πολιτικά, στρατιωτικά, κοινωνικά και δημογραφικά δεδομένα της Ευρώπης: αίσθημα ομαδικότητας και ευθύνης, υπευθυνότητα, σοβαρότητα, πειθαρχία, εργατικότητα, ανιδιοτέλεια, ευφυΐα, ομορφιά είναι τα στοιχεία με τα οποία τα γερμανικά φύλα μπολιάζουν την ιστορία του νεότερου κόσμου, σε σημείο που κάθε αξιόλογος πολιτισμός να μετράται ανάλογα με την ανάμειξη και επιρροή σε αυτόν του γερμανικού στοιχείου. Το γερμανικό-άρειο πνεύμα της στιβαρής κοινωνικής λειτουργίας θα έχει αντίπαλό του το σαθρό πρότυπο της αρχαίας ελληνικής Δημοκρατίας, που υιοθετείται για λόγους σκοπιμότητας από τη Δύση και οδηγεί τους συμπατριώτες του Γάλλους στη Γαλλική Επανάσταση και στην πολιτική, κοινωνική και ηθική καταστροφή.


Με πρόσφατες τις εμπειρίες του από τη διπλωματική του παραμονή στο Ιράν και με τη στενή παρακολούθηση των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων μέσω των επαφών του με τον Ι. Κωλέττη, καθώς και την ιστορική του ενασχόληση με την περίπτωση του Ι. Καποδίστρια ο Gobineau φθάνει ως διπλωματικός εκπρόσωπος της Γαλλίας στην ταραγμένη Ελλάδα της δεκαετίας του 1860. Σχετίζεται με τον ελληνικό πολιτικό κόσμο, δημιουργεί σχέσεις και γνωριμίες, παρατηρεί, αλληλογραφεί συστηματικά ενημερώνοντας τους ανωτέρους του στο Παρίσι, παρεμβαίνει στα πολιτικά πράγματα, ώσπου να ανακληθεί τελικά δυσμενώς στα 1868.


Ο Gobineau «βλέπει» στην Ελλάδα αυτά που το ιδεολογικό του σχήμα και οι συντεταγμένες του υπαγορεύουν: έναν λαό ζεστό και παρορμητικό, αλλά ταυτόχρονα άξεστο και αγροίκο, άπληστο και αρπακτικό, ανόητα και αυτοκαταστροφικά ιδιοτελή, παράφορα φανατικό, εμπαθή και επιπόλαιο, ανώριμο πολιτικά και ασταθή ψυχολογικά, επιρρεπή στο μίσος, στη διχόνοια και στην εμφύλια σύγκρουση· έναν λαό που επηρεασμένος από τις ιδεοληψίες των Ευρωπαίων βαυκαλίζεται ότι είναι απόγονος των αρχαίων Ελλήνων, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση με αυτούς, καθώς κάθε ίχνος των αρχαίων Ελλήνων χάθηκε από τα μετέπειτα κύματα του σλαβικού και, κυρίως, του αλβανικού στοιχείου. Η αυταπάτη της σχέσης με την αρχαιότητα οδηγεί τους Ελληνες σε αλαζονεία και κυνισμό που εκφράζεται από τη Μεγάλη Ιδέα, η οποία με τη σειρά της τους δίνει ευκαιρίες για νέες «εθνικές» προσπάθειες, οι οποίες ­ πάντα κατά τον Gobineau ­ δεν είναι άλλο παρά αφορμές για λεηλασίες και αθλιότητες.


Αυτή την πορεία του Gobineau, τις πνευματικές του διαδρομές, τις εμμονές και ιδεοληψίες του παρακολουθεί η Φωτεινή Ασημακοπούλου στο βιβλίο της. Ο Gobineau την ενδιαφέρει ως παραγωγός αλλά και ως δέκτης ιδεολογημάτων και ιδεολογιών της εποχής του· ως δημιουργός πρακτικής πολιτικής αλλά και ως φορέας των ιδεών που θα επηρεάσουν τη γερμανική διανόηση ως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου· ως συνομιλητής του Φαλμεράιερ αλλά και ως αντίπαλος του Παπαρρηγόπουλου, του Καρλ Μαρξ και της γαλλικής διανόησης· ως συναισθηματικός σύμμαχος των Ελλήνων κατά των ­ μισητών σ’ αυτόν ­ Τούρκων αλλά και ως αντίπαλος των Ελλήνων στον στόχο τους να αποσπάσουν εδάφη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πράγμα που, κατά τη γνώμη του, θα οδηγούσε στην ενδυνάμωση του πανσλαβισμού· ως αρνητικός διαμορφωτής της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για τους Ελληνες αλλά και ως σύμβουλος συγχρόνων του ελλήνων πολιτικών, στον στόχο για μια Ελλάδα ευνομούμενη και ισχυρή.


Με τρόπο απλό και εξελικτικό, διεισδυτικότητα και μαεστρία η Φωτεινή Ασημακοπούλου ξετυλίγει το κουβάρι των πληροφοριών σε σχέση με τον Gobineau και την προσωπικότητά του. Βασισμένη στην προσεκτική μελέτη του συνόλου του έργου του παραγωγικότατου αυτού συγγραφέα, στη διπλωματική αλλά και στην προσωπική του αλληλογραφία η συγγραφέας παρακολουθεί ψύχραιμα και μεθοδικά τον Gobineau στις ιδεολογικές συλλήψεις, στα πάθη, στις εμμονές και στις μεταπτώσεις του. Η ελληνική του εμπλοκή την ενδιαφέρει ιδιαίτερα, καθώς σ’ αυτήν συμπυκνώνεται τόσο η ιδεολογική σύλληψη όσο και η πολιτική πράξη του Gobineau.


Μέσα από το έργο της Φωτεινής Ασημακοπούλου η Ελλάδα του 19ου αιώνα εικονογραφείται, αναλύεται, ακτινογραφείται, ερμηνεύεται σε συνεχή συνομιλία με τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα και τη ματιά του Gobineau. Αυτός ήταν ο στόχος της και είναι σαφές ότι τον επέτυχε.


Η κυρία Μαρία Ευθυμίου είναι καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.