Η περίφημη αυτή μελέτη του σοφού ολλανδού φιλόλογου και θεολόγου, το έργο του οποίου άσκησε επί αιώνες τεράστια επίδραση στην πνευματική ζωή της Ευρώπης, μεταφράζεται για πρώτη φορά στη γλώσσα μας από το λατινικό πρωτότυπο, 500 περίπου χρόνια ύστερα από την πρώτη δημοσίευσή της (1528), χάρη στην αξιέπαινη πρωτοβουλία του Ολλανδικού Ινστιτούτου Αθηνών και του Συλλόγου των Φίλων του. Το δύσκολο έργο της μετάφρασης και του σχολιασμού ανέλαβε και έφερε εις πέρας με ιδιαίτερη επιτυχία ο ομότιμος καθηγητής της λατινικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Νίκος Πετρόχειλος, γνωστός, εκτός των άλλων, και από τις υπέροχες μεταφράσεις του μιας σειράς λατίνων συγγραφέων στη νεοελληνική γλώσσα.


Ο Ερασμος εισηγείται στον «Διάλογο» μια νέα προφορά των δύο κλασικών γλωσσών αντί της καθιερωμένης βυζαντινής, η οποία στηριζόταν στην προφορική παράδοση. Παρ’ όλο που είχαν επισημάνει και άλλοι λόγιοι την εσφαλμένη προφορά της αρχαίας ελληνικής από τους συγχρόνους τους (όπως, λ.χ., ο Ιερώνυμος Αλέξανδρος και ο Αλδος Μανούτιος), ο Ερασμος εξέτασε συστηματικά το όλο θέμα και γι’ αυτό δικαίως ονομάστηκε η νέα προφορά «ερασμική» (κακώς χρησιμοποιείται ο όρος «ερασμιακή») παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν την χρησιμοποίησε ούτε φαίνεται να εισηγήθηκε την πρακτική εφαρμογή της.


Ο «Διάλογος» προκάλεσε εντονότατες διαμάχες, με αποτέλεσμα να διασταυρώνουν επί αιώνες ολόκληρους τα ξίφη τους τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, οι ερασμικοί ή ητακιστές (λόγω της προφοράς του η ως ε μακρού) και οι ροϊχλιανοί (από το όνομα του γερμανού φιλόλογου Reuchlin) ή ιωτακιστές (επειδή πρόφεραν το η (όπως και τα ηι, υ, ει, οι και υι) ως ι. Πολέμιοι της ερασμικής προφοράς υπήρξαν κυρίως ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων και ο Θ. Παπαδημητρακόπουλος, ο οποίος σε ένα ογκωδέστατο βιβλίο με τίτλο Βάσανος των περί της ελληνικής προφοράς ερασμικών αποδείξεων (1889) προσπάθησε να ανατρέψει τη θεωρία του Εράσμου με εντυπωσιακή πολυμάθεια αλλά με άστοχα κατά κανόνα επιχειρήματα. Ο πατέρας της ελληνικής γλωσσολογίας Γ. Χατζιδάκις απέδειξε με αυστηρά επιστημονική μέθοδο ότι η προφορά της νεοελληνικής δεν αποτελεί παραφθορά της αρχαίας γλώσσας, αλλά ότι πρόκειται για φυσιολογική εξέλιξη η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από την αρχαιότητα.



Ο «Διάλογος» δεν είναι απλή πραγματεία για την προφορά και τη γραφή της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γλώσσας αλλά συγχρόνως ένα έξοχο παιδαγωγικό, φιλοσοφικό και κοινωνικό δοκίμιο το οποίο φέρνει στην επιφάνεια, μέσα από άφθονα διακειμενικά στοιχεία, τη βαθιά παιδεία και το σπινθηροβόλο πνεύμα του κορυφαίου λογίου της Αναγέννησης. Ο Ερασμος διαπιστώνει ότι οι πολιτικοί άνδρες είναι συνήθως «άγευστοι παιδείας» (σ. 33) και προτείνει, μεταξύ άλλων, να καθορίζεται η αμοιβή των δασκάλων, την οποία θεωρεί πολύ χαμηλή (σ. 38), ανάλογα με την προσφορά τους (σ. 31), αφού σε ορισμένους από αυτούς «λείπει εντελώς η δεξιότητα να χειριστούν τους νέους» (σ. 41). Καταδικάζει ωστόσο την αυστηρή διαπαιδαγώγηση καθώς «προσπαθεί να μεταβάλει το άλογο, που αγνοεί πώς να το καθοδηγήσει, σε γαϊδούρι» (σ. 53), για να τονίσει στο ίδιο συγκείμενο ότι «η αληθινή θρησκεία είναι το πιο χαρούμενο πράγμα του κόσμου».


Η μετάφραση του δύσκολου αυτού κειμένου αποτελεί υπόδειγμα νεοελληνικού λόγου, ενώ οι πυκνογραμμένες σημειώσεις, τα σχόλια και η μεστή περιεχομένου εισαγωγή επιβεβαιώνουν ακόμη μία φορά την καλλιέργεια και τη φιλολογική δεινότητα του Νίκου Πετρόχειλου. Οι αντοχές και τα όρια της γλώσσας μας δοκιμάζονται στο ακόλουθο ενδεικτικό παράθεμα το οποίο δείχνει εμπράκτως με ποιον τρόπο η τεχνική της μετάφρασης γίνεται τέχνη (σ. 25): «Φοβάμαι όταν βλέπω ότι πολλοί δεν μιλούν με ανθρώπινη λαλιά, αλλά γαβγίζουν σαν τα σκυλιά, χρεμετίζουν σαν τα άλογα, γρυλίζουν σαν τους χοίρους, μουκανίζουν σαν τις αγελάδες, ουρλιάζουν σαν τις αλεπούδες, συρίζουν σαν τις ακρίδες, φλυαρούν σαν τις καμήλες, σαλπίζουν σαν τους ελέφαντες, μουγκρίζουν σαν τους κάπρους, βρυχιούνται σαν τις λεοπαρδάλεις, βογκούν σαν τις αρκούδες, γκαρίζουν σαν τους γαϊδάρους, βελάζουν σαν τα πρόβατα, κρώζουν σαν τις χήνες, τιτιβίζουν σαν τους δρυοκολάπτες, κράζουν σαν τους κόρακες, σκούζουν σαν τους γύπες, συρίζουν σαν τα λελέκια, σφυρίζουν σαν τις χήνες, και με λίγα λόγια σού θυμίζουν κάθε είδους ζώο μάλλον παρά ομιλία ανθρώπου».


Ο κ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.