Οταν σκεφτόμαστε για τη δεκαετία του ’40 τείνουμε συνήθως να αποδώσουμε «ευθύνες», να ερμηνεύσουμε και να εξηγήσουμε αποφάσεις και πράξεις, να προβληματιστούμε γύρω από το ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο και ίσως και να στοχαστούμε γύρω από το μάταιο ερώτημα τι θα είχε γίνει αν οι ηττημένοι ήσαν νικητές. Και τις περισσότερες φορές μένουμε εκεί. Το βιβλίο του Γρηγόρη Φαράκου που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία αποτελεί εξαίρεση. Ακόμη και όταν παίρνει θέση, ακόμη και όταν μιλάει για το δίκαιο και για το άδικο, η προσέγγιση είναι ευρύτερη και θα ‘λεγα πιο αποστασιοποιημένη. Ηδη από την πρώτη στιγμή μας βυθίζει στο κύριο πρόβλημα, το πρόβλημα της εξουσίας ως κινουμένου, αβέβαιου και άδηλης έκβασης στόχου. Αυτό βέβαια μπορεί να θεωρηθεί προφανές. Οπως όλοι οι πόλεμοι, έτσι και ο δικός μας εμφύλιος είχε ως αντικείμενο την εξουσία. Αλλά τις πιο πολλές φορές το αυτονόητο αυτό περνάει σε δεύτερη μοίρα. Με βάση την εκ των υστέρων γνώση η αφήγηση της πορείας των πραγμάτων τείνει να γίνεται επιλεκτική, στρατευμένη, ανθρωποκεντρική και διαμεσολαβημένη. Η άτεγκτη λογική της ιστορίας μπορεί εύκολα να κρυφθεί πίσω από τους δοκιμασμένους πέπλους της σιωπής αλλά και πίσω από τη δίχως έκπληξη αφήγηση των μύθων, των ηρώων και των δαιμόνων. Οταν η έκβαση του δράματος είναι γνωστή, οι μνήμες αρκούνται στο να ενεργούν ως εναύσματα ή ως βάλσαμο. Και έτσι δεν φωτίζουν μόνο αλλά μπορεί και να τυφλώνουν. Η εξουσία λοιπόν είναι το επίκεντρο του βιβλίου του Φαράκου. Αυτή υπήρξε το αντικείμενο της σύγκρουσης και του πόθου. Και αυτό διήρκεσε δέκα σχεδόν χρόνια. Σωστά ο Φαράκος αποστασιοποιείται από την έννοια των «δύο γύρων», στους οποίους θα μπορούσε να προσθέσει και τον «τρίτο», τον κατά κυριολεξίαν εμφύλιο. Πράγματι οι «γύροι» αυτοί δεν σηματοδοτούν τίποτε άλλο από τις διαδοχικές φάσεις μιας ενιαίας ιστορικής διαδικασίας. Στην πραγματικότητα, από το 1942 ως το 1949, από την ίδρυση του ΕΛΑΣ ως την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, η Ελλάδα βρισκόταν σε καθεστώς βίαιας εσωτερικής σύρραξης για την εξουσία (τρέχουσα, αυριανή και μακροπρόθεσμη). Και μιλάω για αντιπαράθεση αντί για πόλεμο επειδή η σπάνια και μοναδική ιδιαιτερότητα του ελληνικού εμφυλίου συνίσταται ίσως στο γεγονός ότι στη μεγαλύτερή του διάρκεια ο πόλεμος αυτός υπήρξε αν όχι κατά κυριολεξίαν «ακήρυκτος», τουλάχιστον αμφίσημος ως προς το «ποιο» ήταν το άμεσο διακύβευμα, ποιος ήταν ο στόχος.


Ετσι και από τις δύο μεριές οι νόμιμες, θεμιτές και δημοκρατικές μορφές δράσης και οι παράνομες, βίαιες και αθέμιτες μορφές όχι μόνο διαδέχονταν η μία την άλλη, ανάλογα με τη μεταβαλλόμενη συγκυρία και ισορροπία δυνάμεων, αλλά και συνυπήρχαν ως παράλληλες, αλληλοσυμπληρωνόμενες και αλληλοϋπονομευόμενες. Αυτή ακριβώς είναι, νομίζω, η κύρια ιδιαιτερότητα που σφραγίζει την τραγική αυτή περίοδο του εμφύλιου σπαραγμού, μια ιδιαιτερότητα που ως και σήμερα ακόμη βασανίζει και φορτώνει τις συλλογικές μνήμες μας. Διότι αν όλοι οι εμφύλιοι αφήνουν σκληρά ίχνη, οι εκ των υστέρων αναπολήσεις είναι ίσως ακόμη τραυματικότερες όταν τα πλαίσια των συγκρούσεων περιβάλλονται με εγγενείς κανονιστικές και νοηματικές ασάφειες. Εκ των υστέρων οι υβριδικές και ακατάτακτες μορφές προκαλούν πάντα βαθύτερες αμηχανίες από εκείνες που ενεργοποιούνται από έναν ευθύ και απροσχημάτιστο πόλεμο που έχει λήξει. Το ερώτημα αν «μπορούσαμε να έχουμε συνεννοηθεί» ή αν «ο πόλεμος ήταν αναπότρεπτος» εξακολουθεί λοιπόν να ταράζει. Και έτσι οι τότε «άλλοι» δεν είναι απλώς εκείνοι που προκάλεσαν τον αναπόφευκτο πόλεμο αλλά και εκείνοι που κατέστησαν αδύνατη την εφικτή ειρήνη. Ακόμη και σήμερα οι αλλοτινοί εχθροί δεν αντιμετωπίζονται ως αντίπαλοι αλλά ως κοινοί σφαγείς ή εγκληματίες, ως τέρατα ή ως προδότες. Ο πόλεμος «στην ειρήνη» ή ο πόλεμος «αντί της ειρήνης» είναι ακατανόητος και ασυγχώρητος.


Ο λόγος και το ξίφος



Πράγματι οι έννομες και δημοκρατικές μορφές πάλης δεν εμφανίζονται ποτέ ως ιστορικά και συμβολικά συμβατές με τις βίαιες και προφανώς αντιδημοκρατικές μορφές παρά για ελάχιστο χρονικό διάστημα. Ο λόγος δεν είναι μακροπρόθεσμα συμβατός με το ξίφος και στο δίλημμα αυτό η λογική της ιστορίας αποφαίνεται συνήθως εν θερμώ. Είναι γεγονός ότι από τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο ως τον πόλεμο της Ισπανίας και από τη σύγκρουση του Τίτο με τον Μιχαήλοβιτς ως το αντάρτικο της Σιέρα Μαέστρα οι περισσότεροι σύγχρονοι εμφύλιοι υπήρξαν από την αρχή ρητοί και απροκάλυπτοι. Μόνη τους στρατηγική ήταν η μεθόδευση της ένοπλης κατάκτησης ή διατήρησης της εξουσίας. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως π.χ. συνέβη στη Σοβιετική Ενωση και τη στρατηγική της «διπλής εξουσίας», δεν κράτησαν τόσο ώστε να διαποτίσουν την εκ των υστέρων ανάγνωση των εξελίξεων.


Ετσι είναι γεγονός ότι κατά κανόνα, όπως και η δημοκρατία, έτσι και ο πόλεμος φαίνεται να παρέχουν «δομικά» και λογικά αδιαίρετα, αποκλειστικά και εγγενώς ασύμβατα μεταξύ τους συμβολικά πλαίσια δράσης και συνεπώς να υπακούουν σε εντελώς διαφορετικούς κώδικες. Η πρώτη αποκλείει εξ υποθέσεως τη βία και την αυθαιρεσία, ενώ ο δεύτερος ­ είτε είναι εξωτερικός είτε εμφύλιος ­ ανοίγει τον δρόμο προς την αμείλικτη ετυμηγορία της υλικής διά των όπλων επιβολής, καθιστώντας τις οποιεσδήποτε συναινετικές διαδικασίες αλλά και τις διαπραγματεύσεις παρωχημένες, περιττές και ίσως και αδιανόητες. Ετσι ο πόλεμος συνήθως εξακολουθεί μέχρι τελικής πτώσεως ή ώσπου οι μεν να αποδεχθούν τους όρους των δε. Με αποτέλεσμα οι συμφωνίες ανάμεσα σε ένοπλους εχθρούς να μην έχουν αντικείμενο παρά μόνο από τη στιγμή που η ιστορική έκβαση της σύγκρουσης φαίνεται να έχει κριθεί. Και τότε συνάπτονται μόνο μεταξύ νικητών και ηττημένων.


Πρόκειται λοιπόν για δύο εντελώς διαφορετικές μορφές σύγκρουσης για την εξουσία. Αν ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα ­ όπως ίσως και το αντίστροφο ­, το κάθε ονοματισμένο συγκρουσιακό πλαίσιο εκκολάπτει τους δικούς του συστημικούς κανόνες. Και έτσι το πέρασμα από τη μία κατάσταση στην άλλη συνοδεύεται από πλήρεις «τομές» στους κώδικες των συμπεριφορών και μετασχηματίζει άρδην τους κανόνες, τις αντιλήψεις αλλά και τις ακολουθούμενες τακτικές. Οταν λοιπόν οι πάντα ανεπανάληπτες ιστορικές συγκυρίες οδηγούν σε μια σύγκρουση που μετέχει ταυτοχρόνως και των δύο αυτών θεμελιωδών μορφών, και στη συνεχή μετάβαση και παλινδρόμηση από τη μία στην άλλη, οι μορφές δράσης που θα προκύπτουν δεν μπορεί να είναι ούτε αυτές του πολέμου ούτε αυτές της κανονικής δημοκρατικής συναίνεσης. Θα είναι «κάτι ανάμεσα στα δύο». Επειδή όμως το «κάτι» αυτό δεν είναι δυνατόν να σταθεροποιηθεί ως σύστημα παγίων και εσωτερικοποιημένων κανόνων (πολιτικών, ηθικών ή στρατηγικών), θα τείνει να διαμορφώσει τα δικά του ιδιώνυμα πλαίσια όπου το παιχνίδι της εξουσίας θα παίζεται δίχως κανόνες. Και θα εξακολουθεί να παίζεται δίχως κανόνες για όσο καιρό η τελική έκβαση της ανονόμαστης και ακατάτακτης σύγκρουσης εμφανίζεται «ανοικτή». Οσο ελπίζουν ακόμη να κερδίσουν, οι αντίπαλοι καλούνται να προσαρμόζουν συνεχώς τις τακτικές τους στη δομική αμφισημία των εξελισσομένων καταστάσεων. Και οι ιδιώνυμοι αυτοί «μη κανόνες» που μετέχουν δύο αντίθετων και ασυμβίβαστων αντιλήψεων για το γίγνεσθαι της εξουσίας εξακολουθούν να εμφανίζονται ως ασυνεπείς, αντιφατικοί, ανεξήγητοι, ακόμη ίσως και «τερατώδεις».


Ετσι εκ των υστέρων βρισκόμαστε σε μια διπλή αμηχανία ερμηνείας και ανάλυσης αυτών που έγιναν. Από τη μια μεριά δεν μπορούμε να εντάξουμε τις στρατηγικές και τις καθημερινές επιλογές των αντιπάλων σε αναγνωρίσιμες και «λογικές» κατατακτικές κατηγορίες. Εκ των υστέρων οι δισταγμοί, οι παλινωδίες και τα λάθη τείνουν να ερμηνεύονται ως εάν οι στόχοι ήσαν και όφειλαν να είναι είτε πολεμικοί είτε ειρηνικοί, ως εάν δηλαδή τα «μέσα» πρέπει πάντα να είναι είτε ευθέως βίαια και πολεμικά είτε νόμιμα και εν στενή εννοία πολιτικά: τα πλαίσια των γεγονότων χρωματίζονται ετεροχρονισμένα είτε ως κατ’ ανάγκην κόκκινα είτε ως κατ’ επιταγήν λευκά. Με αποτέλεσμα οι πράξεις και επιλογές να κρίνονται είτε ως ανακόλουθες ως προς τον επιδιωκόμενο εξουσιαστικό στόχο είτε ως ασύμβατες με το υποτιθέμενο σύστημα των ακολουθητέων μέσων.


Από την άλλη μεριά, και ίσως ακόμη πιο σημαντικό, οι αξιακές κατηγορίες με τις οποίες κρίνουμε και αξιολογούμε τα ιστορικά γεγονότα εμφανίζονται και αυτές ανεπαρκείς και αλυσιτελείς. Πράγματι, ρητά ή σιωπηρά, όλοι δεχόμαστε την ηθική διαφοροποίηση των αφετηριακών αξιακών παραδοχών. Ενώ π.χ. η θανάτωση και κακοποίηση των αντιπάλων, μαχητών ή αμάχων, η καταστροφή περιουσιών και η συναποδοχή των οποιωνδήποτε «παράπλευρων ζημιών» ως αθέλητων αλλά αναπόφευκτων παρενεργειών εμφανίζονται επιτρεπτές στη μία περίπτωση, είναι εντελώς ανεπίτρεπτες στην άλλη. Οι δύο κώδικες είναι λοιπόν εντελώς ασύμβατοι, γεγονός που εκφράζεται άλλωστε ρητά και στο δικαιικό επίπεδο: εν καιρώ πολέμου η σκληρότητα της ποινικής καταστολής ενισχύεται θεαματικά. Και τίθεται σε ισχύ το εγγενώς παράλογο «δίκαιο του πολέμου». Ο πόλεμος έχει λοιπόν τους δικούς του ιδιαίτερους νόμους. Από πραγματολογική άποψη αναγνωρίζεται ως κατάσταση ανάγκης. Και από κανονιστική άποψη νοείται ως αξιωματικά διαφοροποιημένος σε σχέση με την ειρήνη. Τα γεγονότα ενός πολέμου που δεν έχει πολιτογραφηθεί ως κατά κυριολεξίαν πόλεμος δεν μπορεί λοιπόν να αντιμετωπίζονται εκ των υστέρων ως μετέχοντα του ιδιώνυμου «δικαίου του πολέμου». Και αντιστρόφως οι συγκρουσιακές διαδικασίες στο πλαίσιο μιας ειρήνης που δεν λειτουργεί ως κεκανονισμένη ειρήνη δεν κρίνονται ως υποκείμενες στους κανόνες της δημοκρατίας. Και όμως οι περισσότεροι σχολιαστές του δικού μας εμφυλίου αντιπαρέρχονται την αφετηριακή αυτή αμφισημία. Σκέπτονται, γράφουν και κρίνουν έχοντας ήδη προαποφασίσει ότι το πλαίσιο υπήρξε και οφείλει συνεπώς να νοείται είτε ως πολεμικό είτε ως ειρηνικό. Και έτσι αντλούν τα συμπεράσματά τους.


Οι σκοποί και τα μέσα


Και όμως για εκείνους που τα έζησαν τα πράγματα δεν ήσαν τόσο απλά. Και για τις δύο πλευρές η εξουσία που φαινόταν στο βάθος του δρόμου προβαλλόταν ως άδηλη όχι μόνο ως προς την επιτευξιμότητά της αλλά και ως προς τους τρόπους με τους οποίους μπορούσε και θα έπρεπε να μεθοδευθεί η κατάκτησή της. Σε μια κατάσταση όπου όλα εμφανίζονταν ρευστά, μεταβατικά και δυνατά αλλά ταυτοχρόνως ίσως και αδιέξοδα οι σχέσεις σκοπών και μέσων διαχέονταν και αμβλύνονταν. Και στο σημείο ακριβώς αυτό εντοπίζεται, νομίζω, η μείζων προσφορά του Φαράκου. Η σημασία της θεμελιώδους «έλλειψης εμπιστοσύνης» ανάμεσα στα στρατόπεδα είναι εκείνη που οδηγεί στην προβληματική των «προσχημάτων», των «παγίδων», της «οπισθοβουλίας» και των υπαλλακτικών μορφών πάλης που σχεδιάζονταν και προωθούνταν εκατέρωθεν. Με δεδομένο μάλιστα τον πραγματικό (ή και φανταστικό) ρόλο ενός εξωτερικού παράγοντα που επικαθόριζε τις επιλογές των αντιπάλων, το συνεχές μέλημα της δημόσιας εκλογίκευσης και εξήγησης των επιλογών υπονόμευε τη σαφήνεια των στρατηγικών και τακτικών. Με αυτήν ακριβώς την έννοια, και αν ακόμη δεν το λέει ρητά, ο Φαράκος δείχνει καθαρά πόσο καταλυτικό υπήρξε το πλέγμα «ούτε ειρήνη ούτε πόλεμος». Η ιδιαιτερότητα αυτού του πλέγματος είναι εκείνη που επέτρεψε και στις δύο παρατάξεις να εξελίσσονται πάνω στο τεντωμένο σχοινί των αναποκρυστάλλωτων «εσωτερικών» τους αμφιθυμιών. Ανεξάρτητα από τις κεντρικές επιτελικές επιλογές που παρέμεναν ασαφείς και αλληλεπικαλυπτόμενες, οι πρωτοβουλίες των ένθεν και εκείθεν αδιάλλακτων δεν εξεβίαζαν μόνο τα γεγονότα αλλά συνέβαλλαν στη διαιώνιση της εκατέρωθεν αμφισημίας. Στα πλαίσια αυτά η διάκριση ανάμεσα στο «προσχηματικό» και στο «απροσχημάτιστο» μεταβαλλόταν ανάλογα με τη συγκυρία. Με αποτέλεσμα οι «κοινές γνώμες» και των δύο παρατάξεων να παραπαίουν ανάμεσα σε εγγενώς αντιφατικές αντιλήψεις για το «αναπότρεπτο», το «αναγκαίο», το «επιθυμητό» και το «εφικτό».


Η κλαγγή των όπλων


Πράγματι στον πόλεμο τα «προσχήματα» είναι περιττά και οι διαπραγματεύσεις ξεπερασμένες. Οταν σημάνει η κλαγγή των όπλων δεν υπάρχει ούτε «τιμιότητα» ούτε «οπισθοβουλία» ούτε «κανόνας». Η στρατηγική τέχνη είναι καθαρά επιχειρησιακή και ο στρατηγικός λόγος υποτάσσεται σε μία και μόνη ύπατη δεοντολογία. Εδώ δεν χωρούν ούτε αποχρώσεις ούτε επιχειρήματα ούτε πολιτικές παγίδες. Και οι δύο πλευρές γνωρίζουν από την αρχή πως το αποτέλεσμα θα κριθεί με τα όπλα. Αντίθετα, στην ειρήνη προϋποτίθεται ένα ελάχιστο εμπιστοσύνης στον λόγο και στους θεσμούς ή τουλάχιστον η εμμονή σε ένα παιχνίδι όπου η πίστη στους θεσμούς και στις αξιακές συνιστώσες της δημοκρατίας μπορεί να εμφανίζεται ως μόνιμο τακτικό όπλο. Και έτσι ο διάλογος με τον αντίπαλο είτε ως πραγματικός είτε απλώς ως προσχηματικός είναι αναγκαία συνιστώσα της εξουσιαστικής στρατηγικής. Ολα εμφανίζονται με τη μορφή αποχρώσεων σε έναν συνεχώς εξελισσόμενο πόλεμο κινήσεων που προσπαθεί να προκαταλάβει όχι μόνο τις προθέσεις και κινήσεις αλλά και τον εικαζόμενο λόγο του αντιπάλου. Παρ’ όλο λοιπόν που έχουν το ίδιο αντικείμενο, πρόκειται για εντελώς διαφορετικά «παίγνια» που παίζονται με εντελώς διαφορετικούς κανονισμούς. Και αυτό είναι, ειρήσθω εν παρόδω, μια από τις σημαντικότερες ιστορικές μεταβολές που επέφερε ο ορθολογισμός του Διαφωτισμού σε συνδυασμό με την κυριαρχία των δημοκρατικών αξιακών κατακτήσεων. Στο εξής ο πόλεμος και η ειρήνη θα νοηθούν ως διαφορετικές κατηγορίες αντιμετώπισης της πολιτικής σύγκρουσης εν γένει. Η σύμμειξη των κωδίκων είναι πλέον αδιανόητη.


Τη σημασία της σύμμειξης αυτής αναδεικνύει με εξαιρετική διεισδυτικότητα η αφήγηση του Φαράκου. Μιας σύμμειξης που δεν σταμάτησε να σφραγίζει την πολιτική μας ζωή ούτε μετά το τέλος του εμφυλίου. Είναι αναμφίβολο ότι το γεγονός πως ο εμφύλιος πόλεμος έγινε υπό την αιγίδα μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σφράγισε όχι μόνο τον ίδιο τον πόλεμο αλλά και την ίδια τη δημοκρατία. Θα χρειαστούν πάνω από 20 χρόνια για να ξεπεραστεί η αμφίσημη σχέση πολιτικής και παραπολιτικής, κράτους και παρακράτους, δημοκρατίας και παραδημοκρατίας που εγκαθιδρύθηκε τη δεκαετία του ’40. Σε μεγάλο βαθμό λοιπόν θα πρέπει να δεχθούμε ότι η χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα του ελληνικού εμφυλίου είναι το κύριο αίτιο που οδήγησε στη νόθευση των θεμελιακών κατηγοριών του πολιτικώς σκέπτεσθαι και δραν. Και μνήμες αυτής της νόθευσης διατηρούνται ως σήμερα.


Ετσι οι όροι της πρόσφατης ιστορίας μας θα πρέπει ίσως να ξαναδιατυπωθούν. Το διαζευκτικά τιθέμενο ερώτημα αν ο ΕΛΑΣ στόχευε ή όχι στην επιβολή της δικτατορίας του προλεταριάτου πατάσσοντας την «αντίδραση» είναι a priori εξίσου μάταιο με το ερώτημα αν η βασιλική Δεξιά στόχευε ή όχι να εγκαταστήσει ένα εγγενώς αυταρχικό καθεστώς εκμηδενίζοντας το ΕΑΜ. Τα δύο αυτά ερωτήματα μπορούν να τεθούν μόνο εκ των υστέρων ως προκαταλαμβάνοντα ένα μέλλον το οποίο τότε μεν ακόμη δεν είχε γραφεί αλλά που επιμένουμε να θεωρούμε ως εάν ήταν από τότε προδικασμένο. Είναι λοιπόν, πιστεύω, σφάλμα να ερμηνεύσει κανείς την περίοδο αυτή στηριζόμενος σε καθαρές κανονιστικές αφετηρίες που δεν υπήρχαν. Η προσέγγιση του Φαράκου εξωθεί προς πιο σχετικοποιημένες και «ενδεχομενικές» αναγνώσεις των γεγονότων. Σε αυτές δεν έχουν θέση ούτε οι λογιστικοί απολογισμοί των εκατέρωθεν βιαιοτήτων εν καιρώ ειρήνης ούτε οι ενδοσκοπήσεις για τις στρατηγικές ανεπάρκειες και τα λάθη εν καιρώ πολέμου. Και αυτή είναι νομίζω η προϋπόθεση για την υπέρβαση των τραυματικών μνημών και εν τέλει για την οριστική εθνική συμφιλίωση. Και με αυτή την έννοια, πέρα από τον πλούτο των γεγονότων και των αναλύσεων που μας προσφέρει, το βιβλίο αυτό είναι ένα υπόδειγμα βαθύτερου προβληματισμού ως προς το νόημα και την ερμηνεία της ιστορίας. Αν η αλήθεια εμπεριέχει εξ ορισμού εκείνο που θα μπορούσε να έχει γίνει και δεν έγινε, είναι επίσης σωστό πως δεν μπορούμε εν πάση περιπτώσει να ξέρουμε τι θα είχε γίνει. Και επομένως δεν δικαιούμαστε ούτε να το φοβόμαστε ούτε να το νοσταλγούμε.


Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.