Ποιο πρότυπο σχέσεων πολιτικής και καπιταλισμού θα υιοθετήσει ή θα επιχειρήσει να διαμορφώσει η Ενωμένη Ευρώπη; Αποτελεί κοινό τόπο για την πολιτική επιστήμη ότι στη σημερινή Ευρώπη εξακολουθούν να συνυπάρχουν τουλάχιστον τρία κύρια πρότυπα οργάνωσης των σχέσεων καπιταλισμού και πολιτικής, καπιταλισμού και δημοκρατίας: το αγγλοσαξονικό, το δυτικοευρωπαϊκό και το σκανδιναβικό, καθώς επίσης και ορισμένες λίγο-πολύ διακριτές περιπτώσεις (όπως αυτή της Ολλανδίας). Η συζήτηση περί μοντέλων καπιταλισμού αναφέρεται στον τρόπο οργάνωσης των καπιταλιστικών κοινωνιών και οικονομιών και στα κυρίαρχα πρότυπα σχέσεων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Παρά το γεγονός ότι τα πρότυπα αυτά (κυρίως το σκανδιναβικό) έχουν υποστεί τροποποιήσεις τα τελευταία χρόνια, η άποψη ότι η Ενωμένη Ευρώπη μπορεί να ταυτιστεί με μονόδρομο είναι επιεικώς απλουστευτική, όπως απλουστευτική είναι και η θέση για την παντοδυναμία της παγκοσμιοποίησης. Με άλλα λόγια, στη σημερινή ΕΕ παρατηρούμε περισσότερα από ένα, αλλά λιγότερα από δεκαπέντε, μοντέλα καπιταλιστικής ανάπτυξης και οργάνωσης.


Υπάρχουν άραγε ενδιαφέρουσες εθνικές πρακτικές, τις οποίες μπορεί να αξιοποιήσει η ΕΕ; Αποτελεί ο εξευρωπαϊσμός απλή προέκταση της παγκοσμιοποίησης ή μήπως είναι σε θέση να φιλτράρει κάποιες από τις επιπτώσεις της διεθνοποίησης των οικονομικών σχέσεων; Είμαστε μάρτυρες μιας σταδιακής αλλά αναπόφευκτης σύγκλισης προς μια παραλλαγή του αγγλοσαξονικού μοντέλου; Ερωτήματα όπως αυτά αντιμετωπίζει η συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα επιτρέψουν την επιβίωση ενός ευρωπαϊκού μοντέλου κοινωνίας. Τα ερωτήματα αυτά καθίστανται περισσότερο επίκαιρα από το γεγονός ότι στα πλαίσια της ΟΝΕ εκλείπουν σταδιακά οι συνθήκες πρόσληψης του λόγου περί ενοποίησης και εξευρωπαϊσμού ως λόγου ουδέτερου, εκσυγχρονιστικού – τεχνοκρατικού. Με άλλα λόγια, μετατοπίζονται σταδιακά τα σημεία αναφοράς για τη νομιμοποίηση της ΕΕ, η οποία νομιμοποίηση καθίσταται δυσχερέστερη και από την ανάδειξη ευρωπαϊκών ζητημάτων ως εσωτερικών πολιτικών υποθέσεων στα κράτη-μέλη.


Με μια κλασική μελέτη που σφράγισε την πολιτική επιστήμη και την πολιτική οικονομία της δεκαετίας του ’60, ο Α. Shonfield (Modern Capitalism, 1965) πρότεινε μια οργανωτική και θεσμική προσέγγιση των σχέσεων καπιταλισμού και πολιτικής και έθεσε τις βάσεις για τη συζήτηση των διαφορετικών προτύπων καπιταλιστικής οργάνωσης στη σύγχρονη Ευρώπη. Δεν αποτελεί υπερβολή ο ισχυρισμός ότι το νέο βιβλίο του D. Coates συνιστά συμβολή ανάλογης βαρύτητας με την κλασική μελέτη του Shonfield. Είναι βέβαια γεγονός ότι στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο βιβλίων εμφανίστηκαν ορισμένες ενδιαφέρουσες μελέτες οι οποίες επιχείρησαν, με διαφορετικούς τρόπους και από διαφορετικές αναλυτικές αλλά και πολιτικές γωνίες, να προχωρήσουν τη συζήτηση περί μοντέλων καπιταλισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η αρκετά σχηματική μελέτη του Μ. Albert, η οποία κάνει διάκριση ανάμεσα σε δύο βασικά μοντέλα καπιταλισμού (στον καπιταλισμό αγγλοσαξονικού τύπου και στον περισσότερο θεσμικό και κοινωνικό καπιταλισμό της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, τον επονομαζόμενο και καπιταλισμό του Ρήνου), καθώς επίσης και μελέτες (όπως αυτές του F. Castles και του G. Esping-Andersen) οι οποίες, μέσα από το πρίσμα της ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους, ξεχωρίζουν περισσότερα από δύο μοντέλα καπιταλιστικής ανάπτυξης με τη διαπίστωση ότι το μοντέλο του καπιταλισμού του Ρήνου επιχειρεί να καλύψει υπερβολικά μεγάλη ποικιλία περιπτώσεων.


Το νέο βιβλίο του Coates είναι καρπός πολύχρονης ερευνητικής εργασίας που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ και άλλων ιδρυμάτων. Συνιστά ταυτόχρονα μια οξυδερκή κριτική ανακεφαλαίωση της ως τώρα συζήτησης και αυτοτελή απόπειρα διατύπωσης μιας νέας σύνθεσης. Η κεντρική υπόθεση του συγγραφέα είναι ότι η καπιταλιστική πολιτική οικονομία μόνο σποραδικά είναι σε θέση να λειτουργεί αποτελεσματικά, ενώ παράλληλα λειτουργεί πάντα με σημαντικό κοινωνικό κόστος, το οποίο όμως μπορεί να αυξομειώνεται ανάλογα με μια σειρά πολιτικών και θεσμικών παραμέτρων. Ερχόμενος σε αντίθεση με εξηγήσεις, οι οποίες ανάγουν κάθε εξέλιξη στις ­ επιτυχείς ή ανεπιτυχείς ­ κομματικές και εκλογικές στρατηγικές, ο Coates επιμένει στην ανάδειξη των μηχανισμών μέσα από τους οποίους οι πολιτικές εκβάσεις διαμεσολαβούνται από τα εθνικά – ιστορικά μοντέλα οργάνωσης των καπιταλιστικών σχέσεων. Το βιβλίο επικεντρώνεται αρχικά στις θεωρίες, στις προσεγγίσεις και στα επιχειρήματα που τροφοδότησαν τη συζήτηση περί μοντέλων καπιταλισμού τις τελευταίες δεκαετίες (κεφάλαια 1-3). Στη συνέχεια (κεφάλαια 4-7) στρέφεται στα εμπειρικά δεδομένα και εξετάζει διεξοδικά τα συστήματα εργασιακών σχέσεων, οργάνωσης συμφερόντων, δικτύων πολιτικής και κρατικών πολιτικών. Ο Coates βασίζει την ανάλυσή του σε υλικό που αφορά όλες τις βιομηχανικές χώρες, την επικεντρώνει όμως ιδιαίτερα σε πέντε κύριες περιπτώσεις (Βρετανία, Γερμανία, Σουηδία, Ιαπωνία, ΗΠΑ) τις οποίες και τοποθετεί σε μια διεθνή συγκριτική προοπτική.



Σε αντίθεση με τα ποικιλώνυμα παραδείγματα συγκριτικών μελετών που αρκούνται σε μια φορμαλιστική και συχνά παραπλανητική παράθεση και αλληλοσυσχέτιση «ομοιοτήτων» και «διαφορών», το βιβλίο του Coates αντιπροσωπεύει μια σχολή για την οποία η συγκριτική πολιτική ανάλυση εδράζεται στη σε βάθος μελέτη των περιπτώσεων και στην αποφυγή απλοϊκών γενικεύσεων στη βάση αναλύσεων που ουσιαστικά βασίζονται σε δευτερογενείς πηγές. Παρέχει ένα υπόβαθρο που μας επιτρέπει να εξετάσουμε κριτικά και σε βάθος χρόνου τις διάφορες εναλλακτικές προτάσεις πολιτικής που κατά καιρούς διατυπώθηκαν και τις ποικίλες επιπτώσεις όσων επιχειρήθηκε η εφαρμογή τους. Η ανάλυση αφορά αφενός τα θεσμικά χαρακτηριστικά των «εθνικών» καπιταλισμών και της μετεξέλιξής τους και αφετέρου τα οργανωμένα συμφέροντα που επηρεάζουν και ενίοτε καθορίζουν πτυχές της πολιτικής διαδικασίας. Διερευνώντας τους ρόλους των οργανωμένων εργατικών, εργοδοτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων στη διατύπωση αλλά και στην πρόσληψη των προτάσεων πολιτικής, ο συγγραφέας θίγει κρίσιμες πτυχές της σημερινής πολιτικής συζήτησης σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Για παράδειγμα, διαπιστώνεται και εδώ, όπως και σε άλλες πρόσφατες εμπειρικές μελέτες (βλ. κυρίως G. Esping-Andersen και Μ. Regini, επιμ., Why Deregulate Labour Markets? Oxford University Press, 2000), ότι η περίφημη «ελαστικοποίηση» στις αγορές εργασίας έχει στην καλύτερη περίπτωση ανάμεικτες επιπτώσεις αναφορικά με τον υποτιθέμενο στόχο της μείωσης των μορφών ανεργίας. Ενώ παράλληλα χώρες που εφαρμόζουν με σχετική συνέπεια συνταγές πολιτικής που αντιστοιχούν σε αυτό το πρότυπο καπιταλιστικής ανάπτυξης εξακολουθούν να εμφανίζουν άνοδο των ποσοστών ένδειας (βλ. για τη Βρετανία την εφετινή έκθεση του Rowntree Foundation).


Εν κατακλείδι η ανάλυση της λειτουργίας διαφορετικών «μοντέλων καπιταλισμού» αφορά ορισμένες άμεσα πολιτικές παραμέτρους. Δεν χρειάζεται να εντρυφήσει κανείς στην κοινωνιολογία της γνώσης για να αντιληφθεί ότι οι συζητήσεις περί διαφορετικών μοντέλων καπιταλισμού αποκτούν ιδιαίτερη φόρτιση σε περιβάλλοντα στα οποία κυριαρχούν ανησυχίες για ενδεχόμενα συγκριτικά μειονεκτήματα. Από την άλλη όμως πλευρά, οι ίδιες αυτές συζητήσεις θίγουν και το ζήτημα της ύπαρξης εναλλακτικών λύσεων και επιλογών ως προϋπόθεση για την επιβίωση της πολιτικής. Η παράμετρος αυτή είναι κρίσιμη σε μια συγκυρία ­ τη σημερινή ­, στην οποία η πολιτική συζήτηση σύρεται μακράν του πυρήνα των παραγόντων που επηρεάζουν το πολιτικό γίγνεσθαι σε μια δημοκρατία με καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα. Οπως σημειώνει ο Coates στα συμπεράσματα της μελέτης του, η κριτική πολιτική και οικονομική σκέψη αντιμετωπίζει σήμερα με τρόπο άμεσο και επιτακτικό την αναζήτηση νέων προσεγγίσεων στις σχέσεις δημοκρατίας και καπιταλισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πλέον ενδιαφέρουσες προτάσεις σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής επιχειρούν να προχωρήσουν πέρα από απλουστευτικούς δυϊσμούς και σχηματικές χρήσεις εννοιών (όπως αυτή της «κοινωνίας των πολιτών») και αναζητούν αναλυτική θεωρητική θεμελίωση στα πλαίσια κυρίως της νέο-ρεπουμπλικανικής πολιτικής θεωρίας (των Ρ. Pettit, J. Braithwaite, Ν. Buttle κ.ά.). Αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που θα μας έβαζε σε μια άλλη, τεράστια συζήτηση. Μια συζήτηση πάντως που θα πρέπει κάποτε να γίνει και στη χώρα μας.


Ο κ. Κώστας Α. Λάβδας είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Το βιβλίο του The Europeanization of Greece: Interest Politics and the Crises of Integration κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Macmillan.