Η τραγωδία των αποίκων


Μολονότι η σκιά του Πεσόα πλανάται ακόμη επάνω από τη Λισαβόνα, η πορτογαλική λογοτεχνία αποτινάζει την κηδεμονία της. Μεγάλοι συγγραφείς κάνουν την εμφάνισή τους: ο Ζοζέ Σαραμάγκου, βραβευμένος με Νομπέλ το 1998, και ο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες που θα το άξιζε ίσως και αυτός. Αλλωστε εκείνη την εποχή είχε λάβει εκατοντάδες γράμματα από όλον τον κόσμο που τον διαβεβαίωναν: «Θα έπρεπε να σας είχε απονεμηθεί». Ακόμη και ο γέρος πατέρας του τον μάλωσε καλοσυνάτα: «Εσύ φταις, δεν έχεις λόμπι οπαδών στη Στοκχόλμη!».


Λόμπι οπαδών στη Στοκχόλμη! Αυτό σημαίνει άγνοια του ανθρώπου. Ο Αντούνες ζει ασκητική ζωή δουλεύοντας σε ένα λιτό διαμέρισμα όπου δεν απαντά καν στο τηλέφωνο, μολονότι δίνει εύκολα τον αριθμό του. Είναι ένας άνθρωπος αφιερωμένος ολόψυχα στη λογοτεχνία. Διακόπτει το γράψιμο μόνο την Παρασκευή που θυμάται ότι είναι ψυχίατρος και πηγαίνει στο νοσοκομείο «για να χαλαρώσει λίγο», όπως λέει. Σε ηλικία 58 ετών αυτός ο θαυμαστής του Φλομπέρ και του Σελίν έχει γράψει 11 μυθιστορήματα.


Είχαμε εντυπωσιαστεί πριν από δύο χρόνια διαβάζοντας ένα από τα αριστουργήματά του, το Εγχειρίδιο των Ιεροεξεταστών, από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Με Το μεγαλείο της Πορτογαλίας ο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες επιβεβαιώνει το τεράστιο ταλέντο του.



Βρισκόμαστε παραμονή Χριστουγέννων του 1995 στη Λισαβόνα και ο Κάρλος, μιγάς που η θετή μητέρα μου τον αγόρασε από τη φυσική μητέρα του, τη νέγρα ερωμένη του συζύγου της, περιμένει, για να γιορτάσουν όλοι μαζί, τον αδελφό και την αδελφή του, τους οποίους δεν έχει συναντήσει εδώ και 15 χρόνια, από τότε που έφυγαν από την Ανγκόλα. Καθώς η αναμονή παρατείνεται ο Κάρλος αρχίζει να αναπολεί τα μεγαλεία της παιδικής του ηλικίας στην Αφρική, τα χωράφια με το βαμβάκι, τη μεθυστική μυρωδιά της γης. Γρήγορα όμως η ανάμνηση γίνεται επώδυνη. Αυτός ο νόθος μιγάς γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον τι έκρυβαν τα μεγαλεία: μοιχεία, αλκοολισμό και βιαιότητα. Πίσω από το ωραίο παραπέτασμα του πλούτου των καλλιεργητών υπήρχε η μιζέρια των μαύρων εργατών που βίωναν σχεδόν μια κατάσταση δουλείας: «Υπήρχαν ορισμένοι που ο ετοιμόρροπος σκελετός τους άντεχε ως το τέλος της συγκομιδής αλλά που δεν μπορούσαμε να τους αφήσουμε να φύγουν διότι με το χρέος που είχαν στην καντίνα μας όφειλαν τις επόμενες είκοσι συγκομιδές και πάλι με τον όρο να δουλέψουν δωρεάν και να μη φάνε…».


Ο αδελφός και η αδελφή φθάνουν επιτέλους. Το ρεβεγιόν αρχίζει αλλά από το πρώτο ήδη κεφάλαιο καταλαβαίνει κανείς ότι στην πραγματικότητα μετά την αναχώρηση από την Ανγκόλα όλοι οι συγγενικοί δεσμοί έχουν κοπεί. Δεν γιορτάζουν με την καρδιά τους. Η συνάντηση επαναφέρει πολλές δυσάρεστες αναμνήσεις: το παιδικό τους μίσος, τις διαφωνίες των γονέων, τον αλκοολισμό του πατέρα…


Αυτό που «ακούμε» πρώτα απ’ όλα σε αυτό το βιβλίο είναι ο εσωτερικός μονόλογος μιας οικογένειας που ξεσχίζεται. Ολοι θυμούνται αυτή την αναχώρηση από την Ανγκόλα, αυτή τη χαμένη πατρίδα την οποία δεν παύουν να ονειρεύονται και η οποία πέρασε στο παρελθόν μαζί με ένα κομμάτι της ζωής τους. Τίποτε πλέον δεν θα τους συμφιλιώσει. Στο Μεγαλείο της Πορτογαλίας βρισκόμαστε στην καρδιά των εμμονών του Αντούνες: την τραγωδία των αποίκων. Με τη φωνή αυτών των τεσσάρων ηρώων ­ τα δύο αδέλφια, η αδελφή και η μητέρα που έμεινε στην Ανγκόλα ­ περιγράφει το τέλος ενός κόσμου, το τέλος γενεών αποίκων που στην πραγματικότητα δεν έχουν κανένα λόγο να παραμένουν στην Αφρική. «Η Ανγκόλα τέλειωσε για σας, καλά το ακούσατε». Επομένως ο μεγαλορρήμων τίτλος Το μεγαλείο της Πορτογαλίας, δανεισμένος από τον πορτογαλικό εθνικό ύμνο, είναι ειρωνικός και βρίσκεται στους αντίποδες του κόσμου του Αντούνες που επιδίδεται σε μια σκληρή κριτική της σχέσης που οι Πορτογάλοι διατηρούν με το «ένδοξο» αποικιακό παρελθόν τους, το βασισμένο στον εξευτελισμό των αποικιοκρατούμενων λαών και στον εφιάλτη του μακροχρόνιου πολέμου που διεξήγαγαν εν ονόματι του πατριωτισμού. Και ο Αντούνες γνωρίζει πολύ καλά για τι μιλάει. Υπήρξε στρατιωτικός γιατρός από το 1971 ως το 1973 στην Ανγκόλα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Θα βγει από αυτή την εμπειρία βαθιά τραυματισμένος αλλά θα διατηρήσει μια απέραντη τρυφερότητα για τους Ανγκολέζους.


Στο Μεγαλείο της Πορτογαλίας η δύναμη του Αντούνες συνίσταται στην ικανότητά του να μεταθέτει τον κυνισμό των αποικιών στη σύγχρονη βιαιότητα: «Ο πατέρας μου συνήθιζε να εξηγεί ότι δεν ήρθαμε στην Αφρική αναζητώντας χρήματα ούτε εξουσία αλλά Μαύρους χωρίς χρήματα και χωρίς ίχνος εξουσίας που θα μας έδιναν την ψευδαίσθηση του χρήματος και της εξουσίας τα οποία είχαμε αλλά στην πραγματικότητα χωρίς να τα έχουμε εφόσον στην Πορτογαλία ήμαστε μετά βίας ανεκτοί, μας κοίταζαν με περιφρόνηση όπως εμείς οι ίδιοι κοιτάζαμε τους Μπαλούντιος που δούλευαν για μας και επομένως ήμαστε κατά κάποιον τρόπο οι Νέγροι των άλλων με τον ίδιο τρόπο που οι Μαύροι είχαν τους δικούς τους Νέγρους που με τη σειρά τους είχαν τους Νέγρους τους και ούτω καθ’ εξής ως τον πάτο της μιζέριας, τους τραυματίες, τους λεπρούς, τους σκλάβους των σκλάβων, τους σκύλους. Ο πατέρας μου συνήθιζε να εξηγεί ότι αν είχαμε έρθει στην Αφρική…».


Με εξονυχιστικό τρόπο ο Αντούνες εξερευνά τις πιο κρυφές πτυχές της μνήμης, που είναι γι’ αυτόν, όπως και για πολλούς συγγραφείς, η πολυτιμότερη πηγή του έργου του. Είναι όμως μια μνήμη κατακερματισμένη της οποίας παραθέτει τα κομμάτια μέσα σε ένα είδος λαβυρίνθου και αποκαλύπτει σιγά σιγά τα μυστικά προηγούμενων βίων ώστε να αναλύσει την εύθραυστη στιγμή κατά την οποία η ταυτότητα αρχίζει να αλλοιώνεται.


Διχασμένοι ανάμεσα στην ομφάλια προσκόλλησή τους στην Αφρική της παιδικής ηλικίας και στην ντροπή που τους εμποδίζει να αποδεχθούν ότι στην πραγματικότητα αυτή η ονειρεμένη Αφρική έκλεινε μέσα της έναν τρομερό εφιάλτη, οι ήρωές του γίνονται βορά της τρέλας επειδή επιμένουν να ζουν ενάντια στη μοίρα τους.


Για να διηγηθεί αυτή την απελπισία ο Αντούνες υιοθετεί μια μυθιστορηματική αρχιτεκτονική που φυλακίζει τον λεκτικό χείμαρρο μέσα στον ζουρλομανδύα μιας αυστηρής δομής: μας προτείνει ένα ελεγχόμενο παραλήρημα. Πρόκειται για υψηλή τέχνη. Για τον Αντούνες το γράψιμο είναι η δόμηση του παραληρήματος. «Ενα παραλήρημα» λέει «είναι ένας λογικός συλλογισμός του οποίου όμως η πρώτη πρόταση είναι λανθασμένη. Στη λογοτεχνία, όπως και στην όπερα, η πρώτη πρόταση είναι η αναίρεση της δυσπιστίας. Κανένας δεν πεθαίνει τραγουδώντας, όπως γίνεται στην όπερα, αλλά αντιθέτως, αν η πρόταση έχει αρκετή δύναμη, τη δέχεστε και ενδεχομένως συγκινείστε με τον θάνατο της Μποέμ. Ενα βιβλίο είναι μια τρέλα για δύο όπου ο δεύτερος είναι ο αναγνώστης».


Και αυτή η τρέλα πάει μακριά. Διότι πέρα από αυτή τη φθίνουσα οικογένεια Το μεγαλείο της Πορτογαλίας είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα για την ικανότητα του ανθρώπου να εκμεταλλεύεται την ίδια του τη δυστυχία, να ηδονίζεται με τις ίδιες του τις αδυναμίες. Ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται τον εαυτό του και τον άλλον σε βαθμό τελικής εξάντλησης. Ετσι πορεύεται η ανθρωπότητα. Και ο Αντούνες δεν διστάζει να το πει.


* Το μυθιστόρημα του Αντούνες θα κυκλοφορήσει εντός του Οκτωβρίου.


Η κυρία Κατρίν Βελισσάρη είναι υπεύθυνη για το βιβλίο στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.