Οταν την Τετάρτη το απόγευμα ο υπουργός Πολιτισμού Θεόδωρος Πάγκαλος θα ανακοινώσει επίσημα στο εκθεσιακό κέντρο της Φραγκφούρτης τα περίπου 30 ελληνικά λογοτεχνικά βιβλία που θα μεταφραστούν στα γερμανικά ως τον Οκτώβριο του 2001, οπότε η Ελλάδα θα είναι τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου, καλό θα είναι να γνωρίζει ότι οι γερμανικοί εκδοτικοί οίκοι δημοσίευσαν εφέτος πάνω από 100 έργα πολωνικής λογοτεχνίας. Από τη Βαρσοβία, η οποία τιμάται εφέτος στη μεγαλύτερη έκθεση βιβλίου του κόσμου, ξεκινούν αυτή την ώρα για τη Φραγκφούρτη 70 συγγραφείς με επικεφαλής τους νομπελίστες Τσέσουαφ Μίουος και Βισουάβα Σιμπόρσκα. Στις συγκρίσεις μας πρέπει φυσικά να τηρήσουμε τις αναλογίες και να λάβουμε υπόψη ότι είμαστε μια μικρή χώρα με μικρή γλώσσα και μικρή λογοτεχνία. Τα δεδομένα όμως αυτά δεν επαρκούν για να ερμηνεύσουν την πολυετή και παντελή αδιαφορία του γερμανόφωνου χώρου για την ελληνική λογοτεχνία. Οσοι ασχολήθηκαν με το πρόβλημα τα τελευταία χρόνια έδωσαν διάφορες απαντήσεις στο ερώτημα «τις πταίει;»: ο ελληνικός επαρχιωτισμός, η καχεξία της πεζογραφίας μας, η ανυπαρξία συνεπούς πολιτικής για την εξαγωγή των πνευματικών μας προϊόντων, ο εγκλωβισμός συγγραφέων και βιβλίων σε αποπνικτικά «φιλελληνικά» φυτώρια χωρίς την παραμικρή εμβέλεια στη Γερμανία. Τώρα που λόγω του 2001 οι γερμανικοί εκδοτικοί οίκοι επιδεικνύουν μεγαλύτερη ευαισθησία στο ζήτημα της μετάφρασης ελληνικής λογοτεχνίας είναι ίσως φρονιμότερο να εξετάσουμε τη μοίρα μεμονωμένων ελληνικών βιβλίων και συγγραφέων και να βγάλουμε στη συνέχεια τα συμπεράσματά μας.


Ο οίκος Suhrkamp / Insel επιχείρησε γύρω στο 1991 ένα άνοιγμα στην ελληνική λογοτεχνία με την Πλωτή πόλη της Μάρως Δούκα, την Αιολική γη του Ηλία Βενέζη και μια ανθολογία διηγήματος. Το εγχείρημα απέτυχε παταγωδώς και τα βιβλία αυτά δεν ξεπέρασαν σε πωλήσεις τα 3.000-5.000 αντίτυπα, όταν συνήθως ένα βιβλίο μη γνωστού γερμανού λογοτέχνη ξεκινά από τα 10.000 αντίτυπα. Η υπεύθυνη του ελληνικού προγράμματος του Suhrkamp Γκεζίνε Ντάμελ θυμάται ότι παρά την καμπάνια που έκανε τότε προς τους λογοτεχνικούς κριτικούς η συνηθισμένη απάντηση ήταν: «Δυστυχώς δεν μπορώ να ασχοληθώ, δεν είμαι ειδικός σε ζητήματα ελληνικής λογοτεχνίας». Με άλλα λόγια δηλαδή οι κριτικοί δεν διανοούνταν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να παραγάγει λογοτεχνία παρά μόνο ντοκουμέντα της ελληνικής ιδιομορφίας για εμπειρογνώμονες. Αυτό που δεν θυμάται η κυρία Ντάμελ είναι ότι την περίοδο εκείνη της προτάθηκε η υπαρξιακή νουβέλα του Αλέξανδρου Σχινά Η παρτίδα, μια υπεράνω πάσης νεοελληνικής υποψίας παραβολή για τη μοίρα του Εγώ στη σκακιέρα του κόσμου, αλλά ο οίκος της την απέρριψε σαν «σκακιστικό βιβλίο». Ετσι τελείωσε άδοξα το πρώτο ελληνικό πείραμα του Suhrkamp, ένας συνδυασμός αγνών προθέσεων και άτολμου λογοτεχνικού γούστου.


Γαλανάκη και Καρυστιάνη


Μετά την τραυματική εμπειρία του 1991 ο οίκος θα πορευθεί το 2001 κατ’ αρχήν στην πεπατημένη: νέα τομίδια με ποίηση Κωνσταντίνου Καβάφη, Οδυσσέα Ελύτη και Γιάννη Ρίτσου, το δεύτερο μέρος της αυτοβιογραφίας του Μίκη Θεοδωράκη, μια ανθολογία ελληνικής ποίησης και μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας με έμφαση στις ευρωπαϊκές διασυνδέσεις της και επιρροές από γραφίδα με άγνωστο πρότερο βίο επί του ζητήματος. Θα μεταφραστεί επίσης το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Ο Χριστός στο κάστρο, μια και παλαιότερα Η φόνισσα είχε πουλήσει 6.000-7.000 αντίτυπα, είχε δηλαδή μόλις καλύψει τα έξοδα της έκδοσής της. Στην ουσία το τόλμημα του Suhrkamp το 2001 συμποσούται στην έκδοση δύο έργων πρωτοεμφανιζόμενων στη Γερμανία πεζογράφων. Πρόκειται για τον Βίο του Ισμαήλ Φερίκ πασά της Ρέας Γαλανάκη και τη Μικρά Αγγλία της Ιωάννας Καρυστιάνη που για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις θα κυκλοφορήσει με τον τίτλο Οι γυναίκες της Ανδρου. Η οδύσσεια των δύο αυτών βιβλίων ώσπου να «αποβιβασθούν» στον Suhrkamp υπήρξε μακρά. Χρόνια ολόκληρα καθόταν στην πέτρα της υπομονής η μεταφράστρια της Γαλανάκη Μιχαέλα Πρίντσινγκερ ώσπου να γίνει δεκτό το βιβλίο ενώ η επιλογή της Καρυστιάνη στηρίχθηκε σε συγκλίνουσες συμβουλές και παραινέσεις φίλων και γνωστών από την Ελλάδα. Ο ρόλος του περιοδικού «Ιθάκη» υπήρξε ανύπαρκτος. «Τα δύο πρώτα τεύχη» λέει η κυρία Ντάμελ «έτειναν προς τον ρόλο που πρέπει να έχει μια τέτοια περιοδική έκδοση, να ενημερώνει δηλαδή τους ξένους εκδότες για βιβλία και συγγραφείς από την Ελλάδα, το τρίτο τεύχος δίνει την εντύπωση ότι είναι βήμα αυτοδιαφήμισης των ελλήνων εκδοτών».


Ο Suhrkamp είναι αλήθεια ότι υπέβλεπε και το συναρπαστικό επιστημονικό θρίλερ του Δημοσθένη Κούρτοβικ Η νοσταλγία των δράκων που έχει όλα τα προσόντα να κάνει καριέρα στο εξωτερικό. Τον πρόλαβε όμως ο μικρός εκδοτικός οίκος της Φραγκφούρτης Dielmann που αγόρασε τα δικαιώματα. «Το βιβλίο του Κούρτοβικ» λέει ο εκδότης Αξελ Ντίλμαν «είναι ένα θαυμάσιο μείγμα οδοιπορικού στην Ευρώπη, περιήγησης στον κόσμο της επιστήμης και πολιτικού θρίλερ που κερδίζει τον αναγνώστη με το σασπένς του». Υποβολέας αυτού του εγκωμίου δεν είναι κάποια συστηματική ενημέρωση εκ μέρους της Ελλάδας για τα καινούργια βιβλία αλλά μια νεαρή Ελληνίδα, η Ευαγγελία Καραμούντζου, η οποία εργάζεται για τον οίκο και εν όψει του 2001 ετοιμάζει η ίδια μια εκτενή ανθολογία της Κικής Δημουλά ενώ φρόντισε να περιληφθούν στο πρόγραμμα και τρία πεζά του Ρίτσου. Μια Γερμανίδα που ερωτεύθηκε έναν Ελληνα, η Ανέτε Βάσερμαν, βρίσκεται πίσω από την απόφαση του οίκου Berlin Verlag να εκδώσει το έργο του Αλέξη Πανσέληνου Ζαΐδα ή Η καμήλα στα χιόνια. Ο σύζυγός της Κώστας Κοσμάς γράφει τη διδακτορική διατριβή του για το ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα στον 20ό αιώνα υπό την επιστασία του καθηγητή Κώστα Δημάδη στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και η Ανέτε κατάφερε να επιβάλει στον οίκο, όπου εργαζόταν, το αγαπημένο βιβλίο του Ελληνά της.


Μάτεσις και Μάρκαρης


Αγάπες, ψίθυροι, φήμες και νύξεις, άσχετες με επίσημα κέντρα, μεγαλεπήβολες επιτροπές και επωμιδοφόρους τοποτηρητές, βρίσκονται πίσω από τα λιγοστά ελληνικά βιβλία που θα εκδοθούν του χρόνου στη Γερμανία. Εν όψει του 2001 ο οίκος Hanser θυμήθηκε ότι ένας γάλλος σκηνοθέτης σχεδίαζε παλαιότερα να μεταφέρει στον κινηματογράφο το έργο κάποιου έλληνα πεζογράφου που είχε εκδοθεί από τον Gallimard.


Ετσι το μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι Η μητέρα του σκύλου μεταφράζεται τώρα στα γερμανικά, όπως και ο Υπόγειος ουρανός της Σώτης Τριανταφύλλου: ξετρέλανε συμπαθή Ελληνίδα του Μονάχου που εκμυστηρεύθηκε τον ενθουσιασμό της στον Hanser. Ο οίκος της Ζυρίχης Diogenes θυμήθηκε ένα ραβασάκι σε μποτίλια που είχε ριχτεί παλαιότερα στο εκδοτικό πέλαγος από το Ινστιτούτο Goethe στην Αθήνα και εξέδωσε εφέτος κιόλας το Νυχτερινό δελτίο του Πέτρου Μάρκαρη με τίτλο Hellas Channel: είναι η πρώτη μεγάλη επιτυχία ελληνικού βιβλίου στον γερμανόφωνο χώρο. «Ο ελβετικός εκδοτικός οίκος» έγραψε ο κριτικός της «Frankfurter Rundschau» «ψάρεψε σε θολά νερά και έπιασε χρυσόψαρο. Ο Πέτρος Μάρκαρης έχει απελευθερωθεί από τη σαβούρα της ελληνικής παράδοσης και διηγείται με μια σπάνια για τους έλληνες ομοτέχνους του μεσογειακή ελαφρότητα, γεμάτος μεράκι να εξιστορεί. Ο αστυνόμος Κώστας Χαρίτος είναι μια νέα μορφή στο λογοτεχνικό στερέωμα». Το βιβλίο του Μάρκαρη έχει πουλήσει κιόλας 12.000 αντίτυπα και ο Diogenes έσπευσε να διασφαλίσει τα δικαιώματα και του επόμενου έργου του, Αμυνα ζώνης. Ο οίκος Piper αναζήτησε επίσης έλληνες συγγραφείς για το 2001 και υιοθέτησε μια πρόταση ενός γερμανού ατζέντη από το Βερολίνο (Αντώνης Σουρούνης, Ο χορός των ρόδων) και μια γνώμη πάλι από τη μεριά του Ινστιτούτου Goethe στην Αθήνα (Νίκος Θέμελης, Η αναζήτηση). Οσο για τον οίκο Eichborn, στηρίχθηκε σε πρόταση ενός ατζέντη από το Λονδίνο και έπειτα από ειδική γνωμοδότηση πείστηκε και θα εκδώσει το έργο του Ανδρέα Στάικου Επικίνδυνες μαγειρικές λόγω της εξαιρετικής πρωτοτυπίας του.


Ο ιδιωτικός ζήλος


Απέχουμε ακόμη παρασάγγες από μια οργανωμένη και ομαλή μεταφορά της λογοτεχνίας μας στον γερμανόφωνο χώρο που θα σήμαινε ανοιχτούς διαύλους τακτικής επικοινωνίας με την ελληνική βιβλιοπαραγωγή και δη με πρωτοβουλία των γερμανικών εκδοτικών οίκων. Στη σημερινή, προϊστορική θα λέγαμε, φάση είναι αναπόφευκτο να παίζει πρωτεύοντα ρόλο το υπό κανονικές συνθήκες συμπληρωματικό, δηλαδή ο ιδιωτικός ζήλος. Μέχρι στιγμής ο πιο στέρεος δεσμός στην όλη περιπέτεια της μετάφρασης ελληνικών λογοτεχνικών έργων στα γερμανικά φαίνεται πως είναι η αγάπη των μεταφραστών προς τους συγγραφείς. Μεταφραστές πεπεισμένοι για τα έργα προχωρούν συχνά στη μερική μετάφρασή τους και τα προτείνουν όπου μπορούν, αντί του κανονικού, που θα ήταν οι οίκοι να επιλέγουν έργα και να τα αναθέτουν στη συνέχεια στους μεταφραστές.


Ετσι ήταν η Δανάη Κούλμας και η Νόνα Νίλσεν-Στόκεμπι που έφεραν τη Ζυράννα Ζατέλη στον οίκο Kiepenheuer & Witsch και ο Νόρμπερτ Χάουζερ που οδήγησε τελικά τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη στον DuMont. Αντίθετα η ανάλογη προσπάθεια του Ουλφ-Ντίτερ Κλεμ με τα Φτερά Μπεκάτσας του Θανάση Βαλτινού δεν έχει ακόμη ευοδωθεί. Πάντως τα έργα Και με το φως του λύκου επανέρχονται της Ζατέλη και Ανωφελές διήγημα του Γιατρομανωλάκη ξεκίνησαν το ταξίδι τους στη γερμανική αγορά με την αρματωσιά καλών εκδοτικών οίκων.


Οι οίκοι με τη σειρά τους έχουν απρόβλεπτες αντιδράσεις όταν τα βιβλία που εκδίδουν δεν πάνε καλά. Το βιβλίο της Ζατέλη έφθασε μετά βίας τα 8.000 αντίτυπα, το βιβλίο του Γιατρομανωλάκη δεν άγγιξε καν τα 6.000, εμπορικά δηλαδή υπήρξαν κατώτερα των προσδοκιών. Είναι αλήθεια ότι η λογοτεχνική κριτική της «Frankfurter Allgemeine Zeitung», που είναι αμείλικτη αλλά και καθοριστική για τις πωλήσεις, δεν χαρίστηκε ούτε στους δικούς μας συγγραφείς. Η εφημερίδα καταμαρτύρησε στη Ζατέλη «ασυνέπεια στη μίμηση της προφορικότητας, κίβδηλη απλοϊκότητα και κάλπικο φολκλόρ», ενώ βρήκε τη διήγηση του Γιατρομανωλάκη αναρχική και ανοικονόμητη. Ενώ όμως ο Kiepenheuer & Witsch ποιείται τώρα την νήσσαν ενώπιον του 2001 και θα αρκεστεί ενδεχομένως σε κάποια εκστρατεία επαναπροβολής του ίδιου βιβλίου της Ζατέλη, ο DuMont επιμένει στην επιλογή Γιατρομανωλάκη και ετοιμάζεται να εκδώσει και το Ερωτικόν. Αναμφίβολα όμως ο πιο πιστός και ενθουσιώδης με τον έλληνα συγγραφέα του οίκος της Γερμανίας είναι ο Rotbuch. Μια συνεργάτιδά του ανακάλυψε την Αμάντα Μιχαλοπούλου, τον καιρό που βρισκόταν στο Βερολίνο, και τον έπεισε να εκδώσει το Γιάντες. Το βιβλίο δεν πούλησε ούτε 5.000 αντίτυπα, αλλά ο Rotbuch δεν ορρωδεί προ ουδενός: ετοιμάζει έναν τόμο με διηγήματα της συγγραφέως αλλά και τη μετάφραση του Οσες φορές αντέξεις. Μέσα στο 2001 μάλιστα θα διανθίσει την ευρεία παλέτα Μιχαλοπούλου με την Τερέζα του Φρέντυ Γερμανού.


«Ανίδεοι και χορτάτοι» εφησυχάζαμε για χρόνια με ποικίλες αυταπάτες: ότι η καχεξία του ελληνικού βιβλίου στη Γερμανία ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ηγεμονίας των μεγάλων γλωσσών και της αδυσώπητης αγοράς ή ότι αρκούσαν για την εξαγωγή της λογοτεχνίας μας γελωτοποιοί και συμποσίαρχοι ή ότι τέλος πάντων το ελληνικό βιβλίο θα έβρισκε και μόνο του τον δρόμο του. Τώρα διαπιστώνουμε για μία ακόμη φορά ότι η παρουσία της λογοτεχνίας μας στη Γερμανία παραμένει αναιμική. Το 2001 ωστόσο ρίχνεται ένας σπόρος που αν οδηγήσει και σε κάποιες εκδοτικές επιτυχίες τύπου Μάρκαρη θα φέρει τα επόμενα χρόνια μια πρώτη ανθοφορία. Η Διεθνής Εκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης του χρόνου δεν θα είναι για την Ελλάδα το επιστέγασμα μιας συστηματικής και σοβαρής προβολής του ελληνικού βιβλίου στο εξωτερικό αλλά Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος η έναρξη αυτής της προβολής.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.