Η γοητεία και η πρόκληση της ανάγνωσης έργων σύγχρονης ιστορίας έγκεινται στην αντιπαραβολή ανάμεσα στα βιώματα ή τα ακούσματα του αναγνώστη που έχει οικειότητα με τα γεγονότα, από τη μια, και στα πορίσματα της συστηματικής έρευνας, από την άλλη. Ξεφυλλίζοντας σελίδες για γεγονότα που «ξέρεις» ή «έζησες» δοκιμάζεις μια εμπειρία αναστοχασμού, καθώς αυτό που ήταν ατομική εμπειρία έχει αντικειμενικοποιηθεί σε κοινωνικό προϊόν, αποτέλεσμα των εκάστοτε όρων παραγωγής ιστοριογραφίας για την κοινωνία αλλά και της ευρύτατης παραδοχής ότι το ιστορικό έργο αντανακλά την κοινωνικοπολιτική συγκυρία στην οποία γράφεται. Επιπλέον, για πολλούς ­ και ορθά ­ η ιστορία είναι πλέον μια κοινωνική επιστήμη, πράγμα που σημαίνει ότι επικοινωνεί με τις μεθόδους και τα πορίσματα της κοινωνιολογίας, της πολιτικής επιστήμης, της κοινωνικής ανθρωπολογίας, της ψυχολογίας και των οικονομικών. Η παραδοχή αυτή σημαίνει επίσης ότι οι κάθε φορά εξιστορούμενες εξελίξεις δεν λαμβάνουν χώρα σε κοινωνικό κενό. Δεν είναι απλό αποτέλεσμα της βούλησης συγκεκριμένων ατόμων (π.χ., μεμονωμένων πολιτικών ηγετών, στρατηγών, ηρώων ή προδοτών) ούτε απόρροια της θείας πρόνοιας.


Το παλιό και το νέο στην Ιστορία του Ελληνικού Εθνους



Ενδιαφέρον πεδίο δοκιμής της έκτασης στην οποία ισχύει η παραπάνω παραδοχή είναι οι γενικές ιστορίες, αφού αυτές εκ των πραγμάτων έχουν περιορισμένη έκταση, έστω και αν είναι πολύτομες (όπως η Ιστορία του Ελληνικού Εθνους), και μεγάλο θεματικό εύρος. Ειδικότερα, κάθε συλλογικό έργο γενικής ιστορίας περιέχει μια δοσολογία διαφόρων ειδικοτήτων της επιστήμης της ιστορίας (π.χ., πολιτική, οικονομική, κοινωνική ιστορία) και, αφού οι συγγραφείς είναι περισσότεροι του ενός, συνήθως διαφοροποιημένες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Με ποια δοσολογία και με ποιους τρόπους έχουν «δεθεί» μεταξύ τους τα κείμενα των 26 συγγραφέων του τελευταίου τόμου της εν λόγω Ιστορίας; Ο ΙΣτ´ τόμος της Ιστορίας του Ελληνικού Εθνους της Εκδοτικής Αθηνών είναι ο τελευταίος της πολύτομης αυτής έκδοσης, την οποία διευθύνουν οι Γ. Χριστόπουλος και Ι. Μπαστιάς. Επιστημονικός υπεύθυνος του τελευταίου τόμου είναι ο Ευ. Κωφός, ενώ σύμβουλοι έκδοσης είναι οι Θ. Βερέμης και Κ. Σβολόπουλος. Ανάμεσα στην έκδοση του προηγούμενου τόμου (το 1978) και στην έκδοση αυτού που παρουσιάζουμε σήμερα έχει παρέλθει ικανό διάστημα χρόνου, κατά το οποίο τα ενδιαφέροντα της κοινότητας των ελλήνων ιστορικών έχουν μετατοπιστεί εν μέρει. Είναι πολύ θετικό το ότι στον τελευταίο τόμο του έργου φαίνεται πως έχει γίνει προσπάθεια να περιληφθούν ορισμένες νέες θεματικές οι οποίες δεν υπήρχαν παλιότερα. Παράδειγμα είναι το τμήμα για τους Ελληνες Εβραίους στις σελ. 56-57, για τους οποίους δεν υπήρχε τίποτε στον αμέσως προηγούμενο, ΙΕ’ τόμο. Είναι ωστόσο εμφανής και η προσπάθεια να διατηρηθούν το ύφος και η παραδοσιακή δοσολογία των προηγούμενων τόμων, πιθανώς λόγω της οικειότητας των αναγνωστών με αυτούς και λόγω του προφίλ που έχει διαμορφώσει στο αγοραστικό κοινό η Εκδοτική Αθηνών. Ως εκ τούτου φαίνεται ότι στον τελευταίο τόμο δεν μπορούσε να υπάρξει ριζική αναθεώρηση της δομής του έργου. Το όλο έργο διακρίνεται από προσήλωση στην εμπειρική καταγραφή γεγονότων και τάσεων, στην οποία και στηρίζεται η συνοχή του.


Η απουσία της κοινωνικής ιστορίας


Από θεματική άποψη ο τελευταίος τόμος είναι κυρίως πολιτική ιστορία της πολεμικής και μεταπολεμικής περιόδου, εστιασμένη στις κινήσεις και στις διαμάχες των σημαντικότερων πολιτικών ηγετών και κομμάτων στους τομείς της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής, με ιδιαίτερη έμφαση στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Χωρίζεται σε μεγάλα μέρη, καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη περίοδο (1941-1944, 1944-1949, 1949-1967, 1967-1974, 1974-1981, η δεκαετία του ’80 και η δεκαετία του ’90 ως και την ορκωμοσία της κυβέρνησης Κ. Σημίτη τον Απρίλιο του 2000). Σε κάθε περίοδο η εξιστόρηση ακολουθεί ένα τριμερές μοτίβο: εσωτερικές εξελίξεις, πορεία της οικονομίας, εξωτερική πολιτική. Τα κεφάλαια για κάθε περίοδο έχουν γραφεί από διαφορετικούς συγγραφείς, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από την ιστορία, την πολιτική επιστήμη, τα νομικά και τα οικονομικά. Μερικές φορές ο ίδιος συγγραφέας πραγματεύεται ένα από τα παραπάνω τρία μέρη ή ένα ειδικό θέμα σε διαδοχικές χρονικές υποπεριόδους της εξηκονταετίας 1941-2000, πράγμα που ενισχύει τη συνοχή της αφήγησης, ξεδιπλώνοντας όμως και παράλληλους «λόγους» σε συναφή θέματα. Ετσι ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει μη διαδοχικά τμήματα του βιβλίου ως συνεχόμενη μονογραφία πάνω στην εξέλιξη ενός θέματος, που είναι και ο καλύτερος τρόπος ανάγνωσης του έργου και μεγάλο πλεονέκτημα της συγκεκριμένης έκδοσης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το τμήμα για το Μακεδονικό ζήτημα το 1941-1950 στις σελ. 158-165 και το τμήμα για την πολιτική της Ελλάδας στα Βαλκάνια κατά τη δεκαετία του ’90 στις σελ. 413-418. Στο τέλος του τόμου, πριν από την ιστορία του «πνευματικού βίου και πολιτισμού στην Ελλάδα», παρεμβάλλονται κεφάλαια για την πορεία του ελληνισμού εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους (Κύπρος και Κυπριακό ζήτημα, Απόδημος Ελληνισμός – Βόρειος Ηπειρος, Κωνσταντινούπολη, Διασπορά).


Η καθαυτό κοινωνική ιστορία καταλαμβάνει συγκριτικά λίγες σελίδες, συνήθως στο πλαίσιο των τμημάτων του τόμου που είναι αφιερωμένα στην οικονομία και σε όσα τμήματα έχουν γραφεί από συγγραφείς που έχουν θεωρητική αφετηρία της συμβολής τους τη σύνδεση του πολιτικού με το κοινωνικό. Η Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, όπως το δηλώνει και ο ίδιος ο τίτλος, δεν είναι τόσο μια ιστορία της ελληνικής κοινωνίας όσο μια ιστορία πληθυσμών και περιοχών που περιλαμβάνονται στην παραδοσιακή αντίληψη του συγκεκριμένου έθνους ως ενιαίου και συνεχόμενου όλου. Το αποτέλεσμα είναι ότι λίγες τάσεις της κοινωνικής εξέλιξης της μεταπολεμικής περιόδου εξετάζονται εκτενώς (π.χ., η μετανάστευση, στις σελ. 233 και 526-538) και ορισμένες πολύ περιορισμένα (π.χ., οι εργασιακές σχέσεις, οι εισοδηματικές ανισότητες και οι κινητοποιήσεις των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, θέματα τα οποία εξετάζονται διάσπαρτα και σε διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης στις σελ. 205-206, 235-236, 281-282, 290, 319-320, 350-351, 365-366, 371-372, 391), ενώ άλλες δεν θίγονται σχεδόν καθόλου (π.χ., η σταδιακή και κατόπιν ραγδαία είσοδος των γυναικών στην ανώτατη εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας και η γενικότερη μεταβολή της θέσης της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία, βλ. σελ. 405). Επίσης η πολιτισμική ιστορία έχει περιοριστεί σε ελάχιστες σελίδες στο τέλος του τόμου, ενώ η ιστορία των ιδεών, περιλαμβανομένων των ιδεολογικών ρευμάτων και των κοινωνικών νοοτροπιών, υποκρύπτεται στις επισκοπήσεις της εκπαίδευσης και της λογοτεχνίας («Εκπαίδευση, λογοτεχνία, τέχνη», σελ. 547-585). Στο βιβλίο ως «τέχνη» νοούνται, εκτός από τη λογοτεχνία, οι παραδοσιακές εικαστικές τέχνες. Ο κινηματογράφος και η φωτογραφία απουσιάζουν εντελώς, όπως άλλωστε η μουσική και ο χορός. Και στους προηγούμενους τόμους της Ιστορίας οι επιλογές των εκδοτών ήταν παρόμοιες, αλλά σε ορισμένους τόμους (π.χ. στον ΙΔ’, ο οποίος αφορά την περίοδο 1881-1913) υπήρχε μεγαλύτερη μέριμνα για την αποτύπωση των ευρύτερων κοινωνικών εξελίξεων.


Ενα βιβλίο αναφοράς


Μια γενική ιστορία δεν μπορεί να τα περιλαμβάνει όλα. Η παράλειψη ορισμένων ειδικοτήτων της ιστορικής ανάλυσης προδίδει φυσικά συγκεκριμένες θεωρητικές προτιμήσεις, αλλά δεν είναι πάντοτε πρόβλημα, εφόσον προσφέρεται ένα γενικό πλαίσιο ερμηνείας, δηλαδή μια πρόταση για εξερεύνηση όσων πτυχών του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι δεν ερευνώνται πλήρως σε μια γενική ιστορία. Η πρόταση αυτή δεν υπάρχει στην υπό κρίση έκδοση. Κάποιες εννοιολογικές προτιμήσεις εμφανίζονται σε επί μέρους κεφάλαια, ανάλογα με τις υποθέσεις εργασίας κάθε συγγραφέα, οι οποίες μερικές φορές συμπίπτουν (π.χ., η υπόθεση αποκλεισμού ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων από τον πυρήνα του πολιτικού συστήματος στις σελ. 351 και 372 και η έννοια του «πλέγματος εξουσίας»). Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του τόμου, το οποίο είναι η επιμελής προσπάθεια να μη δοθεί στον αναγνώστη ένα συνολικό ερμηνευτικό σχήμα για την υπό εξέταση περίοδο ώστε εκείνος ή εκείνη να κρίνει με βάση τα γεγονότα, μπορεί, από την άλλη μεριά, να θεωρηθεί και ως πλεονέκτημα: η Ιστορία του Ελληνικού Εθνους προσφέρει μια καταγραφή ιστορικών εξελίξεων η οποία, χωρίς να αποφεύγει τις αξιολογικές κρίσεις σε συγκεκριμένες προφανείς περιπτώσεις (βλ., π.χ., την αρνητική αξιολόγηση της δικτατορίας των συνταγματαρχών), δίνει την οπτική της μιας και της άλλης πλευράς στους οξείς πολιτικούς διχασμούς της περιόδου, παρουσιάζει μια «μετρημένη» γραμμή ανάλυσης και είναι γραμμένη σε στρωτή, ιδιαίτερα επιμελημένη γλώσσα. Πριν από την έκδοση του τόμου αυτού υπήρχαν ελάχιστα λίγα βιβλία γενικής ιστορίας για την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο και σχεδόν κανένα για τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Ο τελευταίος τόμος της Ιστορίας του Ελληνικού Εθνους καλύπτει αυτά τα κενά και είναι ένα βιβλίο αναφοράς. Φθάνει ως και τα πρόσφατα γεγονότα με ευσύνοπτο τρόπο και συνοδεύεται από λεπτομερέστατο ευρετήριο και πλουσιότατη βιβλιογραφία, όπως και οι προηγούμενοι τόμοι της ίδιας έκδοσης. Ιδιαίτερα χρήσιμα είναι τα κεφάλαια για περιστάσεις ή περιόδους για τις οποίες λίγα πράγματα είναι ευρέως γνωστά (π.χ., τα κείμενα για τη βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης το 1941-1944 στις σελ. 64-71 και για τις τύχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στις σελ. 517-525). Περιλαμβάνει, εκτός από τα κείμενα, κλασικές αλλά και αδημοσίευτες φωτογραφίες, εύληπτους στατιστικούς πίνακες, διαγράμματα και ιστογράμματα, πορτρέτα και αφίσες, στην καλή ποιότητα εκτύπωσης στην οποία μας έχει συνηθίσει η Εκδοτική Αθηνών. Εν τέλει είναι ένα βιβλίο από το οποίο μπορεί να ξεκινήσει κανείς τη μελέτη του προτού περάσει σε ειδικότερες έρευνες και στο οποίο μπορεί να επιστρέφει περιοδικά για να διευκρινίζει απορίες για πρόσωπα και γεγονότα.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.