OIan Kershaw μας πληροφορεί ότι έχουν γραφτεί 120.000 μελέτες για τον Χίτλερ (σελ. 4). Οταν έχουν γραφτεί τόσο πολλά, τι θα μπορούσε να προσθέσει μια νέα βιογραφία του; Δεν είναι προφανές, για κάποιους, ότι ο Χίτλερ ήταν ένας παντοδύναμος, παρανοϊκός δικτάτορας που εκμαύλισε έναν αθώο λαό; Δεν είναι εξίσου προφανές, για κάποιους άλλους, ότι στο πρόσωπό του απλώς εκδηλώθηκε η μακροχρόνια και ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα εμφανής ροπή της Γερμανίας προς τον αυταρχισμό; Ο Kershaw αρνείται και τις δύο εκδοχές. Αυτά που συνέβησαν στη Γερμανία κατά τον Μεσοπόλεμο δεν οφείλονται στη δράση ενός μόνο πολιτικού όσο χαρισματικός και αν υπήρξε αυτός. Ταυτόχρονα η διολίσθηση της Γερμανίας προς τον αυταρχισμό και κατόπιν προς τον πόλεμο δεν ήταν αδήριτη. Παρά τον Χίτλερ τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν έρθει και αλλιώς. Οπως το θέτει ο Kershaw: «Τίποτε το αναπόφευκτο δεν υπήρχε στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία» (σελ. 473). Η μέθοδος του συγγραφέα είναι ένας ισορροπημένος εκλεκτικισμός: «…Οπως ακριβώς αποτελεί στρέβλωση να βλέπουμε μέσα στη γερμανική ιστορία ένα άτεγκτο πρότυπο μιας εξέλιξης η οποία κορυφώθηκε στον Χίτλερ, έτσι θα ήταν παραπλανητικό να συναγάγουμε ότι ο Χίτλερ υπήρξε κεραυνός εν αιθρία, ότι δηλαδή τίποτε μέσα στην εξέλιξη της Γερμανίας δεν είχε προετοιμάσει το έδαφος για την καταστροφή που έφερε ο ναζισμός. Και θα ήταν επίσης επικίνδυνο να υποθέσουμε ότι ένα και μόνο άτομο είχε τόσο πολύ υπνωτίσει το έθνος ώστε να οδηγήσει την κατά τα άλλα υγιή πρόοδό του σε εκτροχιασμό» (σελ. 95). Είναι εξαιρετικά δύσκολο να βαδίσει η ιστορική ανάλυση ανάμεσα στη στρέβλωση και στον κίνδυνο που επισημαίνονται στο παράθεμα. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Kershaw με δυσκολία αποφεύγει τόσο τον πειρασμό της λειτουργιστικής ερμηνείας, ιδίως όταν εξηγεί πόσο βολικό ήταν το κίνημα του Χίτλερ για όλες σχεδόν τις κοινωνικές τάξεις και τις επαγγελματικές κατηγορίες της μεσοπολεμικής Γερμανίας (στις σελ. 454-457), όσο και την ευκολία της προσωποκεντρικής εξήγησης, όταν, λ.χ., εστιάζει στην ικανότητα του Χίτλερ να χειρίζεται τα πρόσωπα που τον περιέβαλλαν ως φίλοι προτού ασχοληθεί με την πολιτική ή ως υπαρχηγοί μετά την ανάδειξή του ως ηγέτη (σελ. 58, 86, 334 και 340).


Η απλή υπόθεση εργασίας ότι το ναζιστικό φαινόμενο δεν εξηγείται αποκλειστικά ούτε από δομικούς ούτε από υποκειμενικούς παράγοντες δεν αρκεί. Ούτε είναι ικανοποιητική η πιο ώριμη, αλλά αφηρημένη υπόθεση της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, στις πολιτικές ευκαιρίες και στη βούληση και δράση μιας χαρισματικής προσωπικότητας όπως ο ναζιστής ηγέτης. Απαιτείται ένα ακόμη βήμα, ένα εγχείρημα ανίχνευσης των συγκεκριμένων τρόπων με τους οποίους τα υποκείμενα, ο Χίτλερ και οι πιστότεροι συνεργάτες του, έδρασαν μέσα στις δομές της Γερμανίας του Μεσοπολέμου. Ο συγγραφέας κάνει αυτό το πρόσθετο βήμα με επιτυχία. Παρακολουθούμε χρόνο τον χρόνο, μήνα τον μήνα, μερικές φορές από τη μία ημέρα στην άλλη τα στάδια της πορείας ενός μάλλον ατάλαντου καλλιτέχνη που μεταμορφώθηκε σε ενθουσιώδη στρατιώτη, σε πολιτικό καιροσκόπο, κατόπιν σε δημαγωγό και αποτυχημένο πραξικοπηματία, τέλος σε αρχηγό κόμματος προτού καταλήξει καγκελάριος και μεγαλομανής δικτάτορας. Στο τελευταίο στάδιο πίστευε ότι τον καθοδηγούσε η Θεία Πρόνοια. Γι’ αυτό ο Χίτλερ διέπραξε ύβριν, που κατά τον Kershaw σημαίνει την «άμετρη αλαζονεία που οδηγεί στην καταστροφή» (σελ. 653).



Δεν πρόκειται για την «οριστική» βιογραφία του Χίτλερ. Οχι γιατί ο συγγραφέας δεν έχει καλύψει το θέμα πλήρως, αντίθετα είναι εξαντλητικός. Αλλά γιατί τα ερωτήματα που συμπυκνώνει η περίπτωση «Χίτλερ» είναι διαρκή. Η υποστήριξη ετερογενών κοινωνικών στρωμάτων προς τον φασισμό (με προεξάρχουσα τη συντηρητική αστική τάξη), οι όροι που ευνοούν την κατάρρευση του δημοκρατικού πολιτεύματος, η ευθύνη των λαών που επιτέλεσαν ή ανέχθηκαν το έγκλημα της γενοκτονίας, οι σχέσεις του κεφαλαίου με την πολιτική εξουσία, οι απροσδόκητες συνέπειες του ρασιοναλισμού και της χρήσης της τεχνολογίας, τέλος και κυρίως ο αντισημιτισμός και ο δίδυμός του εθνικισμός, όλα συνοψίζονται παραδειγματικά στη μελέτη του χιτλερικού φαινομένου. Κάθε φορά που κάποιο από αυτά τα ερωτήματα επανέρχεται στη δημόσια σφαίρα, η αναφορά στη Γερμανία του Μεσοπολέμου είναι επίκαιρη, ακόμη και αν οι συνθήκες είναι διαφορετικές.


Το βιβλίο είναι υπόδειγμα επιστημονικής μελέτης και όχι συναρπαστικό μυθιστόρημα. Αν και υπάρχουν κορυφώσεις της πλοκής, όπως οι πρώτες ώρες του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Χίτλερ στο Μόναχο το 1923, οι στιγμές πριν από τον διορισμό του ως καγκελαρίου το 1933 και η είσοδος του γερμανικού στρατού στη Ρηνανία το 1936 (με την οποία τελειώνει ο πρώτος αυτός τόμος της βιογραφίας), το βιβλίο συνολικά είναι ένα κέντημα με βελονιές από δεκάδες πρωτογενείς πηγές. Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται για γρήγορες γενικεύσεις δεν θα το απολαύσει γιατί πρόκειται για μια λεπτομερή ανάλυση του τι γνωρίζουμε και τι δεν γνωρίζουμε για τον Χίτλερ και την εποχή του, συμπληρωμένη με κριτική των προηγούμενων ερμηνειών. Με άλλα λόγια ο συγγραφέας είναι απαιτητικός από τον αναγνώστη. Ωστόσο τον ανταμείβει με την έμπειρη νηφαλιότητα σε συνδυασμό με τον σαρκασμό και τη λεπτή ειρωνεία του ύφους του.


Η απόδοση στα ελληνικά ενός τέτοιου και τόσου ογκώδους έργου είναι επίτευγμα. Παρά τη γενικά προσεγμένη μετάφραση και επιμέλεια έχουν παρεισφρήσει λίγα τυπογραφικά λάθη, τα οποία σε ορισμένα σημεία επηρεάζουν το νόημα (π.χ., στη σελ. 404 «επαναστατικής κοινότητας» αντί για το ορθό «επιχειρηματικής κοινότητας» και στη σελ. 651 «προβλέπει» αντί για το ορθό «παραβλέπει».) Γενικά όμως η ελληνική έκδοση του βιβλίου διακρίνεται από υψηλή αισθητική. Μάλιστα ως προς αυτήν είναι καλύτερη από το αγγλικό πρωτότυπο.


Είναι προφανές ότι σήμερα στην Ευρώπη είναι απίθανο, ευτυχώς, να συμπέσουν ξανά όλοι εκείνοι οι δομικοί και υποκειμενικοί παράγοντες που έκαναν δυνατή την άνοδο κάποιου σαν τον Χίτλερ στην εξουσία. Ταυτόχρονα όμως ορισμένα ιδεολογικά και κοινωνικά ρεύματα της εποχής εκείνης δεν έχουν εντελώς εξαλειφθεί. Ζουν υπόγεια ζωή και κατά καιρούς βρίσκουν την έκφρασή τους σε εξωραϊσμούς των εννοιών της εθνικής καθαρότητας και της σωτηρίας του έθνους και σε αμφισβητήσεις του Ολοκαυτώματος. Ο σημαντικότερος λόγος για να διαβάσει κανείς αυτό το βιβλίο συνίσταται στην τεκμηριωμένη απόρριψη των ιστορικών προσεγγίσεων που απαλύνουν τον αποτρόπαιο χαρακτήρα του χιτλερικού φαινομένου καθώς και τους κινδύνους του εθνικισμού και του αντισημιτισμού που το εξέθρεψαν.


Ο κ. Δ. Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.