Το τέλος του ανθρωπισμού


Τα μεγάλα έργα έχουν πάντα τον χρόνο με το μέρος τους, που σημαίνει ότι μπορούν να περιμένουν.


Το αριστούργημα του Χέρμαν Μπροχ Βιργιλίου θάνατος εκδίδεται στα ελληνικά 49 χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Προηγήθηκε η έκδοση, το 1987, του άλλου μεγάλου μυθιστορήματός του Οι υπνοβάτες, που κυκλοφόρησε στα γερμανικά το 1932. Οσο για τα δοκίμια του Μπροχ, ο οποίος υπήρξε και από τους σπουδαιότερους ευρωπαίους δοκιμιογράφους του αιώνα μας, αυτά είναι δυστυχώς τελείως άγνωστα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό.


Ο Χέρμαν Μπροχ γεννήθηκε στη Βιέννη το 1886. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του εργάστηκε στο υφαντουργείο του πατέρα του ως το 1925, οπότε και αποφάσισε, πλησιάζοντας τα 40, να εγκαταλείψει την πατρική επιχείρηση και να σπουδάσει μαθηματικά, φιλοσοφία και ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Οι σπουδές αυτές θα απέβαιναν καθοριστικές, μαζί με τη μουσική, στη διαμόρφωση του ποιητικού και πεζογραφικού έργου του.


Το 1932 κυκλοφόρησε το ογκώδες μυθιστόρημά του Οι υπνοβάτες σε τρεις τόμους, το οποίο ωστόσο προσέχθηκε μόνο από τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, που διαπίστωναν ότι με το βιβλίο αυτό η γερμανόφωνη λογοτεχνία αποκτούσε έναν ακόμη μεγάλο συγγραφέα. Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από τους ναζιστές ο Μπροχ συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Μέσα στη φυλακή αρχίζει να γράφει το Βιργιλίου θάνατος. Αποφυλακίζεται έπειτα από παρέμβαση των φίλων του (ανάμεσά τους και ο Τζόις) και μεταναστεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Αμερική ολοκληρώνει το μείζον αυτό μυθιστόρημα και επιβλέπει την αγγλική μετάφρασή του. Πεθαίνει το 1951 στο Νιου Χέιβεν αυτοεξόριστος, σε μια βασανιστική σιωπή και σχεδόν τελείως ξεχασμένος. Σήμερα το έργο του θεωρείται από τη διεθνή κριτική ισάξιο του Μούζιλ, του Τζόις και του Προυστ. Ο Τζορτζ Στάινερ μάλιστα τον θεωρεί τον μεγαλύτερο συγγραφέα που παρουσιάστηκε στα ευρωπαϊκά γράμματα μετά τον Τζόις.



Το Βιργιλίου θάνατος είναι ένα μυθιστόρημα εξαιρετικά δύσκολο και απαιτεί αναγνώστες υψηλού επιπέδου, απόλυτη αφοσίωση στο κείμενο κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, εξοικείωση με το πνεύμα της ρωμαϊκής εποχής, κυρίως όμως με τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς του ευρωπαϊκού Μεσοπολέμου, όπως και με τα πνευματικά ρεύματα που τον διατρέχουν. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι πρόκειται για βιβλίο βιβλίων ή για βιβλίο αναφορών και παραπομπών. Αξίζει να σημειωθεί όμως ότι ο αναγνώστης που θα έχει πιο μπροστά διαβάσει το Tractatus του Βιτγκενστάιν ασφαλώς και θα διεισδύσει ευκολότερα στο βαθύτερο υπόστρωμα της αγωνιώδους προβληματικής του Μπροχ και της περίπλοκης αρχιτεκτονικής του μυθιστορήματος. Γιατί το θέμα είναι στην ουσία του απλό: ο Βιργίλιος, απογοητευμένος βαθύτατα ­ και φθάνοντας πολλές φορές στην κατάσταση του σωματικού πόνου ­ από τη βαρβαρότητα, τη χυδαιότητα και την ωμή βία της εποχής του, αποφασίζει προ του θανάτου του να καταστρέψει το χειρόγραφο της Αινειάδας. Ο ποιητής του έπους περιέρχεται στην κατάσταση του τραγικού γιατί η εποχή στην οποία ζει ορίζεται από την απολυταρχική δύναμη (χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη είναι το τρίτο κεφάλαιο Γη ­ Η προσδοκία και ιδιαίτερα οι διάλογοι Βιργιλίου – Αυγούστου). Η αλήθεια και η ομορφιά που περιέχονται στη γλώσσα και στις μονάδες της (τις λέξεις) δεν μας προσφέρουν καμία δυνατότητα να υπερβούμε τα όσα υποφέρει ο άνθρωπος, αφού το άτομο ως αυτόνομη και ενιαία συνείδηση είναι ανίκανο να αντισταθεί στην επέλαση της βαρβαρότητας.


Για να κατανοήσουμε καλύτερα το κατασκευαστικό σχέδιο και τις προθέσεις του έργου μάς βοηθά ο ίδιος ο Μπροχ, ο οποίος υποστήριζε ότι «το σύγχρονο μυθιστόρημα έχει γίνει πολυϊστορικό» και πως «πρέπει να είναι ο καθρέφτης όλων των άλλων εικόνων του κόσμου».


Σύμφωνα με τα παραπάνω, επομένως, το θέμα αναδεικνύεται όχι ως καθαυτό αλλά ως αποτέλεσμα της αντιστικτικής λειτουργίας, δηλαδή του τι προηγείται και τι έπεται στην αφήγηση, όπου τα πάντα καθορίζονται από τη δύναμη της γλώσσας να τα απορροφά και στη συνέχεια να τα απλώνει μέσα στην παφλάζουσα ροή των εσωτερικών διακυμάνσεων της ψυχής και των αισθήσεων.


Κάθε μυθιστόρημα, ωστόσο, όπως και κάθε έργο τέχνης, είναι προϊόν της εποχής του, η οποία εδώ λειτουργεί ως τεράστια μεταφορά ­ και όχι μόνον ως αλληγορία του Κακού. Ο Βιργίλιος είναι ο ποιητής της αναχώρησης και της εξορίας, στον οποίον ο Μπροχ αναγνωρίζει, χωρίς αμφιβολία, τον εαυτό του. Η έννοια του Τέλους δεν περιέχεται μόνο στη στιγμή του θανάτου του Βιργιλίου αλλά και στο ίδιο το βίωμα της καταστροφής που στέκει μετέωρη πάνω από τον καλλιτέχνη και τον σκεπτόμενο δημιουργό της εποχής στην οποία γράφεται το μυθιστόρημα του Μπροχ.


Στο πρώτο κεφάλαιο παρακολουθούμε το πλοίο που μεταφέρει τον Βιργίλιο να εισέρχεται στο λιμάνι του Μπρίντιζι. Ο ποιητής έχει μαζί του ένα κιβώτιο όπου φυλάσσεται το χειρόγραφο της Αινειάδας. Το κιβώτιο αυτό μπορεί να εκληφθεί και ως η Κιβωτός της Διαθήκης, με άλλα λόγια της γλώσσας, η οποία, αδύναμη να εκφράσει την προσβολή που υφίσταται ο άνθρωπος από την εποχή του, θα πρέπει ως ποιητικό δημιούργημα να καταστραφεί.


«Οχι ποίηση μετά το Αουσβιτς» έγραψε κάποτε ο Αντόρνο. Η βία των καιρών καταστρέφει τη δημιουργία, όπως το γράμμα καταστρέφει το πνεύμα, που αποτελεί και μία από τις κρισιμότερες εκδοχές του κεντροευρωπαϊκού angst (άγχος), ξεκινώντας από τους πεζογράφους και ποιητές του 19ου αιώνα και φθάνοντας ως τον Κάφκα.


Ο Μπροχ στήνει το βιβλίο του πάνω στην αφηγηματική λογική του έπους, γι’ αυτό και πρόκειται για κυκλικό ­ και με την έννοια αυτή ποιητικό ­ μυθιστόρημα ή ίσως και για «καθαρό» ποίημα, όπως προτιμά ο έλληνας μεταφραστής του. Το πέρασμα από τη ζωή στον θάνατο, το κύλισμα της βάρκας στα νερά της Στυγός, όλα τα πριν από την τελευταία στιγμή μπορούν να εκφραστούν, εκτός από την εμπειρία της ίδιας της στιγμής. Το Τέλος είναι το άρρητο, δεδομένου ότι, όπως λέει ο Μπροχ, πρόκειται για λόγο που βρίσκεται «επέκεινα της γλώσσας». Τι υπάρχει όμως επέκεινα της γλώσσας; Αυτό που στην ουσία υπάρχει και πριν από τη γλώσσα: η σιωπή, το πεδίο όπου σταματά ο βόμβος των πραγμάτων, ο βόμβος του λόγου, ο βόμβος της Ιστορίας και το ίδιο το Σύμπαν. Ετσι κάθε λόγος που φθάνει στα όρια του λόγου, όπως συμβαίνει σε τούτο το εκπληκτικό έργο, είναι κι ένας επίλογος. Γι’ αυτό και, σύμφωνα με τον Στάινερ, το έργο του Μπροχ είναι ένας επίλογος στον ανθρωπισμό. Ετσι ίσως εξηγείται και το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο συγγραφέας εξαφανίστηκε μέσα στην καθαρή σιωπή των μαθηματικών, μέσα στην αφαίρεση, δηλαδή, πέρα και πάνω από την τυραννία του θέματος.


Το μυθιστόρημα είναι από την αρχή ως το τέλος ­ με εξαίρεση το τρίτο από τα τέσσερα κεφάλαιά του ­ μια αγωνιώδης καταβύθιση στο άρρητο, ένας σκοτεινός μονόλογος διάσπαρτος από πρισματικές λάμψεις εικόνων απίστευτης ωραιότητας, όπου τα πάντα αποκτούν μια συμπαντική αξία καθώς κινούνται πάνω στα μαύρα νερά ανοίγοντας συνεχώς εσωτερικά τοπία που διαλέγονται με την εικόνα του κόσμου, καθώς η ζωή ξεχειλίζει παφλάζοντας προς το δυσοίωνο τέρμα και έπειτα αποσύρεται μέσα στην αμπώτιδα και στην παλίρροια ενός γλωσσικού χειμάρρου που σπρώχνει τον λόγο στις εσχατιές της ανθρώπινης ψυχής, όπου η σκέπη του Οντος είναι ένα ονειρεμένο Τίποτα πάνω από το Τίποτα, όπου ο ποιητής στην προθανάτια ώρα του ακούει ή νομίζει ότι ακούει τη μουσική των σφαιρών, όταν του φαίνεται πως το Σύμπαν αναπνέει για τελευταία φορά. Εικόνες, έννοιες, πράγματα γίνονται όλα ένα, φως και σκοτάδι, νύχτα της θάλασσας και του ουρανού και νύχτα της ψυχής, που το ζοφερό παραλήρημά της το διασχίζουν σαν αιφνίδιες ριπές οι αναμνήσεις. Αναμνήσεις του έργου, αναμνήσεις της ζωής του Βιργιλίου, αναμνήσεις κυρίως του κόσμου που πάει να βρει την ενότητά του αλλά συναντά την καταστροφή και τον ζόφο, φως και σκοτάδι σε ένα δαιμονικό παιχνίδι αντίστιξης. Και όλα τούτα δένονται σε ένα τεράστιο μάγμα αρχαϊκών και σύγχρονων στοιχείων μεταφερμένων μέσα στην ψυχή και στη συνείδηση του ποιητή που είναι η δόξα και το καύχημα της εποχής του αλλά και η προθανάτια εικόνα όπου προβάλλεται το φάσμα της αναχώρησης, του νόστου και της εξορίας όλων των εποχών. Για τη σύγχρονη λογοτεχνία η μεταφορά είναι τεράστια. Ο Μπροχ εδώ με αφετηρία το έπος μιλάει για την τραγωδία.


Η δύναμη των στοιχείων, ως έκφραση των δυνάμεων του Κακού, κάνει κομμάτια την ψυχή του Βιργιλίου την ώρα που ετοιμάζεται να αφήσει το σαρκίο της και να περάσει στο υγρό και απόλυτα μαύρο της αιωνιότητας. Και ίσως αν κάτι συμπεραίνουμε σήμερα διαβάζοντας τους μεγάλους συγγραφείς του αιώνα μας είναι ότι ποτέ άλλοτε η ευρωπαϊκή ευαισθησία δεν ταράχτηκε τόσο βαθιά από τον φόβο της επικράτησης του Κακού, κυρίαρχο στη λογοτεχνία εκείνη που άφησε πίσω της μιαν αξεπέραστη κληρονομιά την οποία συνθέτουν ­ για να περιοριστούμε στην πεζογραφία των κορυφαίων ­ τα έργα του Μπροχ, του Μούζιλ, του Τόμας Μαν, του Τζόις και του Μπέκετ.


Στο άλλο μεγάλο έργο του Μπροχ, τους Υπνοβάτες, η δοκιμιακή γραφή οικοδομεί και στερεώνει τη βάση της αφήγησης. Στο Βιργιλίου θάνατος όμως το επίτευγμα είναι ακόμη μεγαλύτερο, αφού οι έννοιες γίνονται σημεία αναφοράς για έναν διάλογο με την εποχή και τον κόσμο ενσωματωμένο στον μονόλογο εκείνου που ετοιμάζεται να εισέλθει στο σκοτεινό πέρασμα.


Η ποίηση εδώ αρπάζει τις έννοιες και τις μετατρέπει σε κινούμενες εικόνες. Το ίδιο και η γλώσσα, που ενσωματώνει στοιχεία της παλιάς μορφολογίας της (λατινικά) στα νέα μορφότυπά της, όπως τα διαμορφώνει η μουσική αντίστιξη. Ας σημειώσουμε παρεμπιπτόντως την επίδραση του Βιργιλίου στον Απολεσθέντα Παράδεισο του Μίλτον που κατηγορήθηκε πως εισάγοντας στα αγγλικά τη λατινική σύνταξη «εκβαρβάρωσε» τη μητρική του γλώσσα. Η γλώσσα του Μπροχ, ωστόσο, ακολουθεί την πορεία της βάρκας του θανάτου και η πορεία αυτή είναι και σύνοψη μιας ολόκληρης ζωής. Η πυκνότητα του χρόνου επομένως αποτελεί έκφραση του αντιστικτικού της γλώσσας (παρελθόν και παρόν, άτομο και κόσμος, ζωή και θάνατος).


Με τέτοια δεδομένα ένα μυθιστόρημα σαν το Βιργιλίου θάνατος είναι σχεδόν αδύνατον να μεταφραστεί ή καλύτερα η μόνη δυνατότητα που σου προσφέρει είναι να το ξαναγράψεις. Πώς να μεταφέρεις αυτή την τεράστια χειρονομία προς το απόλυτο; Ο μεταφραστής του βιβλίου Γιώργος Κεντρωτής επιτέλεσε έναν άθλο. Μετέφερε το βιβλίο στη γλώσσα μας χρησιμοποιώντας στρωματογραφικά μέσα στην ίδια την αφήγηση όσους γλωσσικούς τύπους του προσέφερε η ελληνική γλώσσα, από την αρχαιότητα ως σήμερα, κάποτε ­ συχνά ­ κατασκευάζοντας δικές του λέξεις, ιδιαίτερα όταν του ήταν απαραίτητες για να σταθεί κοντά στον ρυθμό και στο κυμάτισμα αυτού του εκπληκτικού έργου, το οποίο, αν δεν επιλέξει κανείς ένα αντίστοιχο με το πρωτότυπο ρυθμικό πρότυπο, δεν μπορεί να μεταφερθεί σε άλλη γλώσσα. Κυρίως μετέφρασε το έργο με οίστρο, γι’ αυτό και στο τελικό αποτέλεσμα δεν είναι λίγες οι πραγματικά μοναδικές στιγμές. Συμβουλεύτηκε ακόμη την αγγλική μετάφραση του βιβλίου, που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Μπροχ, και βρήκε ενδιάμεσες αντιστοιχίες, αναλογίες και διαφορές στα ελληνικά. Η μετάφρασή του είναι χωρίς αμφιβολία ιδιοσυγκρασιακή, αλλά δεν νομίζω πως μπορεί να είναι τίποτε άλλο η μετάφραση ενός τέτοιου μυθιστορήματος.


Ο αναγνώστης που θα αφεθεί στην περιπέτεια της ανάγνωσης αυτού του συναρπαστικού έργου θα πρέπει να διαθέτει υπομονή και επιμονή, όπως απαιτούν όλα τα έργα ατμόσφαιρας και αναπεπταμένου πεδίου, και να μη φοβηθεί από τον όγκο και την πυκνότητα του αριστουργήματος του Μπροχ, ξεχνώντας επιπλέον εκείνο που του έμαθαν στο σχολείο: ότι ο Βιργίλιος ήταν μιμητής του Ομήρου. Πολύ σύντομα θα συνειδητοποιήσει ότι βρίσκεται στα άκρα της έκφρασης, στα άκρα ενός παλλόμενου γλωσσικού, φιλοσοφικού και ποιητικού σύμπαντος που στιγμές στιγμές φαντάζει μεγαλύτερο και από την ίδια τη ζωή, ένα κοσμολογικό ultra non plus σφραγισμένο από τη χάρη της μεγαλοφυΐας, η οποία εμφανίζεται μόνο στα έργα εκείνα που απλούστερα τα αποκαλούμε μεγάλη τέχνη.


* Το βιβλίο του Χέρμαν Μπροχ Βιργιλίου θάνατος θα κυκλοφορήσει στις 29 Ιουνίου 2000.


Ο κ. Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η κοίτη του χρόνου ­ Τόποι, Πόλεις, Ανθρωποι».