Γιατί είμαστε όπως είμαστε; Γιατί είμαι όπως είμαι; Πώς ορίζονται τα πώς και γιατί της προσωπικότητας; Αν θελήσουμε να απαντήσουμε σ’ αυτά τα ερωτήματα, θα δούμε ότι είναι πολύ πιο εύκολο να περιγράψουμε κάποιον άλλον παρά τον εαυτό μας. Γιατί τον εαυτό μας τον έχουμε δει να ενεργεί κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες και να είναι διαφορετικός κάθε φορά. Αλλιώς σκέφτεται και συμπεριφέρεται με τον προϊστάμενο στη δουλειά, αλλιώς με την παρέα του. Είναι άλλος άνθρωπος με τη γυναίκα του στο σπίτι και άλλος μαζί της σε ταβέρνα με τους φίλους.


Και όμως η αίσθηση των περισσοτέρων είναι ότι έχουμε ορισμένα σταθερά χαρακτηριστικά. Είμαι τίμιος παρ’ όλο που σε ορισμένες περιπτώσεις επιτρέπω στον εαυτό μου μια μικρή απάτη. Εχω κλειστό χαρακτήρα, ενώ μου αρέσει να ανακατεύομαι με το πλήθος. Η αλήθεια είναι ότι τα περισσότερα άτομα έχουν μια πλούσια προσωπικότητα με τεράστιες δυνατότητες, ακριβώς για να μπορούν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες που παρουσιάζονται κάθε φορά. Ο άνθρωπος έχει μεγάλη ικανότητα προσαρμογής σε νέες καταστάσεις, συχνά ιδιαίτερα απειλητικές, και κάθε φορά αντλεί από την προσωπικότητά του τα στοιχεία εκείνα που θα τον βοηθήσουν καλύτερα. Είναι ένα «πολυμήχανο» πλάσμα, όπως τον περιγράφει ο Ομηρος.


Γι’ αυτό και οι θεωρητικοί που προσπαθούν να αναλύσουν την προσωπικότητα και τη γένεσή της ποικίλλουν ανάλογα με το πού βάζουν την έμφαση: άλλοι τονίζουν περισσότερο τη σταθερότητα των χαρακτηριστικών και κατατάσσουν τους ανθρώπους σε τύπους· άλλοι περιγράφουν τη διαφορετικότητα των ανθρώπων και θεωρούν ότι οι καταστάσεις και τα συστήματα ορίζουν πώς θα κινηθεί ο καθένας· άλλοι τονίζουν περισσότερο τους βιολογικούς και άλλοι τους περιβαλλοντικούς παράγοντες στη δημιουργία της προσωπικότητας· άλλοι ερευνούν πιο πολύ τα κίνητρα και τις εσωτερικές συγκρούσεις, άλλοι τη λειτουργία της σκέψης· ενώ άλλοι, και οι αριθμοί τους αυξάνονται συνεχώς τις τελευταίες δύο δεκαετίες, προσπαθούν να περιορίσουν τα στεγανά ανάμεσα στις θεωρίες. Αυτοί είναι κυρίως οι άνθρωποι της πράξης, που ασκούν ψυχοθεραπεία και γνωρίζουν ότι μια θεωρία δεν μπορεί ποτέ να ερμηνεύσει επιτυχώς όλο το φάσμα της προσωπικότητας και να βοηθήσει στη λύση των προβλημάτων ενός ατόμου.


Η τελευταία αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου Θεωρίες Προσωπικότητας: Ερευνα και Εφαρμογές (1997) των Lawrence Α. Pervin και Oliver Ρ. John είναι η έβδομη κατά σειράν. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τώρα είναι ένα ολοκληρωμένο εγχειρίδιο για την προσωπικότητα στη θεωρία, την έρευνα και την πράξη, καθώς λαμβάνει υπόψη και περιγράφει με κριτική διάθεση όλες τις διαφορετικές θεωρητικές αναλύσεις και την ποικιλία των απόψεων που έχουν δοθεί κατά καιρούς. Και αυτό συμβαίνει γιατί, ενώ οι αρχικές εκδόσεις του βιβλίου (η πρώτη έγινε το 1970) είχαν έναν μοναδικό συγγραφέα, τον L. Pervin, οι τρεις τελευταίες έχουν δύο. Και μάλιστα δύο συγγραφείς πολύ διαφορετικών θεωρητικών κατευθύνσεων. Ο μεν L. Pervin συνδέεται με μια συστηματοκεντρική και ψυχοδυναμική προσέγγιση, ενώ ο Oliver John με μια γνωστική/συμπεριφορική. Δηλαδή ο πρώτος επηρεάζεται περισσότερο από τους νεο-φροϋδικούς και τη Γενική Θεωρία Συστημάτων και δέχεται την επίδραση των θεωριών των κινήτρων, ενώ ο Ο. John είναι επηρεασμένος από τις θεωρίες που ασχολούνται με την επίδραση της λειτουργίας της νόησης, της συμπεριφοράς και της μάθησης. Επομένως ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, και στις θέσεις και στις αντιθέσεις. Και στον τρόπο που παρουσιάζουν μια θεωρία και στην κριτική που της κάνουν. Ετσι κάνουν τον αναγνώστη, τον ερευνητή και τον ψυχοθεραπευτή πιο δημιουργικούς, και τον εκπαιδευόμενο φοιτητή λιγότερο δογματικό.



Πρέπει να πω ότι ήμουν, νομίζω, η πρώτη στην Ελλάδα που έδωσε το βιβλίο του L. Pervin το 1975 ως βασικό εγχειρίδιο αναφοράς στους φοιτητές της Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Ηταν απλό και πλήρες και επομένως έκανε τελείως περιττή τη δική μου ανάγκη συγγραφής διδακτικών σημειώσεων, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το μάθημά μου «Θεωρίες της Προσωπικότητας». Γενεές φοιτητών από τότε το έχουν χιλιομεταφράσει και χιλιοαντιγράψει, και χρειάστηκαν 25 χρόνια για να αναγνωρισθεί η χρησιμότητά του και να μεταφρασθεί επιτέλους στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δαρδανός. Η αλήθεια είναι ότι τώρα έχει γίνει πολύ πιο περιεκτικό σε κριτική και προβληματισμό. Και αυτό είναι μεγάλο κέρδος για όποιον διδάσκει, ερευνά ή διδάσκεται ένα επιστημονικό αντικείμενο.


Η ενοποίηση της θεωρίας και πράξης, απαραίτητη στην καλύτερη κατανόηση της θεωρίας αλλά και της θεραπευτικής πράξης, είναι κεντρικός άξονας του βιβλίου. Γίνεται με την παράθεση μιας χαρακτηριστικής ατομικής περίπτωσης για κάθε θεωρία μαζί με την αξιολόγησή της. Και το πιο σημαντικό και δύσκολο εγχείρημα των συγγραφέων είναι η παρακολούθηση μιας μοναδικής ατομικής περίπτωσης σε όλο το βιβλίο, δείχνοντας έτσι πώς διαφέρουν ή σχετίζονται οι θεωρίες για το ίδιο άτομο με το ίδιο ιστορικό και τα ίδια προβλήματα.


Πρέπει να σημειωθεί ότι η μετάφραση ενός βιβλίου της Ψυχολογίας, μιας επιστήμης που αγωνίζεται τα τελευταία 50 χρόνια να καθιερωθεί ως χωριστή από τη Φιλοσοφία και την Ψυχανάλυση, έχει πολλές δυσκολίες. Εκτός από την ιδιαίτερη προσπάθεια που πρέπει να καταβάλει κανείς για να μεταφράσει όρους που για πρώτη φορά εμφανίζονται στον ελληνικό χώρο, χρειάζεται να επαναμεταφράσει πρώην ελληνικές λέξεις που έχουν κακομεταφρασθεί στην ξένη γλώσσα, όπως συμβαίνει π.χ. με τη λέξη empathy, η σημασία της οποίας στην αγγλική δεν έχει καμία σχέση με την έννοια της εμπάθειας που έχει στη νεοελληνική.


Ακόμη, αντιμετωπίζει αυθαίρετες μεταφραστικές απόπειρες του παρελθόντος που δεν έχουν το πλεονέκτημα ούτε της επιστημονικής ούτε της χρηστικής καθιέρωσης. Πρέπει όμως να σημειώσω την πολύ προσεκτική δουλειά των μεταφραστριών Α. Αλεξανδροπούλου και Ε. Δασκαλοπούλου, μια από τις αποδείξεις της οποίας είναι η μετάφραση των όρων cognitive και behavioural. Δεν χρησιμοποιούν τους αδόκιμους όρους γνωσιακός και συμπεριφοριστικός ή συμπεριφοριολογικός, αλλά ακολουθώντας την άποψη των γλωσσολόγων και φιλοσόφων τούς μεταφράζουν ως γνωστικός και συμπεριφορικός αντίστοιχα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει με τη μετάφραση του όρου learned helplessness ως επίκτητο αίσθημα αβοήθητου, αντί του απλούστερου όρου μαθημένη αβοηθησία ή μαθημένη απελπισία που πολλοί προτιμούν να χρησιμοποιούν.


Στην τελευταία αυτή έκδοση, εκτός από τις παλαιότερες θεωρίες παρουσιάζονται και σημαντικές νέες εξελίξεις όπως: α) Η συμφωνία των θεωρητικών για τις θεμελιώδεις διαστάσεις των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας. β) Τα νέα ευρήματα για τον βιολογικό προγραμματισμό των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας. γ) Η τάση της κοινωνικής και γνωστικής θεωρίας να συνδυαστεί με τη θεωρία της επεξεργασίας των πληροφοριών για την ερμηνεία της προσωπικότητας.


Αυτό το βιβλίο τα έχει όλα: Παλαιές και νέες θεωρητικές απόψεις. Κριτική στάση απέναντι στις θεωρίες. Συνδυασμό θεωρίας, έρευνας και πράξης. Βοηθήματα για τον εκπαιδευόμενο, αλλά και για τον δάσκαλο, όσο και για τον ανυποψίαστο αναγνώστη.


Η κυρία Μίκα Χαρίτου-Φατούρου είναι ομότιμη καθηγήτρια Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.