Εδώ και 25 χρόνια οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ υπερβαίνουν κατά πολύ τον αντίστοιχο νατοϊκό μέσο όρο. Κατά τη δεκαετία του ’90 η ελληνική επιρροή στις οικονομίες των βαλκανικών χωρών, παρά τα οικονομικά οφέλη, σήμανε και τη στροφή πολλών ελληνικών επιχειρήσεων σε αγορές λιγότερο απαιτητικές από αυτές της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως προς την ποιότητα των εξαγόμενων προϊόντων. Από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού ως τα τέλη του 1995 η συμπεριφορά της Ελλάδας στα Βαλκάνια δεν ανταποκρινόταν στα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της ούτε στην ανάγκη σταθερότητας στην περιοχή, αλλά ήταν δέσμια βραχυπρόθεσμων, εσωτερικών κομματικών υπολογισμών. Οι στενόχωρες αυτές υπενθυμίσεις, που περιλαμβάνονται στον συλλογικό τόμο Greece and the New Balkans, εξισορροπούν την αρχική, αισιόδοξη διάθεση του αναγνώστη που θα προτιμούσε να ξεχάσει το πρόσφατο παρελθόν και να αφοσιωθεί στον νέο, πράγματι πιο ώριμο ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή.


Οι συγγραφείς του συλλογικού τόμου περιγράφουν τον ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια πριν από την έναρξη του τελευταίου πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο, άλλοτε με περισσότερο και άλλοτε με λιγότερο ιστορικό βάθος. Πηγές των αναλύσεών τους είναι ποσοτικά στοιχεία από διεθνείς στατιστικές ή γεγονότα και ρεπορτάζ του διεθνούς και του ελληνικού Τύπου. Επίσης, διεθνείς συνθήκες, σχέδια συμφωνιών και αποφάσεις των εμπλεκόμενων κρατών και διεθνών οργανισμών. Αναλυτικά, ο Κ. Σβολόπουλος υποστηρίζει ότι διαχρονικά ο ρόλος της Ελλάδας στα Βαλκάνια υπήρξε θετικός. Ο Θ. Βερέμης περιγράφει τις μετατοπίσεις της βαλκανικής πολιτικής της Ελλάδας από τη μεταπολίτευση του 1974 ως σήμερα. Ο Β. Παπακοσμάς εστιάζει την προσοχή του στον ρόλο του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Ο Σ. Βαλντέν αναλύει διεξοδικά τη δραστηριότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και τις οικονομικές σχέσεις της Ελλάδας με τα βαλκανικά κράτη. Ο Γ. Βαληνάκης παρουσιάζει την Παρευξείνια Συνεργασία και τη θέση της Ελλάδας σε αυτήν. Ο Δ. Τριανταφύλλου αντιπαραβάλλει τις διμερείς και τις πολυμερείς διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των βαλκανικών κρατών. Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης εξετάζει τους παλαιότερους στόχους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια σε αντίθεση με τους νέους της στόχους στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο Π.Μ. Κιτρομηλίδης ανατρέχει στην πολιτισμική και εκκλησιαστική επίδραση της Ελλάδας στα Βαλκάνια κατά τους αμέσως προηγούμενους αιώνες και προτείνει τρόπους αναβίωσής της σε μια λογική αμοιβαιότητας. Οι Δ. Κώνστας και Χ. Παπασωτηρίου καταμετρούν τη δομική υπεροχή της Ελλάδας στο οικονομικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο έναντι των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών και συζητούν την καθυστερημένη προσαρμογή της στον ηγετικό ρόλο που αρμόζει σε τέτοια υπεροχή. Ο Θ. Π. Ντόκος παρακολουθεί τις μεταβολές του ελληνικού αμυντικού δόγματος στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα. Ο Ι. Ο. Ιατρίδης εξετάζει τις διαχρονικές προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια. Η Nadia Arbatova μελετά τις σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και τη στάση των δύο χωρών απέναντι στην Τουρκία. Ο F. S. Larrabee διατρέχει τα προβλήματα ασφαλείας της Ελλάδας στα Βαλκάνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ο Ν. Α. Σταύρου εξιστορεί τις αλβανικές πολιτικές εξελίξεις μετά την πτώση του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Ο Ευ. Κωφός προσφέρει μια λεπτομερή εικόνα του Μακεδονικού ζητήματος κατά τη δεκαετία του ’90. Ο Β. Θεοδωρόπουλος ασχολείται με τη θέση των μειονοτήτων στα Βαλκάνια και ιδίως στην Τουρκία. Ο Θ. Κουλουμπής δίνει ένα πανόραμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα. Στον επίλογο, οι τρεις ελληνοαμερικανοί επιμελητές βλέπουν κριτικά τις παλαιότερες αδυναμίες και τις νέες ευκαιρίες του ελληνικού ρόλου στα Βαλκάνια. Οι ίδιοι έχουν επιμεληθεί την εκτεταμένη βιβλιογραφία και τα μικρά στατιστικά παραρτήματα για κάθε βαλκανική χώρα (με στοιχεία του 1995-96) που υπάρχουν στο τέλος του βιβλίου.



Οπως είναι φυσικό, οι 21 συγγραφείς του τόμου δεν συμπίπτουν πάντοτε στις εκτιμήσεις τους. Οι περισσότεροι όμως είναι σύμφωνοι με τη διαπίστωση της στροφής της βαλκανικής πολιτικής της Ελλάδας μετά το 1995 και αισιόδοξοι για τις νέες πολιτικές και οικονομικές δυνατότητες που έχουν ανοιχθεί εξαιτίας αυτής της στροφής. Η επίσημη Ελλάδα έπαψε να ασχολείται αποκλειστικά με το ζήτημα του ονόματος της νέας γείτονός της στον Βορρά, ενώ σταδιακά αποστασιοποιήθηκε από το καθεστώς Μιλόσεβιτς. (Με ενοχές γι’ αυτό και αργοπορίες, θα προσέθετε κανείς.) Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με τον εξευρωπαϊσμό της ελληνικής πολιτικής στα Βαλκάνια, κάνουν τους συγγραφείς του τόμου να ελπίζουν ότι η Ελλάδα θα πρωταγωνιστήσει στις προσπάθειες για ειρήνευση, ευημερία και ασφάλεια στην περιοχή. Ωστόσο, σε αντίθεση με τη συχνή τάση άλλων διεθνολόγων, οι συγγραφείς δεν μετατρέπονται σε μελλοντολόγους. Οι προγνώσεις τους για το μέλλον των Βαλκανίων είναι διστακτικές. Ο νατοϊκός πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, που ξεκίνησε μετά τη συγγραφή των κεφαλαίων του βιβλίου, έδειξε πόσο δικαιολογημένοι ήσαν οι δισταγμοί τους.


Αν στα πλεονεκτήματα του βιβλίου εντάσσονται η τεκμηριωμένη παρουσίαση των θεμάτων από τους συγγραφείς, η κριτική ματιά στην ελληνική εξωτερική πολιτική και η περιορισμένη διάθεση για προγνώσεις, στα μειονεκτήματα ανήκουν οι πολλές επικαλύψεις των επί μέρους κεφαλαίων και η σχετική απροθυμία για ένταξη των εμπειρικών περιπτώσεων σε κάποιο θεωρητικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, αρκετά κεφάλαια περιγράφουν σχεδόν με τον ίδιο τρόπο και με λεπτομέρειες την ελληνική εξωτερική πολιτική στα Βαλκάνια τη δεκαετία του ’90. Η ομοιότητα μπορεί να οφείλεται και στις κοινές θεωρητικές παραδοχές αρκετών από τους συγγραφείς: η ελληνική εξωτερική πολιτική, όπως και η αντίστοιχη πολιτική των γειτονικών χωρών, διαμορφώνεται και μεταβάλλεται ανάλογα με αναπαραστάσεις, στάσεις και αντιλήψεις ολιγάριθμων πολιτικών ελίτ, κυρίως λίγων υπουργών και του εκάστοτε πρωθυπουργού. Φυσικά, οι μακροπρόθεσμοι στρατηγικοί στόχοι, οι πιέσεις των ισχυρών ξένων δυνάμεων και οργανισμών, οι αντικειμενικοί στρατιωτικοί και διπλωματικοί συσχετισμοί και οι ιστορικές παραδόσεις των σχέσεων μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών επίσης χρησιμεύουν ως ερμηνευτικά κλειδιά. Αλλά στο βιβλίο αυτό η αιτιώδης συνάφεια των παραπάνω δομικών παραγόντων με τις εξελίξεις φαίνεται να προκύπτει μέσα από το υποκειμενικό πρίσμα των λίγων ηγετών που πρωταγωνιστούσαν σε κάθε περίοδο. Ετσι, μερικές φορές η ανάλυση ­ χωρίς ευτυχώς να καταφεύγει σε ψυχολογισμούς ­ αρκείται στην περιγραφή των επίσημων κινήσεων στη βαλκανική σκακιέρα, αφήνοντας έξω από το οπτικό της πεδίο διεθνή επιχειρηματικά συμφέροντα, ιδεολογίες και κοινωνικές μεταβολές, που εκδηλώνονται ταυτόχρονα και παράλληλα με τις διπλωματικές εξελίξεις. Η θεωρητική απορία είναι πώς οι παραπάνω παράγοντες επιδρούν σ’ αυτές τις εξελίξεις και δέχονται την επίδρασή τους.


Μπορεί η προσφορά του συγκεκριμένου συλλογικού τόμου να μην είναι θεωρητική, επειδή η στόχευσή του είναι διαφορετική. Ο τόμος θέτει την Ελλάδα στο κέντρο των βαλκανικών εξελίξεων χωρίς η ανάλυση να γίνεται εθνοκεντρική. Συνοψίζει και αξιολογεί κριτικά τον ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια, συμπεριλαμβάνοντας τις παραμέτρους του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της Ρωσίας και της Τουρκίας. Το γεγονός πάντως ότι ένα βιβλίο για την ελληνική πολιτική στα Βαλκάνια έχει τόσο συχνές αναφορές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική κινείται παλινδρομικά ανάμεσα στον παραδοσιακό, έμμονο προσανατολισμό της προς τη διαχείριση του προβλήματος «Τουρκία» και στον νέο ηγετικό, οικονομικό και πολιτικό ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτωρ πολιτικής επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.