«… Από επτά χρόνων δούλευα στην αγορά της Θεσσαλονίκης. Σ’ εκείνη την ηλικία κι όσο πήγαινα στο Δημοτικό το «ρο» το έλεγα «δο». Στην αγορά το αφεντικό με έβαζε να φωνάζω «καδπούζια με τη μάχαιδα» κι έκανε χάζι ο κόσμος… Για όλους ήμουν ο καδπούζας αλλά και ο αγκινάδας…». Περιστατικά που ο Α. Σουρούνης δεν είχε περιγράψει στα βιβλία του. «… Μου είναι αδύνατο να αναφερθώ σε κάτι που με συγκινεί πολύ. Το αφήνω να παλιώσει, για να το γράψω κατόπιν με καθαρό μάτι κι όχι με θολό βλέμμα…». Φαίνεται ότι έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για ένα μυθιστόρημα που θα χωρέσει, έστω και παραλλαγμένα, όσα κάποτε συγκινούσαν πολύ τον συγγραφέα.


Και όμως το πρόσφατο βιβλίο, το τέταρτο καθαρόαιμο μυθιστόρημα και το ενδέκατο βιβλίο του εντός μιας εικοσαετίας, πόρρω απέχει από την αυτοβιογραφία που μερικοί συγγραφείς συντάσσουν, όταν αισθανθούν αρκούντως ηλικιωμένοι. Ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής ονομάζεται Κώστας και είναι από την Καλαμάτα. Στο μυθιστόρημα εμπλέκεται και ένας Θεσσαλονικιός, ο Νίκος, αλλά αυτός είναι μικρόσωμος και ακριβώς το αντίθετο του Α. Σουρούνη: «Δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του έξω από ομάδα» οποιαδήποτε ομάδα, κομματική, ποδοσφαιρική, οικολογική. Το παρωνύμιο του αφηγητή είναι Γκας ο γκάνγκστερ και ο συγγραφέας το δανείζεται από έναν άλλο ήρωα, που είχε σοφιστεί προ δεκαπενταετίας για ένα παλαιότερο μυθιστόρημά του. Στο Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι ο Γκας είναι ένας Ελληνας από τη Βραζιλία, το δίδυμο του ναύτη Αντώνη Τσιρώνη, στο πρόσφατο μυθιστόρημα Γκας ο γκάνγκστερ είναι προπαντός ένας ελκυστικός τίτλος, που προϊδεάζει για ένα περιπετειώδες ανάγνωσμα.


Οπως συνηθίζει να επαναλαμβάνει ο Α. Σουρούνης, ήρωας και αντιήρωας στα βιβλία του είναι ο ίδιος. Πόσο μάλλον στο πρόσφατο, όπου συγκεντρώνει κατορθώματα, ερωτικά, συγγραφικά και άλλα, από το σχολείο στην Ελλάδα, από τις διαφορετικές πόλεις που έζησε στη Γερμανία και τα ποικίλα επαγγέλματα με τα οποία καταπιάστηκε, από τα βαπόρια αλλά και από την παλιά Επίδαυρο ή την πλατεία Αναγνωστοπούλου, τόπους κατοικίας που σύμφωνα με τις συνεντεύξεις του εναλλάσσει την τελευταία δεκαετία. Μάλιστα ως συνδετικό κρίκο του μυθιστορήματος επιστρατεύει εκείνη τη συμμαθήτριά του από το δημοτικό, με τα μαύρα μάτια, τα μεταξένια μαλλιά και τα ηδυπαθή χείλη που τα τελευταία χρόνια μπαινοβγαίνει επίμονα, αλλάζοντας μόνο όνομα, στα διηγήματά του.



Κατά τον Α. Σουρούνη «ο καθένας γράφει όπως ακριβώς φαίνεται». Ο Χέμινγκγουεϊ σαν πυγμάχος, ο Κάφκα σαν τρωκτικό, ο Μπουκόφσκι σαν πονηρή γριά πουτάνα. Ο ίδιος διατηρεί και σήμερα την εμφάνιση του ταξιδιώτη. Το ευχάριστο είναι ότι εξακολουθεί να γράφει σαν περιπλανώμενος συγγραφέας, με μια βουλιμία που αντί να ικανοποιείται φαίνεται να μεγαλώνει. Και ας έχει αγκυροβολήσει, εδώ και χρόνια, στους βάλτους της πρωτεύουσας. Θα περίμενε κανείς με τόσα βιβλία να έχει εξαντληθεί το βιωματικό υλικό από τα χρόνια της περιπλάνησης και ο συγγραφέας να μην έχει πια κάτι να αφηγηθεί. Ωστόσο ο Α. Σουρούνης επανέρχεται σε καταστάσεις και πρόσωπα, δίνοντας διαφορετικές εκδοχές και πλάθοντας εντελώς καινούργιους ήρωες.


Στο πρόσφατο μυθιστόρημα το κεντρικό θέμα είναι η σχέση του γιου με τον εαυτό του, που αναζητείται στον δεσμό με τον πατέρα του, έναν δεσποτικό και σκληροτράχηλο ιδιοκτήτη μπιραρίας στην Κολονία· ο μοναδικός Ελληνας με άδεια για τέτοιο μαγαζί σε ολόκληρη την Κολονία. Σχέση αμείλικτης αναμέτρησης που ενδέχεται να φθάσει και ως τον φόνο. Αν και τελικά ένας φόνος ίσως να πέφτει πολύ βαρύς για ένα βιβλίο λιγότερο σκληρό από όσο δείχνει ο τίτλος του και από όσο θέλει να φαίνεται ο ήρωάς του. Τελικά η σχέση πατέρα – γιου κερδίζει περισσότερο με τον τρυφερό πυρήνα της, φτιαγμένο από πραγματικά συμβάντα. Οπως η κρυφή υπερηφάνεια του πατέρα για τον γιο του που έγινε συγγραφέας και ας τον είχε αυτός εμποδίσει, γιατί θυμόταν, παλαιότερα, όταν πήγαινε σε ένα βιβλιοπωλείο έβλεπε στοίβες τα βιβλία, για χρόνια αζήτητα.


Το μυθιστόρημα σκιαγραφεί έναν ανελέητο κόσμο ανδρών στη Γερμανία του ’60 με τους γκασταρμπάιτερ και στα σαπιοκάραβα των ελλήνων πλοιοκτητών, με εμφανή τη διάθεση διακωμώδησης, καθώς οι ήρωες αποκαλύπτουν τις αδυναμίες τους, από την οφθαλμοπορνεία ως τον τζόγο. Ο συγγραφέας δίνει την έμφαση στα «καλά συναπαντήματα» της ζωής, ενώ διασκεδάζει με τα κατορθώματα του έλληνα παλικαρά που εξευτελίζει τον γερμανό τσαμπουκά. Ηδη από τις πρώτες σελίδες με τις περιπέτειες του ήρωα στο δημοτικό φαίνεται ότι το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε έναν τόνο παρωδίας και τα συγκλονιστικότερα συμβάντα είναι οι ερωτικές συνευρέσεις.


Χυμώδεις περιγραφές με καθοριστική την αίσθηση του αυθόρμητου, που εντείνεται από την πηγαία, καθόλου σκανδαλιστική, αθυροστομία. Εκ πρώτης όψεως απλός ο τρόπος γραφής του Α. Σουρούνη με τις σύντομες ευέλικτες προτάσεις και τα «καλά ελληνικά» του. Η γλώσσα, με τους αστεϊσμούς της, όπως μιλιέται στα μέρη όπου συχνάζουν οι ήρωες. Τόποι, καταστάσεις και πρόσωπα περιγράφονται μέσα σε λίγες γραμμές, ωστόσο, προπαντός χάρη στη γλώσσα, σκιρτούν αναγνωρίσιμοι. Μάλιστα σε κάθε καινούργιο βιβλίο, ο προφορικός λόγος φαίνεται να καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερη έκταση. Πολλοί νεότεροι συγγραφείς στηρίζονται στην προφορικότητα μιας καθομιλουμένης που θέλει να φαίνεται ασεβής και να διακωμωδεί. Ο Α. Σουρούνης δείχνει ότι και αυτή η γλώσσα θέλει τη φροντίδα της ώστε να μην καταλήγει στεγνή και επίπεδη.


Μοιρασμένο το βιβλίο ανάμεσα στους έλληνες μετανάστες στη Γερμανία και στους ναυτικούς, θυμίζει εκείνες τις δύσκολες δεκαετίες της ξενιτιάς που ο Ελληνας αντιμετώπισε με την πονηριά και το φιλότιμό του. Ο Α. Σουρούνης δεν διεκτραγωδεί, προτιμά να ειρωνεύεται, ακόμη και να κοροϊδεύει. Ενας τρόπος που το κατορθώνει είναι και οι παρομοιώσεις με τις οποίες και στρώνει τις περιγραφές του. Παραβάλλοντας ανόμοια κεντρίζει το ενδιαφέρον, προσθέτοντας άλλοτε λυρικές εξάρσεις και άλλοτε σχεδόν επική μεγαλοπρέπεια.


Με αυτούς τους αφηγηματικούς τρόπους, που κέρδισαν με την πείρα των τελευταίων ετών συστηματικής γραφής, ο Α. Σουρούνης φτιάχνει ένα ανάγνωσμα τερπνό και ωφέλιμο. Θα το συστήναμε όλως ιδιαιτέρως σε ένα αντρικό αναγνωστικό κοινό που θα ήθελε να μάθει περισσότερα για κάποια ειδικά κεφάλαια της ζωολογίας, όπως το άκρως ευαίσθητο «κέρατο του ρινόκερου» ή τη μεγάλη ποικιλία που παρουσιάζουν τα «μαλάκια θαλάσσης»· «μύδια, στρείδια, πεταλίδια», κτένια, κυρίως, η ειδική μορφή γαστερόποδου, «η γυαλιστερή».