Μήπως είστε…Ρασταπόπουλος;


Ο βέλγος ελληνιστής Μισέλ Γκροντάν είναι αναμφίβολα κάποιος που γνωρίζει βαθιά την Ελλάδα. Η φωνή του «ακούγεται» συχνά πυκνά μέσα από τα κείμενά του στην εφημερίδα «Le Soir», υπερβολικά πολύ κατά την αντίληψη των συναδέλφων του της σύνταξης. Συγγραφέας μεταξύ άλλων ενός δοκιμίου για τον Καβάφη και ενός άλλου για την ποίηση και το τραγούδι στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, έγραψε με τον προκλητικό τίτλο Η Ελλάδα δεν υπάρχει (La Grece n’ existe pas) έναν λίβελο διασκεδαστικό και συνάμα σκληρό, με αποδέκτες όλους εκείνους στη Δύση που δεν γνωρίζουν ή δεν θέλουν να δουν την Ελλάδα.


Σε έξι κεφάλαια διαλόγων ανάμεσα σε Εκείνον και Εμένα (Lui και Moi, Εκείνος και Εγώ, σε αντίθεση τόσο μικρή όσο και οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος) ο δάσκαλος, με την αρχαία έννοια του όρου, επαναλαμβάνει αδιάκοπα το μάθημα. Με τον τρόπο ενός παιχνιδιού γκρεμίζει, ξεφλουδίζει, ανατέμνει εξονυχιστικά εκείνο που δημιουργεί την παρεξήγηση στους δυτικούς ταξιδιώτες που συνεχίζουν ακόμη να ονειρεύονται την Ελλάδα, την ιδανική εικόνα που έπλασαν οι Ευρωπαίοι γι’ αυτή τη χώρα, την εικόνα ενός αιώνα: τον αιώνα του Περικλή. Υπάρχουν όμως και άλλες Ελλάδες και ο ελληνισμός βρίσκεται πάντα σε κίνηση.


­ Μισέλ Γκροντάν, γιατί αυτός ο προκλητικός τίτλος: «Η Ελλάδα δεν υπάρχει;». Υπερβάλλετε λίγο, έτσι δεν είναι; Δεν φοβάστε μήπως παρεξηγηθείτε;


«Οταν ανέφερα τον τίτλο σε μια παλιά φίλη, που εργάζεται στις Βρυξέλλες, στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκείνη αμέσως προσέγγισε το θέμα με την τυπική φράση του ζωγράφου Μαγκρίτ: «Αυτό δεν είναι μια πίπα». Εκείνο που ο Μαγκρίτ επανεξετάζει μέσα από τον διάσημο πίνακά του είναι η σύγχυση ανάμεσα στην εικόνα κάποιου αντικειμένου και στο αντικείμενο αυτό καθαυτό. Νομίζω ότι στην περίπτωση της Ελλάδας βρισκόμαστε ενώπιον μιας παρόμοιας διαδικασίας. Πολυάριθμοι είναι οι ταξιδιώτες που επιμένοντας να βλέπουν μια συμβατική Ελλάδα ­ εκείνη που τους εντυπώθηκε στον νου από μια μέση παιδεία ­ ζουν τελικά ένα είδος σχιζοφρένειας. Μια αρχαία Ελλάδα, από λευκό μάρμαρο, μια Ελλάδα τεχνητή που δεν ανταποκρίνεται σε τίποτα το πραγματικό».





­ Σίγουρα,
αλλά τα τελευταία χρόνια κάτι αλλάζει.


«Είναι αλήθεια. Οι τουριστικοί οδηγοί και τα βιβλία Ιστορίας των λυκείων μας παρέχουν όλο και περισσότερη φιλοξενία στο Βυζάντιο και στον σύγχρονο κόσμο. Οταν όμως ακούω γύρω μου από τόσους και τόσους βιαστικά σχόλια για την παρακμή, τον εκφυλισμό των νέων Ελλήνων, θεωρώ ότι υπάρχει ένα απόστημα που πρέπει να σπάσει. Αν επρόκειτο για ηλιθίους, δεν θα ανησυχούσα, αλλά ακόμη και σε ανθρώπους ευφυείς, διέκρινα με το πέρασμα του χρόνου μια τόσο μεγάλη έλλειψη περιέργειας για τη σύγχρονη Ελλάδα. Το ερώτημα μου τέθηκε επιτακτικά: Γιατί μια τόσο μεγάλης διάρκειας απόσταση ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση της Ευρώπης; Η ιστορία, αποκλειστικά η ιστορία του πολιτισμού και η ιστορία των γεγονότων, θα απαντήσει».


­ Εχετε δίκιο. Η έλλειψη περιέργειας για τη σημερινή Ελλάδα είναι πασιφανής και εκπλήσσει όλους εκείνους που ενδιαφέρονται γι’ αυτή τη χώρα, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν υπερτονίζετε το γεγονός;


«Αποδεχόμενος την πρόσκληση ενός εκδότη, βεβαίως προσαρμόστηκα στο τολμηρό πνεύμα της εκδοτικής σειράς. Μερικές φορές λίγη υπερβολή βοηθά περισσότερο στην κατανόηση από τις περισπούδαστες μελέτες. Το χιούμορ, έχω τη βαθύτατη πίστη, προβάλλει τη γνώση. Εμπνεύστηκα να έχει το βιβλιαράκι μου το ύφος ενός διαλόγου ανάμεσα σε «Εκείνον» και σε «Εμένα» ­ τον ταξιδιώτη που επιστρέφει από την Ελλάδα, με τις χίμαιρές του να έχουν διαψευσθεί, γιατί ξεκινώντας νόμιζε ότι γνώριζε τα πάντα, και τον γνώστη που προσπαθεί να κατανοήσει τη στάση του. Σας ορκίζομαι ότι Εκείνος αποτελείται από πολλά πρόσωπα, Βέλγους και Γάλλους, που είχα την ευκαιρία να συναντήσω κατά καιρούς. Είναι ένας άνθρωπος καλόπιστος, ο οποίος επαναλαμβάνει όσα έχει ακούσει και ο οποίος σκέφτεται ότι ο σημερινός Ελληνας δεν έχει σχέση με τον αρχαίο Ελληνα. Ενας Βέλγος φαντάζεται τον σύγχρονο Ελληνα πολύ κοντά στον Ρασταπόπουλο, τον ορκισμένο εχθρό του Τεν Τεν».


­ Τελικά ζητείτε από τον δυτικό επισκέπτη να προβεί σε μια διανοητική επανάσταση, να αποβάλει τις προκαταλήψεις του για τον ελληνισμό. Περιμένοντας όμως αυτή την επανάσταση, ας επανέλθουμε σε ό,τι δημιουργεί την παρεξήγηση σε εκείνους που συνεχίζουν να ονειρεύονται την Ελλάδα. Μια από τις κύριες αιτίες της ασυνεννοησίας μεταξύ των Ελλήνων και των Δυτικών είναι ο τρόπος προφοράς των αρχαίων ελληνικών;


«Ας ομολογήσουμε ότι η ερασμιακή προφορά, δημιούργημα της Αναγέννησης, δεν συνετέλεσε στην προσέγγιση της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης. Αναφερόμαστε, όπως γνωρίζετε, στην ερασμιακή προφορά εξαιτίας του Εράσμου από το Ρότερνταμ, στον οποίο αποδίδεται η πατρότητα. Στην πραγματικότητα φαίνεται ότι ο Ερασμος δεν έκανε τίποτε άλλο από το αναπτύξει μια θεωρία των ιδεών της εποχής του εντός του κύκλου των ανθρωπιστών. Οι ειδικοί που μελέτησαν το ζήτημα διαπίστωσαν τις δυσκολίες που ανέκυψαν από τους λογίους της εποχής στο πρόβλημα των διφθόγγων. Στα νέα ελληνικά έχουν περιορισθεί σε έναν και μοναδικό ήχο, ενώ η εκφορά των στίχων αποδείκνυε ότι προφέρονταν διαφορετικά στα αρχαία ελληνικά».


­ Αν δεν απατώμαι όμως, οι Ελληνες δεν είναι άμοιροι στο θέμα της ερασμιακής προφοράς.


«Οταν λέω «λόγιοι», δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στους Δυτικούς αλλά και στους Βυζαντινούς που έφυγαν στη Δύση μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης».


­ Από αυτή την ιστορία της προφοράς, αν καταλαβαίνω καλά, θέλετε να προβάλετε ένα σύμπτωμα.


«Ναι. Εκείνο που ήταν απλώς μια σύμβαση γίνεται ένα σύμβολο ταυτότητας. Οσο οι Ελληνες εντάσσονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι δυτικοί θεσμοφύλακες των αρχαίων αξιών έτειναν να τους μεταχειρίζονται ως βαρβάρους. Το σύμπτωμα αυτής της βαρβαρότητας ήταν η νέα ελληνική προφορά. Αναφέρω τον Γίββωνα, στοχαστή της παρακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που επιρρίπτει στους Βυζαντινούς την ευθύνη για τον εκφυλισμό του γένους των Ελλήνων. Τους κατηγορεί ότι προφέρουν άσχημα την όμορφη αρχαία γλώσσα. Το ζήτημα της προφοράς δημιούργησε και ορισμένες ρατσιστικές απόψεις, αρκετά επιθετικές».


­ Αναφέρεσθε συγκεκριμένα στον Φαλμεράιερ…


«Ακριβώς. Στο βιβλίο μου υπενθυμίζω αυτό το επεισόδιο που οι Ελληνες γνωρίζουν καλά: το σκάνδαλο που δημιουργήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Φαλμεράιερ στην προσπάθειά του, για λόγους στρατηγικής, να αναιρέσει κάθε συνέχεια ανάμεσα στην αρχαία και στην «εκβαρβαρισμένη» Ελλάδα. Σημειώνω ότι η διάκριση ανάμεσα σε πολιτισμένους και βαρβάρους προέρχεται από την αρχαιότητα. Διαβάστε προσεκτικά τους μεγάλους τραγικούς».


­ Ναι, αλλά όλα αυτά είναι παρελθόν. Το λέτε και εσείς ο ίδιος.


«Υπάρχουν παρελθόντα που δεν παρέρχονται εύκολα. Δεν είμαι βέβαιος ότι στη Δύση δεν απαιτούν ακόμη από τους Ελληνες να αντικατοπτρίζουν την αρχαία Ελλάδα. Και καθώς βλέπουν ότι δεν την αντικατοπτρίζουν σωστά, εξοργίζονται, κρίνουν βιαστικά (με βάση αμυδρές αναμνήσεις από την ανάγνωση των κλασικών) και διά της βίας φορούν στους νέους Ελληνες μια μάσκα. Ως πολύ πρόσφατα κάποιοι Ελληνες έπεσαν στην παγίδα αυτού του μίζερου παιχνιδιού. Σας υπενθυμίζω ότι μόλις πριν από 30 χρόνια οι Συνταγματάρχες επιδόθηκαν με τον τρόπο της καρικατούρας να αποκαταστήσουν δεν ξέρω κι εγώ ποια ελληνική αυθεντικότητα. Παραγνωρίζουμε από τη δυτική πλευρά της Ευρώπης τη φύση των σχέσεων που μας συνδέουν με τους Ελληνες. Οι μεν αναζητούν σώνει και καλά στην Ελλάδα την ανάμνηση της αρχαιότητας, οι δε, που βρίσκονται στον επίμαχο τόπο, λίγο-πολύ ευθυγραμμίζονται με αυτή την προσμονή: είτε ταυτίζονται με το τοπίο και απαιτούν να τους μεταχειριζόμεθα σαν τους ανθρώπους που γεννήθηκαν στην ίδια γη (αυτόχθονες) είτε αρνούνται να παίξουν το παιχνίδι της εθνικής καθαρότητας και εγκαταλείπουν τους δυτικούς επισκέπτες μέσα στην ουτοπία τους».


­ Νομίζω ότι οι Ελληνες τα τελευταία χρόνια, ακολουθώντας έναν τρίτο δρόμο, όχι μόνο δεν ονειρεύονται την Ελλάδα, δεν τη βιώνουν και δεν την προβάλλουν στο μέλλον αλλά αντίθετα εννοούν να καταστρέψουν τα στερεότυπα. Δραστηριοποιούνται έντονα προς αυτή την κατεύθυνση. Κατά τη γνώμη σας ποιος θα ήταν τελικά ο ιδανικός επισκέπτης;


«Εκείνος που δεν θα νόμιζε ότι γνωρίζει τα πάντα πριν από την αναχώρησή του, ο διαθέσιμος, ο έτοιμος να εκπλαγεί, εκείνος που δεν θα ήθελε να βλέπει παντού και πάντα την αρχαιότητα, και δεν θα επέβαλλε στον εαυτό του να βλέπει τους καθημερινούς Ελληνες με συμπάθεια, ανάλογα με τον βαθμό προσαρμογής τους στην επικρατούσα δυτική εικόνα, μια τρομακτικά συμβατική εικόνα της Ελλάδας. Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί πλήρη αναθεώρηση της ίδιας του της παράδοσης. Δεν είναι εύκολο. Δεν μας αρέσει να αλλάζουμε τις συνήθειες της σκέψης μας».


­ Αναφέρεσθε συχνά στον Καβάφη.


«Χρησιμοποιώ την «Ιθάκη», το περίφημο ποίημα του Καβάφη, για να γίνει καλύτερα κατανοητό αυτό που θέλω να πω. Οταν ξεκινήσεις για την Ιθάκη, λέει ο ποιητής, να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος. Είναι μια υπεράσπιση ενάντια σε κάθε μορφή συρρίκνωσης. Δεν έχουμε δικαίωμα να συρρικνώνουμε την πραγματικότητα. Αντίθετα ­ το επιτάσσει και η δημοκρατία ­ χρειάζεται ένας ανηλεής πόλεμος ενάντια σε κάθε μορφή εθνικιστικών στερεοτύπων. Είναι δυνατή μια μεταβίβαση ταυτότητας όπως φαντάζονται οι εθνικιστές; Εγώ δεν το πιστεύω. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου βαλκανικού πολέμου δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή στη δυτική πλευρά της Ευρώπης σχετικά με την προγονική βαρβαρότητα, που δήθεν είναι ίδιον των βαλκανικών λαών. Τι εύκολα που ξεχνάμε… Ξεχνάμε ότι είμαστε κι εμείς ευάλωτοι στις φασίζουσες παρεκκλίσεις».


­ Το βιβλίο σας είναι πολύ ευρωπαϊκό. Θα επιθυμούσατε οι Ευρωπαίοι μεταξύ τους να γνωρισθούν καλύτερα. Πώς ο εκδότης σας, ένας μικρός εκδότης ποιότητας του Βελγίου, μπορεί να διανείμει το βιβλίο σας στο εξωτερικό;


«Εκτός του παραδοσιακού τρόπου διανομής, μέσω των βιβλιοπωλείων, σκέφτομαι τις νέες δυνατότητες της ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Σε λίγες ημέρες το βιβλίο μπορεί να φθάσει στην Αθήνα ή στα πέρατα της ελληνικής γης. Για τις πληροφορίες της διακίνησης του βιβλίου, απευθυνθείτε στις Editions Talus d’ approche, Ε-mail: m-bourdain.indbe@www.herb.be».


Η κυρία Κατρίν Βελισσάρη είναι διευθύντρια του Κέντρου Λογοτεχνικής Μετάφρασης (CTL) του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών.