Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες μελέτες παρακολουθούν συστηματικά τις αλλαγές που συντελούνται στη φύση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μάλιστα πολλές από αυτές έχουν επισημάνει τη νέα τάξη δεδομένων και έχουν προβλέψει ορισμένες φορές τα βασικά χαρακτηριστικά της. Σε αυτή την κατηγορία θα εντάσσαμε και τη σύντομη αλλά περιεκτικότατη ανάλυση του καθηγητή Γιώργου Παπαδημητρίου.


Περιγράφοντας την απαρχή της υπέρβασης της πολιτείας ο συγγραφέας υπογραμμίζει εύστοχα ότι το πρίσμα υπό το οποίο εξετάζουμε σήμερα την ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει εμπλουτιστεί και παρουσιάζει μεγαλύτερη ωριμότητα. «Η ενοποιητική διαδικασία ήταν από την πρώτη στιγμή αναπόφευκτο να διαβρώνει αργά αλλά σταθερά τα θεμέλια της πολιτείας». Η πολιτική συγκυρία αλλά και λόγοι τακτικής όμως επέβαλλαν συχνά τη συγκάλυψη αυτής της πραγματικότητας.


Ολα τα κράτη που προσχώρησαν στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και συμμετείχαν στη λειτουργία τους απώλεσαν, ως έναν βαθμό, τη συστηματική «καθαρότητα» που τα διέκρινε ως τη στιγμή της ένταξής τους, σημειώνει ο Γιώργος Παπαδημητρίου για να συμπληρώσει ότι μετά την πρώτη διεύρυνση προκλήθηκαν στις περισσότερες χώρες συνταγματικές αμφισβητήσεις ή κραδασμοί.


Αραγε η πολιτεία έχασε τον λόγο ύπαρξής της; Και τι προβλέπεται για το ορατό μέλλον;


«Η πολιτεία θα διατηρήσει, ασφαλώς διαφοροποιούμενη κατά περίπτωση, την υπόστασή της και θα συνεχίσει να αποτελεί το θεμέλιο για την οικοδόμηση της διεθνούς κοινωνίας και το βάθρο για την Ευρωπαϊκή Ενωση» απαντά ο Γιώργος Παπαδημητρίου.


Οπως τονίζει στη συνέχεια ο συγγραφέας, τρεις αρχές οριοθετούν τη σχέση της Ευρωπαϊκής Ενωσης με την πολιτεία. Αυτές είναι η αρχή της αυτονομίας της, η αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και η συναφής αρχή της άμεσης ισχύος των κανόνων του στην εθνική έννομη τάξη. Ο συγγραφέας στη συνέχεια περιγράφει πώς συντελείται η εισροή πολιτειακών αρχών (δημοκρατική αρχή, αρχή του κράτους δικαίου και αρχή του κοινωνικού κράτους) στα καταστατικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η αρχή που έγινε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ συνεχίστηκε με τη Συνθήκη του Αμστερνταμ. Επιχειρώντας μια σύγκριση των επιλογών της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της Συνθήκης του Αμστερνταμ για την υποδοχή πολιτειακών αρχών, ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι η εισροή πολιτειακών αρχών στο θεσμικό οικοδόμημα της Ενωσης ενισχύεται και αρχίζει να προσλαμβάνει χαρακτήρα διείσδυσης.