«Ολοι υπήρξαμε Βλάχοι, γιατί είμαστε Ελληνες» βεβαιώνει ο καθηγητής Ν. Κ. Μουτσόπουλος στη 16σέλιδη διεξοδική Εισαγωγή του βιβλίου-λευκώματος του κ. Ν. Μέρτζου. Μια εξαιρετικού ενδιαφέροντος, πλήρως τεκμηριωμένη επιστημονικά, εισαγωγή που παρακολουθεί τη διαδρομή αιώνων μέσα στην ευρύτερη βαλκανική περιοχή κάποιων λαών που «στην πλειονότητά τους είναι απόγονοι αυτόχθονος (πελασγικού;) πληθυσμού» ­ από την εποχή του Διοκλητιανού, του Ιουστίνου κ.ά. εξετάζοντας, ερμηνεύοντας και συνδυάζοντας στοιχεία όπως η (ελληνίζουσα και με κελτικές ρίζες) γλώσσα, η (λατινική) γραφή, τα έθιμα του λαού που ονομάστηκε κάποτε βλάχικος.


Υπερβολή το ότι «όλοι υπήρξαμε Βλάχοι»; Ενδεχομένως. Αλλά δικαιολογημένη αν σκεφθούμε ότι μια μεγάλη σειρά από προσωπικότητες που άφησαν την προσωπική σφραγίδα τους σε όλους τους χώρους της ελληνικής παρουσίας είχαν και έχουν βλάχικη καταγωγή και μιλούσαν βλάχικα τουλάχιστον ως δεύτερη μητρική γλώσσα. «Είναι βέβαιο πως στον κεντρικό ελληνικό χώρο αλλά και στις γύρω Βαλκανικές Χώρες για ό,τι σοβαρό μπορεί να περηφανευθεί ο Ελληνισμός (…) οικοδομήθηκε σε έναν ιδιαίτερα καθοριστικό βαθμό με την ουσιαστική αρωγή των Βλάχων» έγραψε κάποτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κ. Στεφανόπουλος.


Βλάχικης καταγωγής ήταν ο Κολοκοτρώνης (Τσεργίνης άλλωστε το πραγματικό επίθετό του), βλαχόφωνοι πολλοί συμπολεμιστές του, το ίδιο και ο Σιάντος, ο Σβώλος και ο στρατηγός Σαράφης της Αντίστασης, βλάχικες οι οικογένειες του Αβέρωφ, του Θεσσαλονικιού Φλόκα, του πρέσβη Τζον Σωσσίδη, του στρατάρχη Παπάγου κ.ά. «Εγώ είμαι Βλάχος με Β κεφαλαίο» περηφανεύεται ο πιανίστας Δημήτρης Σγούρος, Βλάχα και η παγκόσμια πρωταθλήτρια Τσιαμήτα. Και, όπως μας θυμίζει ο Μέρτζος την παλαιά λαϊκή εκτίμηση, οι Βλάχοι ήταν «πρώτοι στ’ άρματα και στα τάματα, πρώτοι στα γρόσια και στα γράμματα». Και σαν Ελληνες συμμερίστηκαν όχι μόνο τις χαρές αλλά και τις τραγωδίες του Ελληνισμού. Στην Κατοχή μέσα σε έναν χρόνο, το 1944, «οι Γερμανοί κατακτητές εξαπολύοντας τις επιχειρήσεις τους εναντίον των Ελλήνων ανταρτών πυρπόλησαν όλα σχεδόν τα βλαχοχώρια και δεκάτισαν τον πληθυσμό τους» γράφει ο Μέρτζος. Για να μας προσγειώσει αμέσως στην οδυνηρή πραγματικότητα: «Τα χωριά ξαναχτίσθηκαν. Αλλά δεν ξανάζησαν…».



Σημαντική η δουλειά του Ν. Μέρτζου, «καθαρόαιμου Βλάχου (από το «αναγεννημένο» χωριό Νυμφαίο), ο οποίος βιώνει εκ των ένδον την Ιστορία», όπως γράφει. Ο συγγραφέας δεν μας προσφέρει μία ακόμη ιστορική πραγματεία, μολονότι κάνει με τον τρόπο του μια αδρή επισήμανση της «πορείας στην Ιστορία» των Βλάχων, παραμερίζοντας τα «πελάγη θεωριών» για την προέλευσή τους. Προτίμησε να αφήσει τους ίδιους να μιλήσουν, να προβάλει το έργο τους και την απήχηση που είχε αυτό στην εποχή τους και στην όλη ελληνική ιστορία. Με ιδιαίτερη προσοχή και ασφαλώς με επιμονή όπως και με θυσίες συνέλεξε πέντε εκατοντάδες και πλέον ανεκτίμητης εθνικής αξίας φωτογραφίες (έγγραφα, χάρτες, προσωπογραφίες διαπρεπών ανδρών, κτίρια, ιστορικά πειστήρια κτλ.) που ανήκουν είτε συνδέονται με Βλάχους και αποτελούν ζωντανό μέρος της καθημερινής ζωής μας. Πρωθυπουργοί της νεότερης Ελλάδας και μεγαλόσχημοι βαρόνοι που διέπρεψαν στην Κεντρική Ευρώπη του 18ου και 19ου αιώνα, τραπεζίτες αλλά και αρματολοί του ’21, πατριάρχες και επιχειρηματίες διεθνούς δραστηριότητας του 18ου αλλά και του 20ού αιώνα. Ολοι βλάχικης καταγωγής, όλοι από βλαχόφωνες οικογένειες, όλοι ενθουσιώδεις Ελληνες. «Οι νεότερες γενεές των Βλάχων δεν έχουν, ως επί το πλείστον, την ντοπιολαλιά τους αλλά έχουν πλήρη συνείδηση της καταγωγής τους και συν τω χρόνω ολοένα μεγαλύτερη υπερηφάνεια» βεβαιώνει ο συγγραφέας όταν αναφέρεται σε πρόσωπα της σύγχρονης εποχής.


Ο Ν. Μέρτζος πέτυχε τον στόχο του. Πρόβαλε και αποκατέστησε το όνομα των Βλάχων. Οχι γιατί αυτοί χρειάζονταν κάποια αποκατάσταση, αλλά γιατί με την πάροδο του χρόνου και με την πληθωρική επιβολή στην ελληνική κοινωνία άλλων εθνικοτοπικιστών αλλοιώθηκε η εικόνα των Βλάχων και, ντροπή μας, κατάντησε να ξεπέσει το όνομά τους σε συνώνυμο υποδεέστερου φυλετικά και πολιτιστικά ατόμου. Ο Ν. Μέρτζος παρουσίασε με τρόπο που δεν δέχεται ουσιαστική αμφισβήτηση την ελληνικότητα και το μεγαλείο τους, την ιστορική πορεία και τα επιτεύγματά τους. Ισως η γλώσσα του συγγραφέα έπρεπε να ήταν λιγότερο διθυραμβική. Αλλά και αυτό είναι δευτερεύον, όπως είναι και ορισμένες παρατηρήσεις για την ταξινόμηση του υλικού του. Ο Ν. Μέρτζος πέτυχε να ταράξει τον ευδαιμονισμό των Νεοελλήνων οι οποίοι, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Ν. Μουτσόπουλος στην Εισαγωγή του, πιστεύουν ότι Ελληνας είναι ο απόγονος εκείνου του αρχαίου «με κλασικό χιτώνα που χρησιμοποιεί την αττική διάλεκτο της εποχής του Δημοσθένη». Ε, όχι, μας δείχνει ο Ν. Μέρτζος. Και οι Βλάχοι είναι Ελληνες. Και σπουδαίοι μάλιστα.


Δύο ελλείψεις. Οι Αρμάνοι και Βλάχοι δεν έχουν ημερομηνία εκδόσεως, κάτι μάλλον σπάνιο στα σημερινά ελληνικά βιβλία. Μια άλλη έλλειψη του βιβλίου του Ν. Μέρτζου δυστυχώς είναι συνηθέστατη και πολύ πιο σοβαρή. Δεν υπάρχει ευρετήριο λέξεων, τουλάχιστον των προσώπων που σκιαγραφούνται και αναφέρονται. Και αυτό αδικεί το βιβλίο, το οποίο και από τυπογραφικής και αισθητικής απόψεως ικανοποιεί.