Στις 3 Νοεμβρίου του 1996 η Τουρκία συγκλονίστηκε από την αποκάλυψη της ύπαρξης στενών σχέσεων μεταξύ υποκόσμου και κράτους, μια αποκάλυψη που ακολούθησε το αυτοκινητικό δυστύχημα κοντά στο Σουσουρλούκ. Από τότε η μαφία αποτελεί καθημερινή είδηση στην Τουρκία. Ο Φρανκ Μπόφενκερκ, καθηγητής της Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, και ο Γιουτζέλ Γεσιλκόζ, επιστημονικός συνεργάτης του Εγκληματολογικού Ινστιτούτου Willem Pompe της ίδιας πόλης, δίνουν μια συγκλονιστική εικόνα των σχέσεων της τουρκικής μαφίας με το κράτος και την πολιτική. Μας φέρνουν κοντά στον κόσμο των τούρκων «νονών» και λαθρεμπόρων. Καταθέτουν συγκλονιστικά στοιχεία για τις αστυνομικές μονάδες που εξελίχθηκαν σε τρομοκρατικές ομάδες και τους δημόσιους λειτουργούς και πολιτικούς που ενέχονται σε εγκληματικές πράξεις. Ξεσκεπάζουν τον ρόλο των Γκρίζων Λύκων, οι οποίοι πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο τουρκικό κράτος δολοφονώντας αρμένιους και κούρδους αντάρτες του ΡΚΚ.


Το φαινόμενο της μαφίας και του οργανωμένου εγκλήματος έχει απασχολήσει και πολλούς τούρκους ερευνητές και κυρίως δημοσιογράφους. Ολες αυτές οι έρευνες και μελέτες όμως δεν κατάφεραν να απομακρυνθούν από τον πολιτικώς ορθό λόγο της επίσημης κρατικής ιδεολογίας, του κεμαλισμού, υποστηρίζουν οι συγγραφείς αυτής της μελέτης και υπογραμμίζουν με έμφαση ότι:


«Η πνευματική κληρονομιά του Κεμάλ δεν αφήνει περιθώρια, λόγου χάρη, για μια ανοιχτή ανταλλαγή απόψεων. Ελάχιστα συζητείται το θέμα ενός διαφορετικού ρόλου για τον στρατό, άλλον από τον ρόλο του θεματοφύλακα της επανάστασης του 1923, και το ίδιο ισχύει και για τον ουσιαστικά αντιδημοκρατικό χαρακτήρα του ισχυρότερου οργάνου της χώρας, του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο ελέγχεται από τους στρατιωτικούς. Οι δεκάδες συγγραφείς και δημοσιογράφοι, οι οποίοι σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία στενάζουν στις τουρκικές φυλακές, υπενθυμίζουν την ύπαρξη απαγορευμένων θεμάτων».


Η τουρκική περίπτωση του οργανωμένου εγκλήματος εξετάζεται, ως οικονομικό φαινόμενο, ως κοινωνική ιστορία, ως οργανωτική δομή, ως αντικείμενο δίωξης από την αστυνομία, ως πολιτικό φαινόμενο και ως κοινωνιολογικό πρόβλημα. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει το έβδομο κεφάλαιο της έρευνας. Σε αυτό ένας μεγάλος «νονός» της τουρκικής μαφίας, ο Χουσεΐν Μπαϊμπασίν, αφηγείται την ιστορία του. Στην περίπτωσή του βλέπουμε τις διάφορες όψεις του ζητήματος να συγκλίνουν στη δράση ενός ανθρώπου. Οι δύο συγγραφείς ξεκινούν την ανάλυσή τους με μια ιστορική αναδρομή στην εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.


Αξιοποιώντας επίσημα πορίσματα και συνεντεύξεις με μέλη της τουρκικής μαφίας καταδεικνύουν την παραδοσιακή σχέση του τουρκικού κράτους με τον υπόκοσμο και σκιαγραφούν διάφορες φυσιογνωμίες της τουρκικής μαφίας.



Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του διπλωματικού σκηνικού το οποίο περιέβαλλε την ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ επιχειρεί στη μελέτη «Τουρκία, Αναζήτηση Ασφάλειας. Αμερικανοβρετανικά συμφέροντα», η Εκάβη Αθανασοπούλου.


Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ το 1952 με την ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας παγίωσε την αμερικανική παρουσία στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ποιοι όμως ήταν οι λόγοι που ώθησαν την Αγκυρα να επιδιώξει την επισημοποίηση των τουρκοαμερικανικών σχέσεων εξασφαλίζοντας την αμερικανική υποστήριξη για τις επόμενες δεκαετίες; Στο ερώτημα αυτό επιχειρεί να απαντήσει η μελέτη της Εκ. Αθανασοπούλου, συμβάλλοντας στην καλύτερη κατανόηση ενός κρίσιμου κεφαλαίου του Ψυχρού Πολέμου. Στα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου η ένταξη της Τουρκίας δεν εθεωρείτο δεδομένη από τους σχεδιαστές της πολιτικής στην Ουάσιγκτον και, ιδίως στο Λονδίνο, παρά τις ακατάπαυστες προσπάθειες της Αγκυρας να αποκτήσει μια αμερικανική εγγύηση ασφάλειας, υποστηρίζει εύστοχα η συγγραφέας. «Η απροθυμία της Ουάσιγκτον να θέσει μέσα σε νομικά πλαίσια τη σχέση της με την Αγκυρα (και την Αθήνα) μέσα από μια εγγύηση ασφάλειας ήταν κακώς υπολογισμένη επίσης αναφορικά με την άμυνα της Δυτικής Ευρώπης. Πήρε πολύ χρόνο προτού οι Ηνωμένες Πολιτείες συνειδητοποιήσουν την ισχύ του τουρκικού επιχειρήματος, δηλαδή ότι οποιαδήποτε αμυντική προσπάθεια στη Δυτική Ευρώπη θα ήταν ατελής αν η Ανατολική Μεσόγειος δεν ήταν ενσωματωμένη σε αυτήν» γράφει η Εκ. Αθανασοπούλου (σελ. 406).


Στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης εξετάζονται οι προβληματισμοί της Τουρκίας για την ασφάλειά της στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Στη συνέχεια στο δεύτερο κεφάλαιο η συγγραφέας αναλύει την ουδέτερη στάση της Τουρκίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, περιγράφει την περιφερειακή θέση της Τουρκίας στα τέλη του 1946 και τις αγγλοτουρκικές σχέσεις κατά το 1947. Το Δόγμα Τρούμαν και οι πρώτες τουρκικές προτάσεις για ένα μεσογειακό σύμφωνο απασχολούν τη συγγραφέα στο δεύτερο κεφάλαιο.


Στα δύο επόμενα κεφάλαια εξετάζονται διεξοδικά δύο κρίσιμα έτη του Ψυχρού Πολέμου, το 1948 και το 1949. Είναι η περίοδος που η Δύση οδεύει προς την οργάνωση της συλλογικής ασφάλειάς της και η Τουρκία, που διακατέχεται από έντονη ανασφάλεια, ζητεί τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ.


Στο πέμπτο κεφάλαιο αναλύονται η θέση της Τουρκίας στη στρατηγική σκέψη της Ουάσιγκτον, το αίτημα της Τουρκίας για ένα τοπικό αμυντικό σύστημα και πιο συγκεκριμένα το τουρκικό υπόμνημα του Μαΐου του 1950 προς τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και τη Γαλλία με το οποίο εξηγείτο η ένταξη της Τουρκίας σε κάποιο τοπικό σύστημα υποστηριζόμενο από μια αμερικανική εγγύηση ασφάλειας.


Ο Πόλεμος της Κορέας και η ανανεωμένη αίτηση της Αγκυρας για ένταξη στο Ατλαντικό Σύμφωνο, οι βρετανικές και αμερικανικές αντιδράσεις στην αίτηση της Τουρκίας για συμμετοχή στη Βορειοατλαντική Συνθήκη, είναι μερικά από τα ζητήματα που εξετάζονται στη συνέχεια.


Τέλος, στο έκτο κεφάλαιο η συγγραφέας ασχολείται με τη σύνδεση της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ και με τις επιπτώσεις που είχε αυτή στην αγγλοαμερικανική συζήτηση σχετικά με την άμυνα της Μέσης Ανατολής. Εδώ ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να αντιληφθεί ότι τα αμερικανικά και βρετανικά συμφέροντα ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο εξελίσσονταν μερικές φορές παράλληλα και μερικές φορές ανταγωνιστικά.


Ο κ. Σωτήρης Ντάλης είναι πολιτικός επιστήμων – διεθνολόγος. Από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η νέα διεθνής πραγματικότητα και η Ελλάδα».