Το βράδυ της 4ης Απριλίου ήταν η πρώτη και ίσως η τελευταία φορά που τα Καλάβρυτα συνιστούσαν θέμα για τα κεντρικά δελτία ειδήσεων του πρώτου και του δεύτερου προγράμματος της κρατικής τηλεόρασης στη Γερμανία. Το ντοκυμαντέρ με τίτλο «Επιχείρηση Καλάβρυτα» που είχε παρουσιάσει για πρώτη φορά το τρίτο πρόγραμμα WDR το 1982 είχε μεταδοθεί σε ώρα χαμηλότερης τηλεθέασης. Η παρελθοντολογία δεν είναι κάτι που τέρπει ιδιαίτερα τη νέα Γερμανία, αλλά αυτή την Τρίτη το βράδυ τα Καλάβρυτα επιβάλλονται επειδή τα επισκέπτεται ο γερμανός πρόεδρος Γιοχάνες Ράου προκειμένου να εκφράσει την «αισχύνη και την οδύνη» του για τη μαζική εκτέλεση εκατοντάδων κατοίκων του χωριού από τη Βέρμαχτ στις 13.12.1943. Εστω και αν ο γερμανός πρόεδρος δεν τολμά να εκστομίσει μιαν απερίφραστη συγγνώμη, έστω και αν τα αισθήματά του είναι μάλλον ανίσχυρα να κινήσουν το θέμα των αποζημιώσεων, την επομένη ο γερμανικός Τύπος προβάλλει ακόμη και πρωτοσέλιδα αυτή τη συμβολική επίσκεψη.


Δεν συμβαίνει το ίδιο με γνωστότερα στο ευρύ κοινό εγκλήματα των γερμανικών δυνάμεων κατοχής κατά του άμαχου πληθυσμού, όπως για παράδειγμα στο Λίντιτσε της Τσεχοσλοβακίας(10.6.1942) ή στο Οραντούρ της Γαλλίας(10.6.1944). Η σφαγή στα Καλάβρυτα όμως δεν ευνοήθηκε εξίσου από τη μνήμη της γερμανόφωνης ιστοριογραφίας και έμεινε στα αζήτητα. Δεν πρόκειται για τυχαία παράλειψη. Από τη μια τα Καλάβρυτα δεν εντάσσονται ανώδυνα στη γερμανική βιβλιογραφία της ιστορικής μεταμέλειας, επειδή δεν ήταν έργο των SS αλλά της Βέρμαχτ που έκαναν το παν μεταπολεμικά για να τη βγάλουν ασπροπρόσωπη. Η μητέρα των δυτικογερμανικών ενόπλων δυνάμεων όφειλε, έστω και αναδρομικά, να έχει ακηλίδωτη τιμή. Από την άλλη η ελληνική αντίσταση συνολικά και τα γερμανικά αντίποινα τον καιρό της Κατοχής δεν κίνησαν για ποικίλους λόγους το ενδιαφέρον των μελετητών: προσήλωση στην αρχαιότητα και συνακόλουθη απροθυμία να ερευνηθεί η σύγχρονη Ελλάδα, δυσφήμηση της Αντίστασης από την ίδια την επίσημη Ελλάδα τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου. Την ανακοπή της λήθης στη γερμανική βιβλιογραφία επιχειρεί τώρα ο συλλογικός τόμος που εξέδωσαν πρόσφατα οι ιστορικοί Λουκία Δρούλια και Χάγκεν Φλάισερ με τίτλο Από το Λίντιτσε στα Καλάβρυτα. Αντίσταση και κατοχική τρομοκρατία: Μελέτες για την πρακτική των αντιποίνων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.


Ο τόμος περιλαμβάνει μια επιλογή, μετά από επεξεργασία και διεύρυνση, των βασικότερων ανακοινώσεων που είχαν γίνει το 1993 στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών στην Αθήνα κατά τη διάρκεια διεθνούς συνεδρίου με θέμα «Αντίσταση και αντίποινα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» και αφορμή τα 50 χρόνια από τη σφαγή των Καλαβρύτων. Είναι όντως η πρώτη φορά που η ελληνική περίπτωση εντάσσεται οργανωμένα στο ευρύτερο πλαίσιο και στις συνάφειες της πολιτικής και πρακτικής που ακολούθησαν οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής στις ευρωπαϊκές χώρες που είχαν καταλάβει. Μερικές ενδεικτικές νύξεις: ο Νέστωρ της συγκριτικής μελέτης της γερμανικής κατοχής Τσέσλαβ Μαντάιτσικ ξεκινά με τα αντίποινα που δοκιμάστηκαν ήδη το 1939 σε πολωνικά χωριά προκειμένου στη συνέχεια το μοντέλο να εφαρμοσθεί και στις άλλες χώρες. Ο κορυφαίος ιστορικός της πρώην Ανατολικής Γερμανίας Ντίτριχ Αϊχολτς περιγράφει την τρομοκρατία στις κατεχόμενες χώρες ως συστατικό στοιχείο της διεξαγωγής του πολέμου από τους ναζιστές. Ο Μίροσλαβ Κάρνι παρουσιάζει την κατοχική πολιτική στην Τσεχοσλοβακία που οδηγεί στις σφαγές του Λίντιτσε και του Λεζάκι, ενώ ο Βάλτερ Μάνοσεκ ακολουθεί τη γραμμή του αίματος που άφησε από το Κράλιεβο και το Κραγκούγεβατς ως τα Καλάβρυτα η 117η Μεραρχία Καταδρομών υπό τον μανιώδη ανθέλληνα υποστράτηγο Καρλ φον Λε Ζουίρ. Ο παππούς του, στρατηγός Γεώργιος Γουλιέλμος Λεζουίρος, είχε διατελέσει το 1834 υπουργός Στρατιωτικών στην Αθήνα κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας, διέπρεψε στις ραδιουργίες και έναν χρόνο μετά αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Ποιος ξέρει τι δηλητηριώδη παραμύθια διηγούνταν στα παιδιά και στα εγγόνια του. Πάντως ο μικρός Καρλ όταν μεγάλωσε θεωρούσε την Ελλάδα «χώρα ρεμπεσκέδων και λοβιτουρατζήδων».



Τον βασικό κορμό του συλλογικού τόμου ωστόσο αποτελούν οι εκτενείς μελέτες του καθηγητή της Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Χάγκεν Φλάισερ και του δημοσιογράφου Εμπερχαρτ Ρόντχολτς. Ο Φλάισερ παρακολουθεί βήμα προς βήμα τις αποτυχημένες προσπάθειες των δυνάμεων κατοχής να επιβάλουν τη γερμανική τάξη στην Ελλάδα από το 1941 ως το 1944. Μετά από ένα βραχύβιο ειδύλλιο με την ιδανική Ελλάδα της φαντασίας τους οι Γερμανοί περνούν χωρίς μεγάλες δυσκολίες στην αμείλικτη αντιμετώπιση της Αντίστασης που φούντωνε. Βάσει εξαντλητικών ντοκουμέντων ο συγγραφέας καταδεικνύει τις διαφορετικές τάσεις που υπήρχαν στους κόλπους της Βέρμαχτ για την κατάλληλη μέθοδο πάταξης της αταξίας. Αλλοι πίστευαν ότι σκληρά αντίποινα θα απομάκρυναν ακόμη περισσότερο τον άμαχο πληθυσμό από τις δυνάμεις κατοχής, άλλοι θεωρούσαν επιβεβλημένη τη θεραπεία-σοκ με απηνή μέτρα καταστολής και εκφοβισμού. Παρά τις αντιφάσεις αυτές στα ανώτερα κλιμάκια της Βέρμαχτ, στην πράξη τα αντίποινα και τα εγκλήματα πολέμου κατά του άμαχου πληθυσμού στην Ελλάδα υπήρξαν δρακόντεια. Τα ονόματα των τόπων που μαρτύρησαν συνθέτουν στη σειρά έναν ατέλειωτο στίχο: Κομμένο και Βιάννος, Λυγκιάδες και Μονοδένδρι, Κλεισούρα και Δίστομο, Καλάβρυτα… Οταν στις 12 Οκτωβρίου του 1944 οι ηττημένοι Γερμανοί αποχωρούν από την Αθήνα, καταθέτουν σαν να μην είχε μεσολαβήσει τίποτε στεφάνι στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη για να διαδηλώσουν ότι δεν είχαν έρθει ως εχθροί της Ελλάδας. Οι παρευρισκόμενοι μετά από μια στιγμή αμηχανίας ορμούν και το τσαλαπατούν.


Ο Ρόντχολτς ασχολείται με τον ρόλο της γερμανικής δικαιοσύνης όταν μετά τον πόλεμο ήρθε η ώρα να τιμωρηθούν και τα εγκλήματα πολέμου που είχαν διαπράξει οι δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα. Εξετάζοντας τα σχετικά ντοκουμέντα και στοιχεία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα γερμανικά δικαστήρια μάλλον συγκάλυψαν παρά διαλεύκαναν τα εγκλήματα. Προηγουμένως η Ελλάδα είχε χορηγήσει αμνηστία στους εγκληματίες πολέμου (3.11.1959) υποκύπτοντας στον εκβιασμό της Βόννης για την καταβολή γλίσχρων αποζημιώσεων ύψους 115 εκατομμυρίων μάρκων (7.3.1960). Ηταν ακριβώς η εποχή που στη Δυτική Γερμανία οι ένοπλες δυνάμεις επανδρώνονταν με τους παλαιούς αξιωματικούς του ναζιστικού καθεστώτος και στη δικαιοσύνη επανέκαμπταν οι ταγοί της χιτλερικής Θέμιδος. Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν αναμενόμενο. Η μόνη δίκη που έγινε στη Δυτική Γερμανία ήταν το 1951 στο Αουγκσμπουργκ. Ο κατηγορούμενος για την αυθαίρετη εκτέλεση έξι άμαχων Κρητικών κηρύχθηκε αθώος με το αιτιολογικό ότι το διεθνές δίκαιο καλύπτει την εκτέλεση υπόπτων κατά τη διάρκεια του αντάρτικου «εφόσον βρίσκονταν κοντά στη γερμανική γραμμή του πυρός και δεν ήταν πάραυτα σαφές ότι ήσαν υπεράνω πάσης υποψίας». Οσο για τη σφαγή των Καλαβρύτων, που είχε ρητά χαρακτηρισθεί έγκλημα στο πινάκιο 7 των δικών της Νυρεμβέργης, η Εισαγγελία του Μπόχουμ είχε άλλη άποψη. Δεκαετίες αργότερα διέκοψε τις ανακρίσεις σε βάρος του κατηγορουμένου Φραντς Γιούπε θεωρώντας το έγκλημα νόμιμο αντίποινο στο πλαίσιο του πολεμικού δικαίου.


«Οταν ρωτούν ποιοι είναι οι πρόγονοί μας, πρέπει πάντα να υποδεικνύουμε τους Ελληνες». Αυτά έλεγε ένα βράδυ του 1942 ο Χίτλερ, πιστός στην παράδοση των κλασικών επιστημών που είχαν ανακαλύψει τον 19ο αιώνα την Ελλάδα όχι απλώς ως έναν αρχαίο πολιτισμό, αλλά ως την προγονική πνευματική εστία των Γερμανών. Η ναζιστική ιστοριογραφία είχε ασχοληθεί και με τους σύγχρονους Ελληνες θεωρώντας τους προϊόν εκφυλισμού της λαμπρής εκείνης φυλής που διαιωνιζόταν πια μόνο μέσα από τον γερμανικό πολιτισμό. Η ιδεολογία αυτή ήταν το υπόστρωμα που επέτρεψε τα εγκλήματα κατά την περίοδο της Κατοχής χωρίς συνειδησιακούς ή πολιτιστικούς ενδοιασμούς. Και αυτή η γερμανική ιδεοληψία τεκμηριώνεται στις μελέτες του Αυστριακού Φλάισερ και του Γερμανού Ρόντχολτς. Και οι δύο γράφουν σε μια γλώσσα τεταμένη ανάμεσα στην ιστορική νηφαλιότητα και στο αντιναζιστικό πάθος, είναι και οι δύο ανηλεείς στην ανίχνευση του κακού. Ανήκουν στη μεταπολεμική γενιά που προσδιόρισε την κατεύθυνσή της σε ριζική αντιδιαστολή με την κατεύθυνση των ένοχων πατέρων. Και, ας μην ξεχνάμε, μόνο οι Γερμανοί είναι τόσο συνεπείς· στο κακό και στο καλό.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι δημοσιογράφος της Deutsche Welle.