Ευαίσθητα κυνικός


Ο Μισέλ Ουελμπέκ είναι πιο γνωστός για τις φραστικές τορπίλες του παρά για τα βιβλία του. Σε κάθε του συνέντευξη προκαλεί: λέει ακριβώς τα αντίθετα από όσα επιτρέπει η «πολιτική ορθότητα».


Είναι αυτό που έλεγαν οι αριστεροί «αντιδραστικός». Επί έναν χρόνο, το 1998, όλα τα έντυπα της Γαλλίας σχολίαζαν τις θέσεις του ενώ οι τηλεοράσεις ορκίστηκαν να τον κάνουν σταρ. Τι έμεινε έπειτα από όλα αυτά; Δύο πολύ αξιόλογα μυθιστορήματα, τρεις ποιητικές συλλογές και ένας δίσκος (γιατί έγινε και τραγουδιστής). Σε ένα πρώτο επίπεδο ο Ουελμπέκ μοιάζει με κοινό σαρκαστή της ανδρικής υπόστασης. Οι ήρωές του είναι φανατικοί αυνανιστές, κάτι που προκύπτει από τη θεωρία του για την κατανομή της ηδονής: όπως στη φιλελεύθερη οικονομία οι λίγοι απολαμβάνουν τα αγαθά και οι πολλοί ζουν περιορισμένα, έτσι και στην κοινωνία της φιλελεύθερης σεξουαλικότητας η μειονότητα έχει έντονη ερωτική ζωή ενώ τα πλήθη αρκούνται στην πορνογραφία και στην αυτοϊκανοποίηση.


Οι ήρωές του μπορούν να είναι επίσης ρατσιστές, αντιοικολόγοι, κατήγοροι της γενιάς του ’68. Και από την πλευρά τους έχουν δίκιο ­ όσο κι αν ακούγεται ακραίο.



Ο Μισέλ Ντζερζίνσκι και ο Μπρυνό Κλεμάν είναι ετεροθαλή αδέλφια, κεντρικοί ήρωες του μυθιστορήματος Τα στοιχειώδη σωματίδια. Ο πρώτος φέρεται ως ο βιολόγος που πέτυχε την κλωνοποίηση του ανθρώπου ενώ ο δεύτερος είναι αποτυχημένος καθηγητής σχολείου. Ως παρόν στην εξέλιξη της μυθοπλασίας εκλαμβάνεται η εποχή κατά την οποία περνούν «την κρίση του σαραντάρη», αν και ώσπου να φθάσουν σε αυτό το στάδιο έχουμε διαβάσει τα πάντα για την ενηλικίωσή τους, από τη στιγμή που η ελευθεριάζουσα (χίπι) μητέρα τους τα άφησε στα χέρια των γιαγιάδων τους. Εχουμε λοιπόν ένα πανόραμα του δυτικού κόσμου, στο τελευταίο κομμάτι του 20ού αιώνα. Οι δύο ήρωες στην εφηβεία τους πηγαίνουν τυχαία στο ίδιο σχολείο της πόλης Μω (στο Μάρνη), χωρίς να γνωρίζονται. Πληροφορούνται τη συγγένεια όταν η μητέρα τους αφήνει για λίγο την κοινοβιακή ζωή για να τους κάνει επίσκεψη (οδηγώντας μια Πόρσε). Ο Ουελμπέκ απερίφραστα κατηγορεί τα κινήματα της δεκαετίας του ’60 για τη διάλυση της οικογένειας. Τα παρατημένα παιδιά έγιναν άνθρωποι ανίκανοι να αγαπήσουν. Ετσι στο βιβλίο οι ήρωες εμφανίζονται ως δύο διαφορετικά δείγματα συναισθηματικής αναπηρίας.


Ο Μπρυνό πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Αλγερία και κατόπιν, όταν πέθαναν ο παππούς και η γιαγιά, οικότροφος σε σχολείο, όπου έζησε όλες τις ταπεινώσεις του αδύναμου παιδιού: «Ενας επόπτης τον είχε βρει γυμνό, μες στα σκατά, κουλουριασμένο στις χέστρες του προαυλίου». Αποφάσισε να σπουδάσει φιλολογία επειδή στη σχολή υπερτερούσαν σε αριθμό τα κορίτσια (τσάμπα ο κόπος βέβαια…). Αργότερα έκανε έναν βαρετό γάμο και έδινε υπνωτικά στο μωρό του όποτε έκλαιγε. Εν τέλει κατάλαβε ότι ο προορισμός του είναι τα οφθαλμόλουτρα, κυρίως δε των επίμαχων σημείων στα σώματα των μαθητριών του. Με μίσος διαπιστώνει όμως ότι εκείνες προτιμούν τους έγχρωμους συνομηλίκους τους. Κατά τον Μπρυνό τούς διαλέγουν επειδή έχουν μεγαλύτερο μόριο από τους λευκούς. «Φθονούμε και θαυμάζουμε τους νέγρους γιατί επιθυμούμε να ξαναγίνουμε ζώα όπως αυτοί, ζώα προικισμένα με χοντρό καυλί κι ένα πολύ μικρό κεφάλι ερπετού».


Ο Μπρυνό αυνανίζεται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ήρωα της σύγχρονης λογοτεχνίας ώσπου, περασμένα τα σαράντα, γνωρίζει σε ένα «εναλλακτικό» θέρετρο (με γιόγκα και διαλογισμό) τη γυναίκα της ζωής του, την Κριστιάν (μητέρα νέου με ακροδεξιές τάσεις). Η ανταλλαγή συντρόφων και το ομαδικό σεξ σε κλαμπ, που θυμίζουν τον μαρκήσιο του σαδισμού, γίνεται ορόσημο των εμπειριών τους. Κάποια από αυτές τις αχαλίνωτες βραδιές, κατά την οποία άγνωστοι «έπαιρναν νουμεράτζα» την Κριστιάν, την τραυματίζουν. Μένει παράλυτη και αυτοκτονεί. Ο Μπρυνό καταλήγει και πάλι μόνος.


Ο Μισέλ, από την άλλη, είναι ασεξουαλικός. Υπήρξε λαμπρός μαθητής που δεν δημιουργούσε ούτε συμπάθειες ούτε αντιπάθειες. Η παιδική του φίλη, η Ανναμπέλ, μεγαλώνοντας συνειδητοποιεί ότι είναι ερωτευμένη μαζί του και θέλει να ολοκληρώσουν τη σχέση τους. Εκείνος όμως δεν κάνει καμία παραπάνω κίνηση. Οταν τελειώνουν το σχολείο, πηγαίνουν μαζί σε μια χίπικη κατασκήνωση, όπου τελικά ο γιος του οικοδεσπότη αναλαμβάνει να μυήσει την ευειδή νέα στον έρωτα (έχοντας ο ίδιος κοιμηθεί με καμιά πεντακοσαριά γυναίκες ήδη). Οι δρόμοι του Μισέλ και της Ανναμπέλ χωρίζουν, για να ξανασυναντηθούν στα σαράντα τους. Εξακολουθούν να είναι εργένηδες, κάτι που δεν φαίνεται να απασχολεί τον ευρηματικό βιολόγο. Αποφασίζουν να κάνουν παιδί αλλά τελικά η Ανναμπέλ πεθαίνει από καρκίνο. Ο Μισέλ καταλήγει και πάλι μόνος.


Τα γεγονότα αποτελούν έναν απλοϊκό άξονα για την περιγραφή του βιβλίου, καθώς κάθε πράξη, κάθε επιλογή, κάθε χειρονομία γίνονται αφορμή σχολιασμού από τον συγγραφέα. Και η ουσία βρίσκεται ακριβώς στον στοχασμό του, που χαρακτηρίζεται από δύο πράγματα: την απενοχοποίηση απέναντι στο «σωστό» και τον διάλογο με τους μεγάλους διανοητές ­ κυρίως με τον Αύγουστο Κοντ. Σε θεωρητικό επίπεδο ο Ουελμπέκ αναπτύσσει όσα είχε ήδη διατυπώσει στο πρώτο του μυθιστόρημα Η επέκταση του πεδίου της πάλης (μετάφραση Αλέξης Εμμανουήλ, εκδόσεις Εστία). Τα Στοιχειώδη σωματίδια χαρακτηρίζονται από τις πολλές επαναλήψεις, από τις βερσιόν που επιλέγει ο συγγραφέας για να πει το ίδιο πράγμα εκατό φορές.


Από άποψη δομής η κυρίως αφήγηση βρίσκεται ανάμεσα σε έναν πρόλογο, σύμφωνα με τον οποίο το βιβλίο μιλάει για τον Μισέλ Ντζερζίνσκι, που με τις ανακαλύψεις του έφερε στον κόσμο αλλαγές τόσο ριζοσπαστικές όσο και η έλευση του χριστιανισμού. Ο επίλογος αναφέρεται στον 21ο αιώνα, όταν τέθηκαν σε εφαρμογή οι θεωρίες του βιολόγου και έγινε δυνατή η εργαστηριακή δημιουργία ανθρώπων. Είναι μια πικρή διαπίστωση ότι κάτι δεν πάει καλά στον δυτικό κόσμο και πρέπει να αντικαταστήσουμε τον άνθρωπο. Μήπως από την άλλη πρόκειται για την υπέρτατη αλαζονεία, ότι ο άνθρωπος γίνεται θεός και φτιάχνει όντα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν;


Πάντως, παρά τον κυνισμό και τον ειρωνικό τόνο, ο Ουελμπέκ αποδεικνύεται ένας ευαίσθητος, τρομαγμένος άνδρας. Και η τελευταία φράση του βιβλίου επιβεβαιώνει τις μάλλον καλές προθέσεις του: «Αυτό το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον άνθρωπο».