Οταν το 1976 ο Τάσος Λιγνάδης, πρόεδρος τότε της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου, πρότεινε το ανέβασμα της κωμωδίας Ο Υπάλληλος του Μ. Χουρμούζη, οι αντιδράσεις υπήρξαν έντονες. Η σάτιρα του Μ. Χουρμούζη εναντίον της ξένης προστασίας φαινόταν επικίνδυνα επίκαιρη στις παραμονές της ένταξης της χώρας στους κόλπους της ευρωπαϊκής κοινότητας. Αντίθετα, στις αρχές του 2000, η ανάσυρση, 118 χρόνια μετά την πρώτη και μοναδική, εν Κωνσταντινουπόλει, έκδοση της Παρωδικής μικρογραφίας μυθιστορημάτων του Μ. Χουρμούζη ουδόλως ενοχλεί.


Δύο ολόκληροι αιώνες παρήλθαν από τότε που ο Κοραής διατεινόταν ότι ο αναγιγνώσκων ρομάντσα είναι αδύνατον να απολαμβάνει «ηδονήν αξίαν λογικού ζώου». Και οι πάντες θεωρούν ότι ο κίνδυνος από την πανώλη του 19ου αιώνα, όπως αποκαλούσαν τη μεταφρασμένη «ελαφρά φιλολογία» της εποχής, οριστικά αποσοβήθηκε. Μάλλον ελάχιστους θα βασανίσει η υποψία, μήπως η παρωδία του Μ. Χουρμούζη εξακολουθεί να μας αφορά. Ισως μάλιστα και περισσότερο από τους συγκαιρινούς του.


Ενας ρομαντικός νεοέλληνας, ο Μ. Χουρμούζης φέρνει κατά νου έναν άλλο ιδιόρρυθμο της Οθωνικής περιόδου, τον Γεώργιο Τερτσέτη. Γεννημένοι και οι δύο στις αρχές του αιώνα (το 1804 ο Μ. Χουρμούζης, το 1800 ο Τερτσέτης), στάθηκαν διά βίου αγωνιστές. Πολέμησαν στην Ελληνική Επανάσταση, λιγότερο ο ασθενικός Τερτσέτης, από αρχής μέχρι τέλους ο Μ. Χουρμούζης, που εξακολούθησε να υπηρετεί και στην Οριοφυλακή, φθάνοντας στον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Και οι δύο χρημάτισαν βουλευτές (Φθιώτιδος ο Μ. Χουρμούζης, Επτανήσων ο Τερτσέτης), υποστηρίζοντας με σθένος, όπως δείχνουν οι λόγοι τους, την παράδοση και τη δυνατότητα του ελληνικού λαού να ορθοποδήσει από μόνος του. Ανθρωποι δραστήριοι, ανήσυχοι και δημιουργικοί.



Προπάντων όμως έδωσαν τη μάχη με τον κάλαμον. Ποιητής ο Τερτσέτης, κωμωδιογράφος ο Μ. Χουρμούζης, καταπώς υπέγραφε ο Χουρμούζιος Τριανταφύλλου του Κωνσταντίνου. Οσο για το αγνώστου προελεύσεως αρχικό Μ, κακοπάθησε, όπως και το αντίστοιχο του Καραγάτση, ερμηνευόμενο άλλοτε ως Μιχαήλ και άλλοτε ως Μιλτιάδης. Αυτοδίδακτος, από σπόντα και μόνο Φαναριώτης, ο Μ. Χουρμούζης πιστεύεται ότι έγραψε πολύ περισσότερες κωμωδίες από τις μόλις έξι διασωθείσες, που ανήκουν σε δύο περιόδους. Οι τέσσερις (Ο Λεπρέντης, Ο Τυχοδιώκτης, Ο Υπάλληλος, Ο Χαρτοπαίκτης) εκδόθηκαν στα χρόνια της πολιτικής ζέσης, 1835-39, ενώ οι δύο άλλες (Μαλακώφ, Ο Οψίπλουτος), όταν είχε πια εγκατασταθεί στην πριγκιπόννησο Αντιγόνη, εγκαταλείποντας, εν μέσω βουλευτικής θητείας και για ανεξακρίβωτη αιτία, την Αθήνα.


Κωμωδίες που διαβάστηκαν μεν αλλά δεν παίχθηκαν τότε. Ωστόσο, σχεδόν ενάμιση αιώνα αργότερα, στη Μεταπολίτευση, οι θιασάρχες μας ανακαλύπτουν τον Μ. Χουρμούζη και τουλάχιστον ως τα τέλη της δεκαετίας του ’80, η χουρμούζεια σάτιρα χαρακτήρων και ηθών, παρά τις υπερβολές της, διασκεδάζει το αθηναϊκό κοινό. Με την ευκαιρία, τα έργα του ανατυπώνονται και ο ίδιος γίνεται, για πρώτη φορά, αντικείμενο έρευνας φιλοπερίεργων μελετητών, μεταξύ αυτών ο Κ. Σκαλιόρας και ο Δ. Σπάθης. Απόκτημα η σχεδόν εξαντλητική μονογραφία του Τ. Λιγνάδη.


Την τελευταία δεκαετία φαίνεται και πάλι να λησμονούμε τον Μ. Χουρμούζη, όταν το ύστατο δείγμα της σατιρικής φλέβας του, αυτή η παρωδία ρομάντσου, που συνέγραψε το 1882, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, έρχεται να ανανεώσει το ενδιαφέρον. Στην πρώτη έκδοση, από το τυπογραφείο της εφημερίδας «Ανατολικός Αστήρ», η παρωδία ήταν ήταν ένα βιβλιάριον, μόλις 63 σελίδων. Σήμερα, επανεκδίδεται σε έναν επιβλητικό τόμο 328 σελίδων, ως αποτέλεσμα δεκαετούς εντρύφησης του Κ. Γ. Κασίνη.


Υποδειγματική μελέτη που απαρτίζεται από τέσσερα μέρη. Κατ’ αρχήν, ένα τετράστηλο χρονολόγιο, που σκιαγραφεί την εποχή του Μ. Χουρμούζη, καλύπτοντας ουσιαστικά ολόκληρο τον 19ο αιώνα. Ο βίος και το έργο του βαίνουν εν παραλλήλω με τα ιστορικά γεγονότα και την ντόπια φιλολογική κίνηση, όπως φωτιζόταν από την Εσπερία. Ακολουθεί ένα πρώτο κεφάλαιο για το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα εκείνων των χρόνων και τη στάση του Μ. Χουρμούζη, με βάση και τα στατιστικά στοιχεία για τις μεταφράσεις ξένων μυθιστορημάτων στη διάρκεια του περασμένου αιώνα, που ο Κ. Γ. Κασίνης είχε παρουσιάσει και στη συναγωγή μελετών του, Διασταυρώσεις (εκδόσεις Χατζηνικολή, 1998). Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα ανακεφαλαίωση όσων μελετημάτων έχουν ασχοληθεί με τα ιδεολογήματα της εποχής, καταλήγοντας στη «ρομαντσομανία» και στις γηγενείς αντιδράσεις. Ενώ, σε ένα δεύτερο κεφάλαιο, δίνεται, εφαρμόζοντας και νεότερες θεωρίες της λογοτεχνίας, λεπτομερής και σχολαστική η φιλολογική ανάλυση της χουρμούζειας παρωδίας. Το ψαχνό βρίσκεται στο τελευταίο τμήμα του βιβλίου, όπου και ανατυπώνεται αυτούσιο το κείμενο του σατιρικού μυθιστορηματιδίου.


«Γείτων των ογδοήκοντα» ο Μ. Χουρμούζης, όταν καταπιάνεται με τη διακωμώδηση των γαλλικών μυθιστορημάτων, που οι μεταφράσεις τους έχουν κατακυριεύσει το αναγνωστικό κοινό από το 1845 και μετά. Και όμως, στο κείμενό του προεξάρχει η χαρακτηριστική, «ηβώδης συμπεριφορά του καλάμου του». Ενα ακόμη κοινό σημείο με τον μέχρι τέλους ακμαίο Τερτσέτη. Με ροΐδειο ύφος και δροσερή αρχαιοπρέπεια στη γλώσσα, κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Γ. Βαρβέρη, συνθέτει, σε μικρογραφία, ένα μυθιστόρημα που παρωδεί τα δημοφιλέστερα ρομάντσα της εποχής. Ο Κ. Γ. Κασίνης συγκεντρώνει κοντά 40 μυθιστορήματα, τα 10 του προσφιλέστατου τότε Αλέξ. Δουμά, επί των οποίων ο Μ. Χουρμούζης τροχίζει τη γραφίδα του, τσιμπώντας, από το ένα, κάποιο χαρακτήρα ή, από το άλλο, ένα περιστατικό.


Σε αυτό το στερνό έργο ξαναβρίσκουμε τις γνωστές αρετές του Μ. Χουρμούζη αλλά και τα κουσούρια του· οξύ σαρκασμό, σπαρταριστούς διαλόγους αλλά και υπερβολές, κάποτε χονδροειδείς. Νομίζουμε ότι η συγκεκριμένη παρωδία θα διασκεδάσει ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, αν εντοπιστεί. Γιατί, υπάρχει ο φόβος, ο φιλολογικός σχολιασμός και το ογκώδες του βιβλίου να λειτουργήσουν ανασταλτικά. Πάντως, το ίδιο το σκωπτικό κείμενο δεν μας φαίνεται καθόλου παρωχημένο. Στον αιώνα που πέρασε από τη συγγραφή του, το νεοελληνικό κράτος έγινε αγνώριστο, παραδόξως όμως διατήρησε ορισμένες, καθοριστικές σταθερές.


Πάντα μας ταλαιπωρούν οι επιταγές της μόδας, σταθερά ξενόφερτης, όπως ακριβώς, με τόσο οίστρο, τη σατιρίζει ο Μ. Χουρμούζης. Σταθερά υπερτερεί στις προτιμήσεις μας το ξένο μυθιστόρημα. Αλλωστε, οτιδήποτε φτιάχνεται στη Δύση είναι ευπρόσδεκτο, χωρίς δεύτερη σκέψη.


Επιπροσθέτως, σήμερα πια, έχουμε ξεπεράσει εκείνη την ενδιάμεση φάση ομφαλοσκόπησης και στροφής προς το ελληνοκεντρικό διήγημα, οπότε ζητούμε και από το εγχώριο μυθιστόρημα να συμφωνεί, κατά το δυνατόν περισσότερο και θεματικά και μορφικά, με το εισαγόμενο. Είθε η εποχή μας να μην ήταν τόσο σοβαρή και να γεννούσε και σατιρογράφους. Πιστεύουμε ότι ένας άξιος απόγονος του Μ. Χουρμούζη, διαβάζοντας τα πρόσφατα μυθιστορήματα των νεότερων συγγραφέων, θα βρισκόταν στο στοιχείο του και θα μας έδινε αντίστοιχα θαυμάσιες παρωδίες.