Ορισμένοι συγγραφείς ανοίγονται πέραν του ρεαλισμού. Πεδίο που μοιάζει ευρύχωρο άρα και δελεαστικό, ταυτόχρονα όμως και επισφαλές. Γιατί όταν η φαντασία σκάβει λαγούμια διαβρώνοντας την πραγματικότητα και η αφήγηση αποβάλλει τον χαλινόν του ορθολογισμού, το αποτέλεσμα είναι περισσότερο παρά ποτέ έρμαιο των ικανοτήτων του γράφοντος. Τελικά η διαφορά μιας ποιητικής έκφρασης από το αδόκιμο ή και το ασυνάρτητο κρέμεται κάποτε και από μία λέξη.


Τον τελευταίο καιρό, που οι συγγραφείς όλο και συχνότερα μιλούν και γράφουν για τις προθέσεις τους, ορισμένοι σπεύδουν να προκαταλάβουν τον αναγνώστη, δηλώνοντας ότι πρόκειται για αφηγήματα μαγικού ρεαλισμού. Είθισται να λέμε πως είσαι ό,τι δηλώσεις, όμως αυτό δυστυχώς ισχύει μόνο για τους ανθρώπους. Οι προγραμματικές εξαγγελίες ενός συγγραφέα, κατά κανόνα, ελάχιστα αφορούν το βιβλίο του. Τίποτα ευκολότερο ­ μια διήγηση με την επίφαση του μυστικισμού να βαφτιστεί μαγικός ρεαλισμός, καθώς ο χαρακτηρισμός ασκεί ιδιαίτερη έλξη, χάρη και στην άνθηση της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας τις τελευταίες δεκαετίες.


Από τα βιβλία της πρόσφατης σοδειάς που δηλώνουν απροκάλυπτα ή και εμμέσως ότι ανήκουν στον μαγικό ρεαλισμό το μυθιστόρημα του Θ. Τριαρίδη νομίζουμε πως συνιστά τη μάλλον υποσχόμενη προσέγγιση. Σύντομο το βιογραφικό σημείωμα στο «αφτί» του βιβλίου, πληροφορεί ότι πρόκειται για την παρθενική εμφάνιση ενός Θεσσαλονικιού, ετών τριάντα. Προηγούμενες δημοσιεύσεις δεν αναφέρονται. Ωστόσο στο τέλος του μυθιστορήματος υπάρχει μια διευκρινιστική σημείωση του συγγραφέα. Τελικά όμως τόσο κρυπτική, ώστε να μοιάζει μάλλον ως μέρος της μυθοπλασίας. Στη σημείωση, πέραν των συνηθισμένων περί φανταστικών προσώπων, τόπων και συμβάντων, για να μη γίνει σύγχυση με την πραγματικότητα, αναφέρεται ότι το παρόν βιβλίο είναι το τέταρτο της σειράς «Το μέλι και το μέλλον».


Ο συγγραφέας κλείνει το μάτι σε θιασώτες βραχύβιων περιοδικών, με καλή μνήμη. Κάποιοι από αυτούς πιθανώς έχουν συγκρατήσει το όνομα του Θ. Τριαρίδη και τα πεζά κείμενά του, που δημοσιεύονταν σε συνέχειες. Ακόμη τις δύο τελευταίες δεκαετίες παρουσιάζονταν λογοτεχνικά περιοδικά που ξεκινούσαν μεγαλεπήβολα, τραβούσαν για δύο-τρία χρόνια, στην αρχή σε τακτά χρονικά διαστήματα, αργότερα έβγαζαν με καθυστέρηση ένα διπλό ή και τριπλό τεύχος και μετά εξαφανίζονταν. Νέοι άνθρωποι οι εκδότες τους, γεμάτοι ενθουσιασμό, έδιναν πρώτα δείγματα γραφής και ύστερα σκορπούσαν. Ορισμένα ποιήματα ή πεζά γεννούσαν ελπίδες ότι θα υπάρξει συνέχεια με την έκδοση ενός βιβλίου.



Το μυθιστόρημα του Θ. Τριαρίδη μάς θύμισε τρία περιοδικά, διαφορετικής πνοής και εμβέλειας, που είχαν όμως τουλάχιστον ένα κοινό σημείο. Και τα τρία φιλοξένησαν παράξενες ιστορίες, κατά τη γνώμη μας, ταλαντούχων συγγραφέων. Το 1986 κυκλοφόρησε το «Μαύρο Μουσείο», όπου πρωτοδημοσίευσε τις αλλόκοτες ιστορίες του ο Αρ. Αντονάς, που αργότερα βγήκαν και σε βιβλίο. Το 1988 ξεκίνησε «Το παραμιλητό», στο οποίο, μεταξύ άλλων πρωτοεμφανιζομένων, ο Στάθης Κοψαχείλης δημοσίευσε διηγήματα μαγικού ρεαλισμού, που ακόμη δεν εκδόθηκαν σε βιβλίο. Τέλος, το 1990 κυκλοφόρησε το περιοδικό «Τα ποταμόπλοια», όπου ο Θ. Τριαρίδης, που ήταν και ο ένας από τους δύο εκδότες, δημοσίευσε τα πεζά της σειράς «Το μέλι και το μέλλον».


Αν τα διηγήματα του Αρ. Αντονά χαρακτηρίζονται από συντομία και ελλειπτικότητα, αντίθετα ο Θ. Τριαρίδης είναι ένας πληθωρικός αφηγητής. Το μυθιστόρημα ακολουθεί τη φόρμα των πεζών που δημοσιεύτηκαν στα «Ποταμόπλοια». Και πάλι, ο κεντρικός ήρωας αφηγείται, απευθυνόμενος στην αγαπημένη του, με πάθος και ένταση, παράξενες ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια. Αντιγράφοντας από τα αστυνομικά μυθιστορήματα κάποιους στερεότυπους τρόπους, ξεκινά με τον μυστηριώδη θάνατο μιας νεαρής δασκάλας, ονόματι Δομένικας Φρατζή, και τη συνωμοτική στάση των μαθητών της τρίτης τάξης του εκατοστού πέμπτου δημοτικού σχολείου της περιφέρειας Μαλακοπής στη Θεσσαλονίκη.


Ο αφηγητής κάνει αναδρομή σε όσα φοβερά συνέβησαν στην παρέα των αγοριών, τις δύο χρονιές πριν από τον θάνατο της δασκάλας τους. Δηλαδή όταν πήγαιναν στην πρώτη και στη δευτέρα δημοτικού και η Δομένικα ήταν το αντικείμενο της λατρείας τους. Ομφαλός της ιστορίας ο πυκνοφυτεμένος λόφος δίπλα στην αλάνα του σχολείου.


Η περιβόητη Κουπέλα, που έπαιρνε σχεδόν υπερφυσικές διαστάσεις όταν σφύριζε ο βαρδάρης. Ιδανικός τόπος για πάσης φύσεως πονηρά ραντεβού. Εκπληκτοι οι μαθητές που παραμονεύουν τις νύχτες βλέπουν τη δασκάλα τους να συνευρίσκεται στον λόφο με μια όμορφη γυναίκα που ακούει στο εξωτικό όνομα Τζίλντα.


Κάθε ύποπτη και ανόσια πράξη όμως θα πάρει στο παιδικό μυαλό τη μορφή μυστηριακής τελετουργίας, όταν η δασκάλα αρχίζει να τους αφηγείται την τρομερή ιστορία της ζωής της. Μια ιστορία γεμάτη έρωτα και θάνατο, όμοια σαγηνευτική με τα παραμύθια που συνηθίζει να τους διαβάζει. Η Δομένικα, που βιώνει έναν ομοφυλόφιλο έρωτα και πάσχει από την κακιά αρρώστια, διηγείται, με περισσή γλαφυρότητα, ιστορίες για τη συριανή μητέρα της, ψυχοκόρη, λέει, μιας απαίσιας μάγισσας, για την κατάρα που η ίδια κουβαλάει, για τα ξόρκια που θα τη σώσουν. Εξωφρενικές ιστορίες, χαλαρά δεμένες μεταξύ τους, που συναγωνίζονται σε ευρηματικότητα.


Πνεύματα του κακού, δαιμονισμένοι και πάσης φύσεως παγανιστικά στοιχεία δημιουργούν τη ζητούμενη αίσθηση του αλλόκοτου και νοσηρού. Σαν να πρόκειται για ιεροτελεστία εξευμενισμού του επερχόμενου κακού, που επιτυγχάνεται με τη συνεργία των παιδιών. Η παρέα των αγοριών εμπλέκεται σε παράτολμες περιπέτειες και ιπποτικά κατορθώματα. Ωστόσο δεν υπάρχει η παιγνιώδης διάθεση που βρίσκουμε στον Τρελαντώνη της Π. Σ. Δέλτα ούτε βεβαίως η ερωτική πνοή της Eroica του Κ. Πολίτη.


Η λιλιπούτεια μαθητική συντροφιά στο μυθιστόρημα του Θ. Τριαρίδη ζει σε έναν θαυμαστό κόσμο, μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, και συγχρωτίζεται με απόκληρους και σημαδεμένους από κακιά μοίρα. Αυτός ο μυθιστορηματικός κόσμος δυστυχώς δεν βρίσκει ρίζες στην ελληνική παράδοση, καθώς η αφήγηση δεν αντλεί από τις λαϊκές δοξασίες, πλούσιες σε δεισιδαίμονες προλήψεις και απόκρυφες δυνάμεις. Μόνον, επί τροχάδην, κάποιες αναφορές σε ξόρκια και κατάρες, ανάκατα με ιστορίες από την Παλαιά Διαθήκη.


Οπως και αν έχει, ο Θ. Τριαρίδης πλάθει με άνεση και έντονο το στοιχείο της υπέρβασης εικόνες παραμυθιού, οπότε και το λεκτικό απογειώνεται, αποκτώντας ποιητική υφή. Προφανώς όλες οι ιστορίες που σοφίζεται δεν είναι το ίδιο ελκυστικές και κάποια μοτίβα επαναλαμβάνονται, όσο για τις αθυρόστομες περιγραφές, αν και λιγοστές, μοιάζουν να περισσεύουν. Πάντως υπάρχουν πολλές σελίδες στο μυθιστόρημα με «μαγική» ατμόσφαιρα, που κερδίζουν τον αναγνώστη.