«Προλάβετε οι αρμόδιοι τα περαιτέρω διότι το πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνην, η δε λαϊκή παραφροσύνη εμφυλίους πολέμους…» γράφει η «Ακρόπολις» στις 17 Σεπτεμβρίου του 1893, αναφερόμενη στο κύμα των πτωχεύσεων και των πλειστηριασμών που σαρώνει τις σταφιδοπαραγωγούς περιοχές της Πελοποννήσου μέσα στην ατμόσφαιρα της σοβαρής οικονομικής κρίσης που έχει ξεσπάσει από τις αρχές του έτους.


Η μεγάλη σταφιδική κρίση που εμφανίστηκε ως απόρροια της μονοκαλλιέργειας και της μονοεξαγωγής της σταφίδας, με δεδομένα τη γενική οικονομική δυσπραγία της χώρας (υπερδανεισμός και αδυναμία πληρωμών) και τις διεθνείς αντίξοες συγκυρίες (ύφεση ευρωπαϊκών οικονομιών, κλείσιμο γαλλικής αγοράς στην κορινθιακή σταφίδα), είναι ένα σύνθετο φαινόμενο και ένα από τα μείζονα ζητήματα της ελληνικής ιστορίας του τέλους του περασμένου αιώνα. Πριν από το 1893 είχαν σημειωθεί και άλλες σταφιδικές κρίσεις, μικρότερης όμως εμβέλειας, τις οποίες τα πολύπλοκα δίκτυα οργάνωσης της καλλιέργειας και εμπορίας της σταφίδας είχαν ξεπεράσει με εξισορροπιστικούς μηχανισμούς, που όμως αυτή τη φορά κατέρρευσαν: η κρίση που άρχισε το 1893 ήταν βαθιά, με σοβαρότατες δημοσιονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες. Τον αντίκτυπό της τον αισθάνθηκε η κοινωνία στο σύνολό της και ολόκληροι πληθυσμοί έφθασαν στα όρια της έσχατης ένδειας.


Το θέμα αυτό, την κοινωνική διάσταση του σταφιδικού ζητήματος κατά τη διάρκεια αυτής της μεγάλης κρίσης (ως το 1905, οπότε με τη «σταφιδική μεταρρύθμιση» της κυβέρνησης Δ. Ράλλη και την ίδρυση της «Ενιαίας» Εταιρείας Προστασίας Παραγωγής και Εμπορίας της Σταφίδος αρχίζει μια νέα περίοδος του σταφιδικού ζητήματος), πραγματεύεται στο βιβλίο της η Καίτη Αρώνη-Τσίχλη. Για την οικονομική διάσταση του σταφιδικού ζητήματος υπάρχει μια πλούσια βιβλιογραφία, σε ό,τι αφορά όμως μια συνολική διερεύνηση του χαρακτήρα του σταφιδικού κοινωνικού κινήματος οι μελέτες είναι λίγες και σε αυτό ακριβώς έγκειται η σημασία και η πρωτοτυπία αυτής της μελέτης.



Κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. η σταφιδοκαλλιέργεια στη ΒΔ κυρίως Πελοπόννησο εξελίσσεται σε μονοκαλλιέργεια: μετά το άνοιγμα της γαλλικής αγοράς (1878 και εξής) όλη η εθνική οικονομία εξαρτάται από την εξαγωγή του «χρυσοφόρου» προϊόντος (που αντιπροσωπεύει πάνω από το μισό των συνολικών εξαγωγών της χώρας). Γύρω από την καλλιέργεια και το εμπόριο της σταφίδας ζει και αναπτύσσεται ένας ολόκληρος κόσμος, η «κοινωνία της σταφίδας». Στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Πάτρα ­ κατ’ εξοχήν πόλη-λιμάνι που οργανώνει την παραγωγή του προϊόντος και ελέγχει τις εξαγωγές ­ ή ο Πύργος, αλλά και στα χωριά και στις κωμοπόλεις, όπως το Ξυλόκαστρο, τα Λεχαινά, οι Γαργαλιάνοι ή τα Φιλιατρά, όλη η ζωή και οι δραστηριότητες των κατοίκων καθορίζονται από τη σταφίδα. Μια ολόκληρη αλυσίδα επαγγελμάτων, από τους σταφιδοπαραγωγούς και τους σταφιδεμπόρους, τους τραπεζίτες, τους μεσίτες, τους παραγγελιοδόχους, τους ασφαλιστές και τους δικηγόρους ως τους φορτωτές, τους μαουνιέρηδες και τους εργάτες κατασκευής κιβωτίων, ζει, ευημερεί και πλουτίζει χάρη στη σταφίδα.


Στην κοσμοπολίτικη Πάτρα αλλά και στα πλούσια χωριά η βελτίωση του επιπέδου ζωής είναι φανερή: «Τα σπίτια των τα μετέβαλον εις μικρά ανάκτορα από έποψιν χλιδής και βαρυτίμου επιπλώσεως. Επιπλα που ο κ. Συγγρός δεν τα ωνειρεύθη διά το μέγαρόν του» γράφει η «Ακρόπολις» (13.2.1894) για τους κατοίκους του Πύργου. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του πλούτου αυτού του «πολιτισμού της σταφίδας» έχει μεγάλη σημασία για την επικοινωνία που αναπτύσσεται μεταξύ πόλης και υπαίθρου και για την ανταλλαγή πολιτιστικών προτύπων· την εποχή της κρίσης το γεγονός αυτό θα συμβάλει στην από κοινού αντιμετώπισή της.


Η κρίση θα προσλάβει τεράστιες διαστάσεις «ως μια γενική του έθνους συμφορά» (Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, Περ. ΙΓ’, Σύνοδος Γ’, Συνεδρίασις 54) και θα πυροδοτήσει ένα ολόκληρο κίνημα. Η συγγραφέας διακρίνει δύο κατηγορίες αντιδράσεων: πρώτον, τις παραδοσιακές πρακτικές άμεσης αντίδρασης και ανυπακοής έναντι φοροεισπρακτόρων κτλ., τις οποίες δεν θεωρεί ως ένδειξη ριζοσπαστικοποίησης των αγροτών, αλλά πάγια τακτική τους μέσα στα πλαίσια του πελατειακού συστήματος, όπου συχνά οι σχέσεις αγροτών – κράτους είναι τεταμένες με συνήθη τα βίαια ξεσπάσματα· δεύτερον, τις σύγχρονες μορφές διεκδίκησης και διαπραγμάτευσης (σύλλογοι, επιτροπές συλλαλητηρίων, μαζικές συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις), κατά τις οποίες ο αγώνας των αγροτών διεξάγεται από κοινού με τα άλλα πληττόμενα από την κρίση κοινωνικά στρώματα. Τα αιτήματα (κυρίως το παρακράτημα και το μονοπώλιο, αλλά και η νομοθεσία που θα τους εξασφάλιζε πρόσβαση στην αγροτική πίστη και στην ασφάλιση, θεσμούς δηλαδή αποδεκτούς από όλο το κοινωνικό σύνολο) διατυπώνονται σε ψηφίσματα που αποστέλλονται στο κοινοβούλιο, στην κυβέρνηση και στον βασιλιά. Με τον τρόπο αυτόν το σταφιδικό ζήτημα κυριαρχεί ως ένα πράγματι «εθνικό ζήτημα» στις συζητήσεις στη Βουλή και στην ειδησεογραφία και αρθρογραφία των εφημερίδων. Το κράτος αναγκάστηκε να λάβει προστατευτικά μέτρα που απέβησαν όμως ατελέσφορα λόγω των διαφορών μεταξύ των σταφιδοπαραγωγών περιοχών: για «νέο Πελοποννησιακό πόλεμο» κάνει λόγο το «Αστυ» (6.7.1895). Η σταφιδική κρίση δεν έφερε αντιμέτωπες κοινωνικές τάξεις, αλλά κυρίως επαρχίες με αντιτιθέμενα συμφέροντα (λόγω της ποιότητας του «εθνικού προϊόντος»). Αυτό είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του κινήματος, του οποίου τις ποικίλες πτυχές και επιπτώσεις στον πολιτικό βίο αναλύει η συγγραφέας, βασιζόμενη σε ένα πλούσιο αρχειακό υλικό και στον Τύπο της εποχής.


Σχετικά με τον χαρακτήρα και τη δυναμική των κοινωνικών αγώνων, η συγγραφέας, «απομακρύνοντας», όπως υπογραμμίζει, «τη μυθική διάσταση και αχλύ που τους έχει κατά καιρούς περιβάλει» (σ. 333), δεν δέχεται τη θεωρία περί λαϊκού κινήματος και επιρροών από τον αναρχοσοσιαλισμό των ιταλών προσφύγων (από το 1848) στην Πελοπόννησο. Αντίθετα, θεωρεί ότι οι αγώνες των σταφιδικών πληθυσμών είχαν συντηρητικό περιεχόμενο, οι πρωτοβουλίες προέρχονταν από την αστική τάξη και ότι το όλο κίνημα ήταν μια «σφαιρική» διαμαρτυρία του συνόλου των πληθυσμών των περιοχών αυτών. Το σταφιδικό κίνημα δεν αμφισβήτησε το πολιτικό σύστημα, αλλά τον τρόπο που λειτουργούσε, δεν ήταν αγώνας των αγροτών κατά των μεγάλων γαιοκτημόνων, των μεγαλεμπόρων ή του κράτους ­ από το οποίο αντιθέτως εξαρτούν την επιβίωσή τους ­ αλλά ένα κίνημα όλης της κοινωνίας κατά της οικονομικής δυσπραγίας με σκοπό την επιστροφή στις μέρες της ευμάρειας.


Αυτό το πρώτο μαζικό κίνημα της νεοελληνικής κοινωνίας του 19ου αι. μαρτυρεί ωστόσο για την έξοδο των αγροτών από την παθητικότητα και για την είσοδο σε μια νέα περίοδο, εκεί που σβήνει ο 19ος αιώνας και αρχίζει πραγματικά ο 20ός αιώνας.


Η κυρία Νάση Μπάλτα είναι λέκτωρ Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.