Εκατοντάδες επισκέπτες διασχίζουν το κεντρικό χολ της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου, αλλά λίγοι γνωρίζουν ότι οι εννέα Μούσες που στολίζουν το ψηφιδωτό του δαπέδου είναι πορτρέτα ισάριθμων γνωστών γυναικών. Η Βιρτζίνια Γουλφ απεικονίζεται ως Κλειώ, η Γκρέτα Γκάρμπο ως Μελπομένη, η Νταϊάνα Μόσλι ως Πολύμνια…


Η Νταϊάνα ήταν εκείνο τον καιρό (το έργο φιλοτεχνήθηκε το 1930) σύζυγος του Μπράιαν Γκίνες, ιδιοκτήτη της ομώνυμης βιομηχανίας μπίρας. Τον είχε παντρευτεί 18 ετών για να δραπετεύσει από την παλαιά οικογένεια των Μίτφορντ και τα γαλλικά οικοτροφεία για δεσποινίδες. Μαζί του είχε αποδυθεί με χάρη στην κατάκτηση των κοσμικών και καλλιτεχνικών κύκλων της βρετανικής πρωτεύουσας. Ηταν διάσημη για τους χορούς μεταμφιεσμένων, τα πολυέξοδα δείπνα της, για τη διακόσμηση ενός σπιτιού 17ου αιώνα δίπλα στον Τάμεση, στο οποίο η ζωή «ήταν αέναο πάρτι»! Στους φίλους της συγκαταλέγονταν ο Ιβλιν Γουό, ο Χάξλεϊ, ο Λίτον Στράτσι, της ομάδας του Μπλούμσμπερι, η ζωγράφος Ντόρα Κάρινκτον, γνωστή στην Ελλάδα από την ταινία και την ερμηνεία της Εμα Τόμσον, ο Μαρκ Ογκιλβι Γκραντ, που τελικά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα σ’ ένα σπίτι στο Μετς μεταφράζοντας στα αγγλικά Παπαδιαμάντη και Μακρυγιάννη.


Η νεαρή οικοδέσποινα πέρασε την πρώτη εγκυμοσύνη της σε πλήρη ανάπαυση με τη συντροφιά του ερωτευμένου Λίτον Στράτσι. Το δεύτερο παιδί της όμως γεννήθηκε στην πρεμιέρα του έργου «Πρώτη σελίδα» γιατί δεν είχε περιορίσει την κοινωνική ζωή της. Τα παιδιά πάντως ήταν υγιέστατα και χαριτωμένα και ο Γκίνες παράγγειλε στον Αύγουστο Τζον να τα ζωγραφίσει μαζί με την πανέμορφη μητέρα τους σ’ ένα τεράστιο οικογενειακό πορτρέτο. Σε λίγο επρόκειτο να αλλάξουν όλα. Την άνοιξη του 1932, σε δείπνο προς τιμήν της Μπάρμπαρα Χάτσινσον, μνηστευμένης τότε με τον Βίκτορα Ρότσιλντ, παντρεμένης αργότερα με τον έλληνα ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, η Νταϊάνα γνώρισε έναν ανερχόμενο, αν και αμφιλεγόμενο, πολιτικό. Τον σερ Οσβαλντ Μόσλι που, πληρώνοντας πάντα ο ίδιος τις προεκλογικές δαπάνες, από τους Συντηρητικούς είχε περάσει στους Εργατικούς και απ’ αυτούς είχε αποχωρήσει για να ιδρύσει δικό του κόμμα. Είχε επιστρέψει πρόσφατα από την Ιταλία ενθουσιασμένος από τις ιδέες του Μουσολίνι, ήταν γνωστός γυναικοκατακτητής και θαυμάσιος χορευτής. Εκείνη ήταν 21 ετών, εκείνος 35. Ο Μόσλι ήταν παντρεμένος με τη Σύνθια Κόρζον, κόρη του υπουργού Εξωτερικών. Αλλά ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Η Νταϊάνα εγκατέλειψε την πολυτελή συζυγική στέγη και εγκαταστάθηκε, με στυλ πάντα, σ’ ένα μικρό διαμέρισμα της Ιτον Σκουέαρ. Δέχθηκε αδιαμαρτύρητα την κοινωνική κατακραυγή και, παρ’ όλο που η σύζυγος του Μόσλι πέθανε ξαφνικά, παντρεύτηκε μαζί του μόνο τον Οκτώβριο του 1936 στο Βερολίνο, με κουμπάρο τον Γκέμπελς και παρόντα τον Χίτλερ, που κατέφθασε στην τελετή κομίζοντας άνθη και ως δώρο μια τεράστια φωτογραφία του σε ασημένια κορνίζα στολισμένη με τον αετό του Γ’ Ράιχ.



Η Jan Dalley, υπεύθυνη των φιλολογικών σελίδων των «Financial Times», εξιστορεί τη ζωή της γοητευτικής λαίδης Μόσλι, εξαδέλφης του Τσόρτσιλ, που υπήρξε στενή φίλη του Χίτλερ. Και επιβεβαιώνει με μία ακόμη συναρπαστική βιογραφία τη μεγάλη βρετανική παράδοση του είδους. Συγχρόνως αναβιώνει μια λησμονημένη πλευρά της αγγλικής ζωής του Μεσοπολέμου. Την εποχή της παρακμιακής πλήξης και της απογοήτευσης που επέτρεψε την εμφάνιση ενός «αμελητέου» κινήματος, όπως υπογραμμίζουν οι Αγγλοι: της Βρετανικής Ενωσης Φασιστών του σερ Οσβαλντ Μόσλι. Ενός σαγηνευτικού ρήτορα που φορούσε επάνω από το μαύρο φασιστικό πουκάμισο τα έξοχα κομμένα γιλέκα της Saville Row, υποσχόταν στις φτωχογειτονιές του Ιστ Εντ «μεγαλύτερη Βρετανία» και στους λιμενεργάτες λύσεις για την ανεργία, βγαίνοντας ηγεμονικά από την προσωπική του Μπέντλεϊ. Το βιβλίο δεν είναι σκανδαλοθηρικό. Ούτε έχει μορφή καταγγελίας. Η συγγραφέας παίρνει αποστάσεις: «Προσπαθώ να εξηγήσω συμπεριφορές, όχι να εκμαιεύσω τη συγγνώμη».


Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που επικαλείται η Jan Dalley, ο Μόσλι ήταν αμήχανος μπροστά στον Φύρερ. Ανεξήγητο σημείο παραμένει ωστόσο η οικειότητα της Νταϊάνας με τον αρχηγό του Γ’ Ράιχ και ακόμη πιο πολύ η σχέση της νεότερης αδελφής της Γιούνιτι, στην οποία παρέσυρε και τον αδελφό τους Τόμας, σπουδαστή τότε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.


Οπως διαβεβαιώνει η συγγραφέας, που συζήτησε επί ώρες με τη λαίδη Μόσλι, στη σχέση των αδελφών με τον Χίτλερ δεν υπήρχε ερωτική χροιά. Ταξίδευαν συχνά στην προπολεμική Γερμανία και τον θαύμαζαν. Δεν ήταν οι μόνες… Η Γιούνιτι είχε ανακαλύψει στο Μόναχο την μπιραρία στην οποία εκείνος έτρωγε με τους συνεργάτες του και καταλάμβανε συστηματικά το απέναντι τραπέζι. Οταν ο Χίτλερ διαπίστωσε ότι επρόκειτο για αγγλίδα αριστοκράτισσα, την κάλεσε με την αδελφή της στις γιορτές της Νυρεμβέργης, τις γνώρισε με τη Γουίνιφρεντ Βάγκνερ σε υπέροχες βραδιές όπερας στο Σάλτσμπουργκ και στο Μπαϊρόιτ, τις πήρε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Τις χρησιμοποιούσε ίσως για να μαθαίνει. Αλλά και για να διαδίδει πληροφορίες στη Βρετανία σε κύκλους επιρροής.


Η Νταϊάνα όμως δεν περιορίζεται στον θαυμασμό. Ζητάει από τη γερμανική κυβέρνηση άδεια εγκατάστασης εμπορικού ραδιοφωνικού σταθμού που από τη Γερμανία θα εκπέμπει στην Ανατολική Αγγλία και θα χρηματοδοτεί το κόμμα του Μόσλι. Το σχέδιο ματαιώνεται από την κήρυξη του πολέμου. Η Γιούνιτι απελπισμένη από την τροπή των γεγονότων προσπαθεί να αυτοκτονήσει. Παρά την άμεση χειρουργική επέμβαση, την ιδιαίτερη προσοχή που συνεπάγονται οι επισκέψεις του Χίτλερ στο νοσοκομείο, η σφαίρα δεν μπορεί να αφαιρεθεί από τον εγκέφαλο. Επιστρέφει ημιπαράλυτη στη Βρετανία μέσω Ελβετίας και πεθαίνει το 1948. Ο σερ Οσβαλντ και η Νταϊάνα Μόσλι κρίνονται επικίνδυνοι και παίρνουν την άγουσα για τη φυλακή. Η λαίδη Μόσλι παρακολουθεί τους βομβαρδισμούς του Σίτι από το παράθυρο του κελιού της στη φυλακή Χόλογουεϊ και μοιράζεται με αξιοπρέπεια τις συνθήκες με τις συγκρατούμενές της. Οταν ο Τσόρτσιλ φροντίζει να της παραχωρηθεί το προνόμιο του καθημερινού λουτρού (το λουτρό επιτρέπεται εναλλάξ σε τέσσερις κρατούμενες την ημέρα), αρνείται τη διάκριση. Η μητέρα της όμως επισκέπτεται την Κλημεντίνη Τσόρτσιλ και παρακαλεί για την αποφυλάκισή της. Οι Μόσλι αποφυλακίζονται το 1943 και μένουν σε κατ’ οίκον περιορισμό. Το 1945 το σύνταγμα του Τόμας Μίτφορντ που υπηρετεί στον βρετανικό στρατό πρόκειται να μετακινηθεί στη Γερμανία. Αρνείται και ζητάει να πάει εθελοντής στην Μπούρμα, όπου σκοτώνεται. Μετά τον θάνατο του Μόσλι (1973), η Νταϊάνα εγκαθίσταται στον «Ναό της Νίκης», μικρό αρχιτεκτονικό αριστούργημα του Ορσέ, έξω από το Παρίσι. Είναι στενή φίλη του Εδουάρδου και της Δούκισσας του Γουίνδσορ, της οποίας γράφει τη βιογραφία. (Sidgwick & Jackson, 1980). Κοινό σημείο υπήρξε ίσως η πικρία για τον εξοστρακισμό από την Αγγλία, αλλά και η συμπάθεια προς τον ναζισμό. Ο Εδουάρδος και η Σίμψον είχαν και αυτοί περάσει το 1937 τον μήνα του μέλιτος στο Βερολίνο και είχαν προσκληθεί σε τσάι από τον Χίτλερ!


Η κυρία Μαρία Καραβία είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το τελευταίο βιβλίο της «Οδησσός, η λησμονημένη πατρίδα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αγρα».