Αν το βασικό χαρακτηριστικό της κριτικής σκέψης είναι η αμφισβήτηση των αυτονόητων και των στερεότυπων που κυριαρχούν στη θεωρητική και πολιτική συζήτηση, τότε το νέο βιβλίο του Κώστα Βεργόπουλου Παγκοσμιοποίηση ­ Η Μεγάλη Χίμαιρα είναι μια επιθετική και αυθεντική εκδήλωση κριτικού λόγου.


Υποθέτω ότι με τον χαρακτηρισμό «μεγάλη χίμαιρα» ο Κ. Βεργόπουλος θέλησε να συνοψίσει τη βασική του προδιάθεση και να δηλώσει το πεδίο στο οποίο θα κινηθεί: η προδιάθεσή του είναι να αφηγηθεί με τρόπο διαφορετικό από αυτόν του συρμού την ίδια τη διεθνή συγκυρία (εξ ου και η έμμεση παραπομπή στον Καραγάτση, ίσως λόγω αφηγηματικής συγγένειας). Το δε πεδίο στο οποίο κινείται είναι βεβαίως αυτό της οικονομικής θεωρίας. Κατά βάθος όμως αντικείμενο της κριτικής του προσέγγισης είναι το ιδεολογικό πλαίσιο που επικρατεί πια διεθνώς και οργανώνεται γύρω από λίγες και βασικές έννοιες και παραδοχές όπως η παγκοσμιοποίηση, η μακροοικονομική ισορροπία, η απομείωση του κράτους-έθνους κ.ο.κ.


Τίποτε άλλωστε δεν είναι πιο επικίνδυνο διανοητικά και εν τέλει πολιτικά από την αντικατάσταση της επιστημονικής καχυποψίας με γενικόλογες, επαναλαμβανόμενες και ­ υποτίθεται ­ αυταπόδεικτες βεβαιότητες. Στον Κ. Βεργόπουλο είναι προφανές ότι ασκεί μια ακαταμάχητη έλξη η ιδέα ότι θα ανατρέψει με απλά συγκριτικά, στατιστικά και ιστορικά στοιχεία τέτοιου είδους βεβαιότητες. Και το κάνει αυτό με έκδηλη άνεση και ικανοποίηση, χωρίς καμία «επαρχιώτικη» εμμονή: ο ορίζοντάς του αναδεικνύει τη σημασία της εθνικής αγοράς και του εθνικού κράτους, αλλά είναι κατά κυριολεξία σφαιρικός και πανοπτικός, καθώς η ασιατική και η λατινοαμερικανική περίπτωση του είναι εξίσου οικείες με την ευρωπαϊκή.


Το νέο βιβλίο του Κ. Βεργόπουλου είναι άλλωστε μια έξυπνη διασταύρωση συγκυρίας και θεωρίας καθώς είναι προφανές ότι παρακολουθεί και σχολιάζει διαρκώς τη διακύμανση της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας έχοντας κατά νου ένα θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο και ανάγεται.


Το πρώτο λοιπόν στερεότυπο που επιδιώκει να αμφισβητήσει ο Κ. Βεργόπουλος είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, αυτή καθαυτή η κρατούσα αντίληψη για την εξέλιξη και την ερμηνεία της Ιστορίας. Αμφισβητεί την πρωτοτυπία της μετανεωτερικής και μεταβιομηχανικής εποχής στον ίδιο τον πυρήνα της που υποτίθεται ότι είναι η παγκοσμιοποίηση. Η παγκοσμιοποίηση ως συρροή τριών κυρίως φαινομένων: του όγκου και της έκτασης του διεθνούς εμπορίου και των διεθνών επενδύσεων στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας, του όγκου και της ταχύτητας της διεθνούς ροής κεφαλαίων, του όγκου και της ταχύτητας της διεθνούς κίνησης των πληροφοριών. Το βασικό επιχείρημα του Κ. Βεργόπουλου είναι ουσιαστικά μια προτροπή για προσεκτική και απροκατάληπτη μελέτης της ιστορίας ιδίως των αρχών του 20ού αιώνα και του Μεσοπολέμου προκειμένου να αποκτήσουν τα φαινόμενα της τωρινής συγκυρίας πιο ορθολογικές και φυσιολογικές διαστάσεις. Να γίνουν με άλλα λόγια «μικρότερα» σταθμιζόμενα με τον «μακρύτερο» ιστορικό χρόνο.



Συγκροτείται έτσι το σύστημα υποθέσεων στις οποίες δίνει ιδιαίτερη έμφαση ο Κ. Βεργόπουλος. Η παγκοσμιοποίηση είναι φαινόμενο πολύ μικρότερο σε έκταση και πολύ λιγότερο νεωτερικό από ό,τι σχεδόν όλοι πιστεύουν. Το εθνικό κράτος ετοιμάζεται να εισέλθει στον 21ο αιώνα με την εθνική αγορά πάντοτε κρίσιμη για την απορρόφηση της εθνικής παραγωγής. Παρά τη νεοφιλελεύθερη επικυριαρχία των τελευταίων δεκαετιών, οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους εξακολουθούν να διογκώνονται, όπως δείχνουν τα συγκριτικά δεδομένα ως προς τις δημόσιες δαπάνες και ως προς την εξέλιξη του δημόσιου χρέους. Το μείζον πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα της Ευρώπης είναι η εστίαση της προσοχής των κυβερνήσεων στην ονομαστική σύγκλιση και στη νομισματική ενοποίηση αντί της πραγματικής σύγκλισης και της σημασίας που έχουν οι πραγματικές οικονομίες των κρατών-μελών. Το υπαρξιακό ζήτημα της διεθνούς οικονομίας είναι ­ και πάλι και πάντοτε ­ η σχέση ανάμεσα στη χρηματοοικονομική σφαίρα και στη σφαίρα της πραγματικής οικονομίας στην οποία και μόνο παράγεται πραγματικός πλούτος. Στην οποία και μόνο μπορεί να πραγματοποιηθεί η ανακατανομή του πλεονάσματος που είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας και της συνοχής της κοινωνίας.


Ολα φυσικά αυτά είναι ευρύτατοι θεωρητικοί και πολιτικοί «τόποι» που χωρούν αποχρώσεις, εξηγήσεις, συζητήσεις, προβληματισμούς, αντιρρήσεις κ.ο.κ. Απαιτούν όμως πληροφόρηση, γνώση, συνέχεια, και αυτές είναι οι γενετικές προϋποθέσεις κάθε προσέγγισης που θέλει να ονομάζεται προοδευτική και αριστερή στην αυγή του 21ου αιώνα. Καμία μονόδρομη προσέγγιση δεν μπορεί να δημιουργήσει τη διανοητική κρίσιμη μάζα που βρίσκεται ιστορικά κάτω από τις βασικές πολιτικές παραδοχές της Αριστεράς. Υπό την έννοια αυτή δεν μπορεί να υπάρχει «απαγορευμένη» σκέψη. Υπάρχουν όμως συσχετισμοί δυνάμεων και διάφορες διεθνείς οικονομικές και πολιτικές πρακτικές που απαιτούν ικανότητα όχι μόνο σκέψης αλλά και χειρισμών.


Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για μια χώρα μεσαίου μεγέθους όπως η Ελλάδα. Χώρα δυτικότροπη μεν αλλά με πολλά πρόσθετα γεωγραφικά χαρακτηριστικά που της προσδίδουν περισσότερες περιφερειακές ταυτότητες, ιδιαίτερα χρήσιμες μέσα στις νέες διεθνείς συνθήκες, οικονομικές και πολιτικές. Αν προσλαμβάνω σωστά τον πολιτικό πυρήνα της σκέψης του Κ. Βεργόπουλου, τότε το ζήτημα για την ελληνική περίπτωση είναι να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης όχι ως απειλή ούτε ως μοιραία εξέλιξη αλλά ως εξαιρετική ευκαιρία να μετατρέψουμε σε συγκριτικά πλεονεκτήματα όλα τα κλασικά διαρθρωτικά μειονεκτήματά μας, όπως ο εκτεταμένος πρωτογενής τομέας, ο μεγάλος αριθμός μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η γεωγραφική θέση στα Βαλκάνια κ.ο.κ.


Στην εποχή της ψηφιακής οικονομίας και του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εποχή της καινοτομίας και της ευελιξίας, στην εποχή των «έξυπνων» αγαθών και υπηρεσιών, η παγκοσμιοποίηση μπορεί να αναδειχθεί σε προνομιακό πεδίο για χώρες, οικονομίες, κοινωνίες, επιχειρήσεις και εργαζομένους που θα αντιμετωπίσουν ψύχραιμα το νέο πλαίσιο και θα αντιληφθούν το πού ακριβώς έγκειται η νεωτερικότητά του. Αυτό προϋποθέτει βέβαια είτε μεγάλη αναλυτική ικανότητα είτε ασκημένο ένστικτο. Πρώτος αντίπαλος και για το ένα και για το άλλο είναι η επανάπαυση πάνω σ’ ένα βολικό στρώμα από κοινοτοπίες και στερεότυπα που παρεμποδίζουν τη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» ­ για να κάνω μια σπονδή σε απόψεις που μας τροφοδότησαν κάποτε όλους μας. Τα πρόσφατα γεγονότα στο Σιάτλ και η έναρξη του νέου γύρου των διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (με την Κίνα πλέον μέλος του) δείχνουν ότι τίποτε από όσα συνθέτουν τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση δεν είναι πολιτικώς απλό και εύκολο βήμα. Από ένα σημείο και μετά απαιτεί σκληρή πολιτική διαπραγμάτευση προκειμένου να αρθούν εμπόδια αναγόμενα τελικώς σε μηχανισμούς κρατικού ή περιφερειακού προστατευτισμού.


Ο μεταδιπολικός κόσμος δεν παύει ­ με άλλα λόγια ­ να είναι ένας κόσμος στον οποίο το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές χώρες διευρύνεται. Ενας κόσμος στον οποίο ο πλούτος κατανέμεται με προκλητικά και κραυγαλέα άδικο τρόπο. Ενας κόσμος στον οποίο κυριαρχεί το φάσμα της πείνας και της παιδικής θνησιμότητας. Αυτή είναι η εικόνα ενός «παγκόσμιου» και όχι «δυτικού» κόσμου. Μια τρέχουσα και μονοδιάστατη αντίληψη για την παγκοσμιοποίηση που εξωραΐζει, συμπιέζει και συγκαλύπτει την οικουμενικότητα αυτών των προβλημάτων συνιστά μια ιδεολογική και πολιτική στάση είτε επικίνδυνη είτε αφελή. Αυτή την αντίληψη περιγράφει και αντικρούει ο Κ. Βεργόπουλος καθιστώντας ­ αν μη τι άλλο ­ την παγκοσμιοποίηση και όλα τα συναφή ζητήματα αντικείμενο συζήτησης και όχι δεδομένο εξ ορισμού πλαίσιο αναφοράς. Και αυτό είναι ήδη από μόνο του μια ιδιαίτερα σημαντική συνεισφορά.


Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι υπουργός Ανάπτυξης.