Η Χάρτα της Αθήνας αποτελεί αναμφίβολα ένα θεμελιώδες κείμενο για την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία του αιώνα μας. Η σημασία και η ακτινοβολία της υπήρξαν καταλυτικές, όχι μόνο γιατί φάνηκε να αποτελεί ένα ρυθμιστικό εργαλείο ικανό να καθορίσει συνολικά τους όρους ανάπτυξης της σύγχρονης πόλης αλλά και γιατί περιβλήθηκε από μια μυθική αύρα σχετική με τον τόπο, τον χρόνο αλλά και το πρόσωπο του συντάκτη της. Στη συνέχεια ο μύθος της Χάρτας, σε συνδυασμό τόσο με την ατελή ανάλυση του περιεχομένου της όσο και με την ελλιπή γνώση ορισμένων βασικών ιστορικών δεδομένων, ικανών να συμβάλουν στην κατανόησή της, οδήγησαν κατά καιρούς στη συνθηματολογική επίκλησή της και την, ακόμη και πρόσφατη, επιφανειακή διακήρυξη της σύνταξης νέων κανονιστικών «χαρτών», μέσω πολυέξοδων και διαφημισμένων συνεδρίων πραγματοποιημένων με στόχο την προβολή των δημόσιων οργανωτών τους. Η προφορά της λέξης Αθήνα και η αναφορά στη Χάρτα φαίνεται να αποτελεί πλέον εγγύηση καταξίωσης για κάθε επιστημονική αλλά κυρίως «πολιτική» προσέγγιση των προβλημάτων των σύγχρονων αστικών κέντρων.


Η ιστορία αφηγείται συνοπτικά τα εξής: Το 1928 ιδρύονται στην Ελβετία τα διεθνή συνέδρια μοντέρνας αρχιτεκτονικής (Ciam), με πρωτοβουλία μιας δυναμικής ομάδας νέων ως επί το πλείστον αρχιτεκτόνων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι Le Corbusier, Gropius, May, Oud, Berlage. Σκοπός τους είναι αφενός η διατύπωση του θεωρητικού εξοπλισμού των κεντροευρωπαϊκών κυρίως εμπειριών, αφετέρου η ενίσχυση και η εμπέδωση τόσο στο θεσμικό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο αυτής της μειοψηφούσας αλλά πρωτοποριακής προσέγγισης του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Τα διεθνή συνέδρια του 1929 και του 1930 στη Φραγκφούρτη και στις Βρυξέλλες αποδεικνύονται καθοριστικά για την αποκρυστάλλωση της κοινωνικής ιδεολογίας του μοντέρνου κινήματος και συμβάλλουν στην όλο και πιο ολοκληρωμένη ανάπτυξη του σχετικού διαλόγου, ταυτόχρονα εν τούτοις με τις πολιτικές δυσκολίες που σκιάζουν τον ευρωπαϊκό ορίζοντα. Οι ίδιες αυτές δυσκολίες οδηγούν το 1933 στη ματαίωση του συνεδρίου στη Μόσχα και έπειτα από μια σειρά από ευτυχείς συμπτώσεις στην απόφαση για την πραγματοποίησή του στην Αθήνα, στην πρωτεύουσα δηλαδή μιας ευρωπαϊκής χώρας που την περίοδο αυτή φάνταζε φιλελεύθερη σε σχέση με αυτά που συνέβαιναν στην υπόλοιπη ήπειρο. Μετά το τέλος του συνεδρίου, τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, ο Le Corbusier αναλαμβάνει τη σύνταξη των πορισμάτων τα οποία αναπτύσσονται σε 95 σημεία και δημοσιεύονται ανώνυμα ύστερα από 10 χρόνια στην κατεχόμενη Γαλλία με τίτλο La Charte d’ Athenes.



Η ανώδυνη γραμμικότητα εν τούτοις της αφήγησης αποσιωπά μια σειρά από προβληματικά σημεία, η διαλεύκανση των οποίων είναι θεμελιώδης για την κατανόηση όχι μόνο του κειμένου της Χάρτας και γενικότερα της σύγχρονης πολεοδομικής σκέψης αλλά και του ρόλου της πρώτης στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού αστικού τοπίου. Σε τούτο επιδίωξαν να συμβάλουν, την τελευταία τριακονταετία, μερικά διεθνή συνέδρια με βασικά ιστορικοερευνητικό χαρακτήρα, όπως αυτό στο Arc-et-Senans (13 και 14 Οκτωβρίου 1974, οργανωμένο από τη Fondation Le Corbusier και τη Fondation Ledoux), το συνέδριο στη La Tourette (22 ως 24 Οκτωβρίου 1976, οργανωμένο από την αρχιτεκτονική σχολή του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου), τα συνέδρια στην Αθήνα για τα 50 χρόνια της Χάρτας (14 ως 17 Δεκεμβρίου 1983 και 13 και 14 Ιανουαρίου 1984, οργανωμένα από το Τεχνικό Επιμελητήριο και τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων), το συνέδριο τέλος στη Βενετία (20 και 21 Μαρτίου 1997, οργανωμένο από το πανεπιστημιακό ινστιτούτο αρχιτεκτονικής της πόλης). Οι εισηγήσεις του τελευταίου περιλαμβάνονται στον πολυσέλιδο τόμο τον οποίο σχολιάζουμε, τόμο που έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά βασικών εγχειριδίων για το θέμα [G. Gresleri και G. Pollini (επιμέλεια), «Da Bruxelles ad Atene: la citta funzionale», Parametro, μονογραφικό τεύχος, 1976 αρ. 52· Ρ.G. Gerosa, Le Corbusier: urbanisme et mobilitι, Βασιλεία 1978· Μ. Steinmann (επιμέλεια), Ciam. Dokumente 1928-1939, Βασιλεία 1979· Τ. Hilpert, Le Corbusier «Charta von Athen». Texte und Dokumente. Kritische Neuausgabe, Braunschweig 1984· «Gli ultimi Ciam», Rassegna, μονογραφικό τεύχος, 1992 αρ. 52].


Ποιοι είναι οι στόχοι αυτής της τελευταίας επισκόπησης; Η φιλολογική ανάλυση των διαθέσιμων ντοκουμέντων, χαρακτηριστική άλλωστε της ιταλικής ιστοριογραφίας, και η σύνθεση των πιο πρόσφατων ερευνητικών αποτελεσμάτων και της κριτικής θεώρησης σε ένα ανανεωμένο γνωστικό σώμα. Η ιστορία άλλωστε δεν είναι ποτέ τελεσίδικη, με πρόφαση το παρελθόν ως αντι-κείμενο ουσιαστικά ερμηνεύει την εποχή της. Το ζήτημα ωστόσο των Ciam και ειδικά της Χάρτας ­ τελευταίας μαρτυρίας της παράδοσης του Διαφωτισμού και, σύμφωνα με πολλούς μελετητές, της κουλτούρας των Ciam στο σύνολό της ­ είναι τόσο πολυδιάστατο, σύνθεση δεκαετιών προβληματισμού της ανθρώπινης συνθήκης στον χώρο, ώστε έχει κανείς την αίσθηση ότι το θέμα ξεφεύγει κάποια στιγμή από τον ασφυκτικό κλοιό της ανάλυσης, ότι υπάρχει μια άρρητη ουσία η οποία ανάλογα με την οπτική γωνία και την πολιτισμική συγκυρία μετατοπίζεται κάθε φορά και υποβάλλει διαφορετικές ερμηνείες. Τούτο αναγνωρίζεται και από έναν από τους εισηγητές, τον Bernard Huet, ο οποίος παρουσιάζει μια θεώρηση της Χάρτας εκ διαμέτρου αντίθετη από εκείνη που ο ίδιος είχε προτείνει τη δεκαετία του ’80.


Ο Huet επισημαίνει ότι η Χάρτα της Αθήνας ουσιαστικά δεν αναπαράγει ένα αστικό μοντέλο, γιατί δεν προτείνει κάποια χωρική λύση ούτε μια συγκεκριμένη εικόνα πόλης ή αρχιτεκτονικής. Είναι η τρέχουσα μεταπολεμική πρακτική που προσέλαβε τη Χάρτα ως μοντέλο, παράγοντας ένα χωρικό περιβάλλον για το οποίο η ίδια δεν φέρει καμία ευθύνη. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια λανθασμένη ανάγνωση της Χάρτας την περίοδο της «ανοικοδόμησης»; Ο Bernardo Secchi αλλά και ο Gianugo Polesello υποστηρίζουν ότι ο χαρακτήρας της υπήρξε δημιουργικός, «συνταγματικός» και «ηθικός», όχι κανονιστικός και ρυθμιστικός, ένα είδος δηλαδή τεχνικού εγχειριδίου. Αλλωστε η Χάρτα, λέει ο Secchi, δεν μπορεί να ταυτιστεί tout court με την αρχιτεκτονική και την πολεοδομική πρακτική της δεκαετίας του ’30. Αντιπροσωπεύει μάλλον την προσπάθεια σύναψης μιας νέας συνθήκης μεταξύ πόλης και σύγχρονης κουλτούρας που ενέχει έναν υψηλό βαθμό αφαίρεσης, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται πιο κοντά στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής της από την «αστική ουτοπία» της Ville Radieuse του Le Corbusier ή της Broadacre City του F.L. Wright. Αν η Χάρτα δείχνει σήμερα ξεπερασμένη, τούτο οφείλεται ακριβώς στην προβληματική της σύγχρονης πολεοδομικής κουλτούρας στην ανάπτυξη της οποίας η ίδια συνέβαλε.


Ενας γνωστός πρωταγωνιστής της τελευταίας φάσης των Ciam, ο Giancarlo De Carlo, σε ένα από τα πιο γοητευτικά κείμενα του βιβλίου επισημαίνει ότι η Χάρτα της Αθήνας μπορεί να συγκριθεί με το Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος των Μαρξ και Εγκελς, γιατί η επιτυχία τους δεν οφείλεται μόνο στο περιεχόμενο αλλά και στη μορφή τους. Γραμμένη από κάποιον επιφανή έστω «τεχνικό», η Χάρτα θα είχε παραμείνει ίσως άγνωστη· στα χέρια όμως του Le Corbusier απέκτησε εκφραστική δύναμη και μεγάλη ικανότητα επικοινωνίας.


Τ ο σημείο αυτό ακριβώς αποτελεί ένα από τα ζητήματα που αναλύονται με τη μεγαλύτερη επιτυχία στον τόμο. Ο Francesco Tentori, η Paola Di Biagi και κυρίως ο Pier Giorgio Gerosa (ο οποίος επί τρεις δεκαετίες μελετά το πολεοδομικό έργο του Le Corbusier και το κείμενο της Χάρτας), επισημαίνουν ότι το μανιφέστο αυτό για την πόλη διαφεύγει από έναν συνολικό νοητικό έλεγχο γιατί στην πραγματικότητα δεν είναι «έργο» του Le Corbusier. Στο εσωτερικό του διαπλέκονται συγκρουόμενες απόψεις ανάλογες με εκείνες των πολλαπλών συμπερασμάτων του Δ’ Συνεδρίου (ανάλογα με τις γλώσσες σύνταξης), παράλληλα κείμενα που συντίθενται σε σύνολο με μια ιδιοφυή ποιητική υπέρβαση, όπως παράλληλες ήταν οι θέσεις στο εσωτερικό των Ciam και παράλληλο το παιχνίδι των λέξεων μεταξύ της «προοδευτικής neues Bauen» («νέας κτιριολογίας») και της «ακαδημαϊκής architecture moderne» («αρχιτεκτονικής του μοντερνισμού»).


Ετσι ίσως εξηγείται η διπλωματική θέση του γαλλοελβετού δασκάλου που τελείως παράδοξα, φαινομενικά τουλάχιστον, δήλωνε στις 29 Ιουλίου του 1933 στην Αθήνα ότι «τα ζητήματα όπως η αρχιτεκτονική και η αισθητική, η αρχιτεκτονική και η πολιτική, δεν είναι γενικής φύσεως και είναι πολύ επικίνδυνο να τα συζητήσουμε. Τούτο εδώ είναι ένα συνέδριο τεχνικών, αν υπάρχουν ποιητές μεταξύ μας τόσο το καλύτερο, αλλά αυτό είναι προσωπικό και το προσωπικό δεν μπορεί να συζητηθεί από 100 ανθρώπους». Για όποιον γνωρίζει το έργο του, τι πιο αντιφατικό;


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι ιστορικός Αρχιτεκτονικής.