Οταν οι Αφρικανοί που κατοικούσαν στο βασίλειο του Κονγκό τον 15ο αιώνα αντίκρισαν για πρώτη φορά πορτογάλους ναυτικούς, τους θεώρησαν vumbu ­ δηλαδή, φαντάσματα που το χρώμα του δέρματός τους είχε αλλάξει καθώς είχαν περάσει στο βασίλειο των νεκρών. Οταν οι Πορτογάλοι άρχισαν να αγοράζουν σκλάβους από την περιοχή, ο μύθος αυτός πήρε μια ολοκληρωμένη μορφή: οι Αφρικανοί, βλέποντας τους λευκούς να τρώνε αλατισμένο κρέας και να πίνουν κρασί, πίστεψαν ότι τα φαντάσματα έτρωγαν τις σάρκες των σκλάβων και έπιναν το αίμα τους. Αυτή ήταν μόνο η αρχή του τρόμου που επρόκειτο να βιώσουν οι αντιμέτωποι με την αρπακτικότητα των Ευρωπαίων κάτοικοι της Αφρικής. Το βιβλίο Το φάντασμα του βασιλιά Λεοπόλδου είναι το χρονικό ενός από τα μεγαλύτερα αλλά ταυτόχρονα και ενός από τα πιο ξεχασμένα εγκλήματα του λευκού ανθρώπου στη Μαύρη Ηπειρο.


Ο Ανταμ Χότσιλντ, συνιδρυτής του περιοδικού Mother Jones και καθηγητής της Δημοσιογραφίας στο Berkeley, χρησιμοποιεί ένα πλήθος πηγών για να περιγράψει τις απίστευτες βιαιότητες που διαπράχθηκαν στο έδαφος της χώρας που αποτελεί σήμερα τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό: μεταξύ 1885 και 1908 πέντε ως οκτώ εκατομμύρια Αφρικανοί που ήταν υποχρεωμένοι να συλλέγουν καουτσούκ για λογαριασμό του βέλγου βασιλιά Λεοπόλδου Β’ πέθαναν από τις επιδημίες, την πείνα και την αποικιακή βία. Το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό, με έκταση 76 φορές μεγαλύτερη από αυτήν του Βελγίου, αποτελούσε προσωπικό φέουδο (ή μάλλον προσωπική εταιρεία) του Λεοπόλδου. Τα εγκλήματα του ιδιωτικού στρατού του βέλγου μονάρχη στην περιοχή, τονίζει ο συγγραφέας, είναι «διαστάσεων Ολοκαυτώματος»· ενός ολοκαυτώματος όμως που αγνοήθηκε από μελετητές, περιθωριοποιήθηκε στα ιστορικά βιβλία και τελικά λησμονήθηκε. Ο Χότσιλντ πιστεύει ότι τα όσα υπέφερε το ίδιο το Βέλγιο από τους ναζιστές συνέβαλαν αποφασιστικά σε αυτή τη συλλογική αμνησία.


Ο Λεοπόλδος Β’ κληρονόμησε το ενδιαφέρον του για αποικίες από τον πατέρα του. Ο Λεοπόλδος Α’ πίστευε ότι η λύση για τα κοινωνικά προβλήματα του πυκνοκατοικημένου Βελγίου ήταν η μετανάστευση. Καθώς όμως η κυβέρνηση του Βελγίου δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του για απόκτηση αποικιών, ο βασιλιάς ήταν υποχρεωμένος να επιζητεί μόνος του την υλοποίηση των φιλοδοξιών του. Αλλωστε η μεγάλη περιουσία του (ήταν από τους πλουσιότερους κατοίκους του πλανήτη) του επέτρεπε να επιδιώκει μια προσωπική πολιτική. Ετσι ο βέλγος μονάρχης προσπάθησε κατά καιρούς να αγοράσει την Κρήτη, την Κούβα και το Τέξας.


Ο γιος του Λεοπόλδος Β’, που τον διαδέχθηκε το 1865, συνέχισε την αναζήτηση αποικιών ­ παρά τη συνεχιζόμενη αδιαφορία των βελγικών κυβερνήσεων ­ επιδιώκοντας ανεπιτυχώς να αγοράσει τμήματα του Βόρνεο, των Φιλιππινών και της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας των Μπόερς.


Ο βέλγος βασιλιάς εντυπωσιάστηκε από τις τότε πρόσφατες ανακαλύψεις βρετανών εξερευνητών στην Κεντρική Αφρική. Το 1877 έγραψε στο προσωπικό του ημερολόγιο: «Πρέπει οπωσδήποτε να αποκτήσουμε ένα κομμάτι από αυτό το έξοχο αφρικανικό γλύκισμα». Ο βέλγος μονάρχης οικοδόμησε ένα δίκτυο ψευδοφιλανθρωπικών οργανώσεων για τον υποτιθέμενο «εκπολιτισμό» της περιοχής και χρησιμοποίησε έναν φιλόδοξο αμερικανό εξερευνητή, τον Χένρι Στάνλεϊ, ο οποίος δημιούργησε μια σειρά σταθμούς ανεφοδιασμού στην ως τότε ανεξερεύνητη Κεντρική Αφρική. Εντέλει ο βασιλιάς του Βελγίου κατάφερε να εκμεταλλευθεί, χρησιμοποιώντας τις εκπληκτικές διπλωματικές ικανότητές του, τις αντιθέσεις των μεγάλων αποικιοκρατικών δυνάμεων της εποχής και να επιτύχει το 1885 τη διεθνή αναγνώριση του Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό. Η προσωπική αποικία του Λεοπόλδου είχε έκταση 2,5 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων, διασχιζόταν από 2.700 χιλιόμετρα πλωτών ποταμών και διέθετε εκπληκτικούς φυσικούς πόρους: ελεφαντόδοντο, φοινικέλαιο, ξυλεία και χαλκό. Και πάνω από όλα στο Κονγκό κατοικούσαν 10.000.000 άνθρωποι που επρόκειτο να κληθούν να συμβάλουν στην «οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη» της περιοχής.



Στην αρχή, παρά την καταναγκαστική εργασία που επιβλήθηκε στους ιθαγενείς, η αποικία δεν ήταν οικονομικά βιώσιμη: τα έσοδα του βασιλιά υστερούσαν κατά πολύ έναντι των εξόδων. Η μεγάλη αλλαγή επήλθε λόγω μιας τεχνολογικής καινοτομίας στην Ευρώπη: η ανακάλυψη της ρόδας με πεπιεσμένο αέρα από τον Εντουάρ Μισελέν προκάλεσε μια μεγάλη αύξηση της διεθνούς ζήτησης για καουτσούκ. Ο Λεοπόλδος παραχώρησε δικαιώματα εκμετάλλευσης σε βελγικές εταιρείες, οι οποίες με τη σειρά τους οργάνωσαν ένοπλες ομάδες που υποχρέωναν τους ιθαγενείς να συγκεντρώνουν ένα προκαθορισμένο ποσό καουτσούκ. Στην αρχή τα κέρδη ήταν απίστευτα μεγάλα. Τα έσοδα του βασιλιά χρησιμοποιήθηκαν εν μέρει για να χρηματοδοτήσουν μεγαλεπήβολα δημόσια έργα στο Βέλγιο.


Η εντυπωσιακή Αψίδα της Πεντηκονταετίας, το φημισμένο Μουσείο Tervuren και τμήματα του παλατιού του μονάρχη στις Βρυξέλλες υλοποιήθηκαν χάρη στην καταναγκαστική εργασία των αυτοχθόνων του Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό. Καθώς όμως η υπερεκμετάλλευση οδήγησε σε εξάντληση των καουτσουκόδενδρων, οι ένοπλοι επιτηρητές άρχισαν να τρομοκρατούν ολοένα και περισσότερο τους αφρικανούς χωρικούς, οι οποίοι δεν ήταν πια σε θέση να συγκεντρώνουν το ποσό καουτσούκ που τους είχε επιβληθεί. Τελικά η άσκηση βίας (που περιλάμβανε συστηματικούς ακρωτηριασμούς) μετατράπηκε σε μια χωρίς προηγούμενο σφαγή. Προτού αφιχθούν οι εταιρείες ο πληθυσμός του Κονγκό είχε υπολογισθεί σε 20.000.000. Μια επίσημη απογραφή αποκάλυψε ότι το 1911 στην αποικία του βέλγου μονάρχη είχαν απομείνει μόλις 8.500.000 άνθρωποι.


Τα εγκλήματα των ανθρώπων του Λεοπόλδου έγιναν γνωστά στη Δύση χάρη στη δράση τριών Ευρωπαίων: του ιρλανδού διπλωμάτη Ρότζερ Κέισμεντ, του πολωνού συγγραφέα Γιόσεφ Κόνραντ και του γάλλου επιθεωρητή φορτίων πλοίων Εντμουντ Μορέλ. Οι τρεις, με τη βοήθεια βρετανών ιεραποστόλων, αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος μιας διεθνούς εκστρατείας εναντίον του Λεοπόλδου, την πρώτη εκστρατεία υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ιστορία του 20ού αιώνα. Οι μεταρρυθμιστές αυτοί συγκέντρωσαν μαρτυρίες και δημοσιοποίησαν τις σφαγές και τους ακρωτηριασμούς που διαπράττονταν από τους υπαλλήλους του Λεοπόλδου. Ο Χότσιλντ υπογραμμίζει τη μεγάλη σημασία της τεχνολογίας αναφερόμενος στις σύγχρονες επικοινωνίες που οι ακτιβιστές χρησιμοποίησαν για να μεταβιβάσουν το μήνυμά τους στην Ευρώπη: ο τηλέγραφος και οι φωτογραφίες ακρωτηριασμένων Αφρικανών έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στην κινητοποίηση της δυτικής κοινής γνώμης. Χάρη στις πιέσεις της τελευταίας, συμπεραίνει ο συγγραφέας, ο βασιλιάς Λεοπόλδος υποχρεώθηκε να παραδώσει το 1908 τον έλεγχο του Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό στη βελγική κυβέρνηση.


Εν τούτοις ο Χότσιλντ φαίνεται να υπερεκτιμά τα αποτελέσματα της εκστρατείας αυτών των υπερμάχων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο ενθουσιασμός του συγγραφέα γι’ αυτούς τους ακτιβιστές του ανθρωπισμού τον οδηγεί σε περισσότερο ιδεολογικές παρά επιστημονικές εκτιμήσεις για τις συνέπειες της δράσης τους. Στην πραγματικότητα, ο τρόμος στο Κονγκό έπαψε μόνο όταν ο πληθυσμός του μειώθηκε τόσο δραματικά που η καταναγκαστική εργασία δεν επαρκούσε πλέον για να συντηρήσει επικερδείς δραστηριότητες [βλ. την κριτική της Jessica Carew Kraft, Current History, Vol. 98 (628), Μάιος 1999, σελ. 235].


Το Κονγκό απέκτησε την ανεξαρτησία του το 1960. Εν τούτοις τα δεινά της χώρας δεν τελείωσαν με το τέλος της αποικιοκρατίας. Η κλεπτοκρατία του Μομπούτου Σέσε Σέκο και ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε την άνοδο του Λοράν Καμπίλα στην εξουσία δεν επέτρεψαν στο Κονγκό να ξεπεράσει τα αδιέξοδα της υπανάπτυξης. Αν και θα ήταν λάθος να αποδοθούν όλα τα σημερινά προβλήματα της χώρας στην αποικιοκρατία, η φρίκη που χαρακτήρισε το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό έπαιξε αναμφισβήτητα σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα αρνητική πορεία της χώρας. Η μνήμη μας πρέπει να πάψει να είναι επιλεκτική. Τα ολοκαυτώματα των λευκών ανθρώπων δεν είναι περισσότερο σημαντικά από τα ολοκαυτώματα των μαύρων. Ο Χότσιλντ φωτίζει την απεχθή πλευρά της ευρωπαϊκής παρουσίας στην Αφρική τονίζοντας ότι οι vumbu ­ τα φαντάσματα των Αφρικανών ­ είναι στην πραγματικότητα τα φαντάσματα του δικού μας πολιτισμού.


Ο κ. Αστέρης Χουλιάρας είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων.