Ο όρος μεταμοντερνισμός χρησιμοποιείται κατά κόρον εδώ και μερικά χρόνια και στη χώρα μας, κατ’ εξοχήν στις κοινωνιολογικές μελέτες αλλά και στη δημοσιογραφική και πολιτική γλώσσα. Η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1959 από τον Ιρβινγκ Χάου, μια μεγάλη φυσιογνωμία της αμερικανικής κριτικής, για να χαρακτηρίσει την κομφορμιστική κοινωνία που αναδυόταν στις ΗΠΑ μέσα από τον Ψυχρό Πόλεμο και τη συμβατική λογοτεχνία και τέχνη που είχε αρχίσει αυτή η κοινωνία να παράγει. Ο μεταμοντερνισμός μπήκε στο κριτικό και δημοσιογραφικό λεξιλόγιο στις αρχές της δεκαετίας του ’80, πρώτα στην Αμερική και στη συνέχεια στην Ευρώπη. Για τους διανοουμένους της δεκαετίας του ’80, ο μεταμοντερνισμός είναι η κουλτούρα των γιάπηδων και για ορισμένους από αυτούς η πολιτισμική έκφραση του μονεταρισμού. Η παγκοσμιοποίηση ενίσχυσε την πολιτική σημασία του μεταμοντερνισμού, για να φτάσουμε σήμερα στο σημείο διάφοροι συνωμοσιολόγοι να υποστηρίζουν ότι η επικράτησή του κατέστη εφικτή χάρη σε οργανωμένο σχέδιο που εκπονήθηκε στο Λάγκλεϊ της Βιρτζίνιας, έδρα ως γνωστόν της CIA. Σήμερα επιβεβαιώνεται η ειρωνική παρατήρηση που διατύπωσε το 1984 ο Εκο, ότι και τον Ομηρο θα μπορούσαμε με λίγη καλή θέληση να τον πούμε μεταμοντέρνο.


Ωστόσο, παρά τη σε βαθμό σκανδαλισμού κατάχρηση του όρου, η περί τον μεταμοντερνισμό βιβλιογραφία εν Ελλάδι, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες σποραδικές αναφορές και ελάχιστα άρθρα, περιορίζεται σε ένα βιβλίο τη «Μεταμοντέρνα κατάσταση» του Λιοτάρ, ένα κείμενο συνοπτικό και από πολλές πλευρές τυπικό του τρόπου με τον οποίο η παρισινή ιντελιγκέντσια αντιμετωπίζει τα φαινόμενα που εμφανίζονται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ετσι, και στο ζήτημα αυτό λειτουργήσαμε ως χώρα της περιφέρειας: σχηματίσαμε άποψη εξ αντανακλάσεως. Η έκδοση λοιπόν στη γλώσσα μας του βιβλίου του Φρέντρικ Τζέιμσον, του κατ’ εξοχήν θεωρητικού αναλυτή του μεταμοντερνισμού, έχει ιδιαίτερη σημασία που θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη αν είχαν προηγηθεί προγενέστερα δοκίμια του συγγραφέα για το θέμα, τα οποία θα καθιστούσαν ευχερέστερο τον διακειμενικό διάλογο, όπως φαίνεται να ανοίγεται και στη χώρα μας. Εν τούτοις, έστω και με κενά, ορίζεται τώρα ένα ουσιαστικό πεδίο συζήτησης και πάντως τίθενται οι προϋποθέσεις ώστε ο όρος να μη χρησιμοποιείται πλέον κατά το δοκούν και να μη διαστρεβλώνεται ένα περιεχόμενο το οποίο ούτως ή άλλως παραμένει και σήμερα αρκετά ασαφές.


Ο Τζέιμσον θεωρεί ότι ο μεταμοντερνισμός εκφράζει την πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, δηλαδή της παγκοσμιοποιημένης τεχνολογικής κοινωνίας. Προτιμά τον κλασικό μαρξιστικό όρο «ύστερος καπιταλισμός» από τον συνηθέστερα σήμερα χρησιμοποιούμενο «μεταβιομηχανική κοινωνία», προφανώς επειδή στην ανάλυσή του είναι αποφασιστικής σημασίας οι ιδεολογικές συντεταγμένες. Με άλλα λόγια, δεν θεωρεί ότι η τεχνολογία μπορεί να εξετασθεί ή να κριθεί εκτός παραγωγικών πλαισίων.


Παλαιότερα (1983) στο δοκίμιό του «Μεταμοντερνισμός και καταναλωτική κοινωνία» ο Τζέιμσον όρισε επιγραμματικά τα χαρακτηριστικά του μεταμοντερνισμού που είναι τα παρακάτω: α. Η κατάργηση των ορίων ανάμεσα στην υψηλή και στη μαζική κουλτούρα. β. Η τάση προς το παστίς, δηλαδή τη μίμηση «ύφους» υπό μορφή παρωδίας, αλλά ανέξοδα, δηλαδή χωρίς τις προϋποθέσεις της σάτιρας. γ. Ο θάνατος του υποκειμένου, δηλαδή το τέλος της μοντερνιστικής λατρείας της ατομικότητας ή της αυθεντικότητας του έργου. δ. Η έκπτωση της σημασίας, δηλαδή του συνεχούς, οργανικού και συνεπούς τρόπου με τον οποίο προσλαμβάνουμε τα φαινόμενα και τον κόσμο, όπως και ­ κατ’ εξοχήν ­ του μέσου που χρησιμοποιούμε γι’ αυτό: τη γλώσσα.



Τα γνωρίσματα τούτα είναι βασικά για να κατανοήσουμε τις θέσεις που ανέπτυξε τα αμέσως επόμενα χρόνια ο Τζέιμσον και οι οποίες παρουσιάζονται ολοκληρωμένες στο τελευταίο βιβλίο του. Την εμφάνιση του μεταμοντερνισμού συνοδεύει κάτι πολύ σοβαρότερο από το τέλος του μοντερνισμού και της πρωτοπορίας: η απώλεια της ιστορικότητας ή η εμφάνιση της ιστορικής κώφωσης, όπως λέει πολύ χαρακτηριστικά ­ γεγονός που δεν έχει σχέση βέβαια με το προαναγγελθέν «Τέλος της Ιστορίας» του θορυβοποιού Φράνσις Φουκουγιάμα. Δεδομένου ότι σήμερα δεν μπορούμε να μιλήσουμε για εποχή ­ που άλλοτε αποτελούσε προϋπόθεση για την όποια κριτική ανάλυση ­ είμαστε αναγκασμένοι εξαιτίας του μεταμοντέρνου κλίματος «να θερμομετρήσουμε την εποχή μας δίχως θερμόμετρο». Οι διάφορες θεωρίες του τέλους, που αναπτύσσονται σε όλους σχεδόν τους τομείς του επιστητού, έχουν εδώ την αφετηρία τους.


Η αναπαλαίωση που εκφράζει μια από τις κύριες τάσεις του μεταμοντερνισμού (το παστίς) συνοδεύεται από τη γενικευμένη τάση της πολιτιστικής πραγμοποίησης, της πραγμοποίησης της ίδιας της κουλτούρας, με τον ριζικό διαχωρισμό παραγωγών και καταναλωτών. Στο επίπεδο των ιδεών ­ υποστηρίζει ο Τζέιμσον ­ η εντύπωση που δημιουργούν οι διανοούμενοι στους μη διανοουμένους είναι ότι οι τελευταίοι δεν καταλαβαίνουν γιατί οι διανοούμενοι γράφουν αυτά που γράφουν ή γιατί οι μη διανοούμενοι ακόμη και όταν νομίζουν ότι τα κατανοούν δεν μπορούν να πουν μετά βεβαιότητος ότι όντως τα καταλαβαίνουν. Η δική μας λέξη «κουλτουριάρης» είναι πολύ χαρακτηριστική και για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του ίδιου του Τζέιμσον «αποτελεί κλασική περίπτωση γκραμσιανής υποτέλειας».


Η μίμηση (ή αναπαλαίωση) υπό μορφή παστίς παίρνει ποικίλες εκφράσεις: λ.χ. στη συνύπαρξη πραγματικών και φανταστικών προσώπων στην αφήγηση, τη μετατροπή της σε μεσαιωνικού τύπου χρονικό, στο τέλος ή στον θάνατο της αναφοράς ή της αναφορικότητας και στην αντικατάστασή της από την αυτοαναφορικότητα. Πρόκειται για ένα είδος ευφορίας ­ καταναλωτικού τύπου ­ που αποσπά την έκφραση από την πράξη της δημιουργίας και οδηγεί στην αμέριμνη παρωδία, διότι τίποτε δεν είναι πλέον ανέκκλητο. Η παρωδία δεν σέβεται ούτε τις στοιχειώδεις αρχές της αληθοφάνειας. Για τούτο και τα τυπολογικά σχήματα όχι μόνο δεν έχουν πλέον θεματικό χαρακτήρα αλλά ούτε καν ανταποκρίνονται σε υφολογικά κριτήρια. Κάθε βιβλίο επομένως μπορεί να είναι ένα μετακινούμενο λήμμα και κάθε κτίριο μπορεί να στηθεί οπουδήποτε.


Αν τώρα προχωρήσουμε στον θάνατο της σημασίας, που προκύπτει από τη διαστρέβλωση της φαινομενολογικής αρχής ότι «κάθε συνείδηση είναι συνείδηση κάποιου πράγματος», οδηγούμαστε στο σημερινό σολιψιστικό τοπίο της εικονικής πραγματικότητας, που στη λογοτεχνία τουλάχιστον εκφράζεται, σύμφωνα με τον Τζέιμσον, από το κυβερνοπάνκ. Καταλήγουμε έτσι σε ό,τι ο συγγραφέας αποκαλεί «ριζική ασυνέχεια», δηλαδή στη μετάβαση από μια σειρά κατηγοριοποιήσεων σε μια άλλη με την ευκολία που αλλάζουμε κανάλι στην τηλεόραση χρησιμοποιώντας το τηλεχειριστήριο.


Η κατανόηση λοιπόν των σύγχρονων γεγονότων εγγράφεται στο φόντο της κατάτμησης της πραγματικότητας, γι’ αυτό και το παρόν αδυνατούμε να το συλλάβουμε ή να το κατανοήσουμε ιστορικά και επομένως η κοινωνία γίνεται μια Λερναία Υδρα. Η διαδοχή των γεγονότων κατά συνέπεια δεν δημιουργεί χρονική προοπτική, που σημαίνει συνθήκες βάθους, αλλά «ανάβει σαν κομβικό δίκτυο σε κερματομηχανή». Το δωμάτιό μας γίνεται ο κόσμος, ο κόσμος αυτός κινείται σε ασύμβατες κατευθύνσεις που καλούμαστε να τις ακολουθήσουμε όλες μαζί χωρίς στην πραγματικότητα να ακολουθούμε καμία.


Παρά την ακρίβεια στη διατύπωση και στη χρήση των όρων, το βιβλίο του Τζέιμσον δεν είναι καθόλου εύκολο, αφού προϋποθέτει ένα τεράστιο διακειμενικό πεδίο και εξειδικευμένες γνώσεις στη φιλοσοφία, στην κοινωνιολογία και στη θεωρία της λογοτεχνίας. Προϋποθέτει ακόμη καλή γνώση της σύγχρονης Αμερικής, όπου βέβαια ο μεταμοντέρνος περίγυρος δεν είναι η Βοστώνη, η Νέα Υόρκη ή το Σικάγο αλλά η Καλιφόρνια και κατ’ εξοχήν το Λος Αντζελες. Εν τούτοις έστω και με τις δυσκολίες αυτές δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γνωρίσει κανείς σε βάθος ή να προσεγγίσει πηγαίνοντας κατευθείαν στην πηγή το φαινόμενο του μεταμοντερνισμού. Είναι επιπλέον ένα βαθύτατα πολιτικό βιβλίο και μια απόδειξη ότι, παρά τους ευσεβείς πόθους διαφόρων, υπάρχει ακόμη προοδευτική σκέψη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.


Ο Γιώργος Βάρσος που ανέλαβε τον άθλο να μεταφέρει τη σκέψη του Τζέιμσον στα ελληνικά είναι καλός και ευσυνείδητος μεταφραστής. Διαφωνώ με την επιλογή του να μη μεταφράσει παντού τον όρο postmodernism ως μεταμοντερνισμό, αλλά αυτό επί της ουσίας μοιάζει δευτερεύον. Είναι ωστόσο αναγκαίο σε μια μελλοντική επανέκδοση να διορθωθούν κάποια λάθη σε ονόματα και τίτλους, λ.χ.: η Ζούζαν Ζόνταγκ είναι φυσικά η Σούζαν Σόντακ, ο Ντοκτόρωβ είναι ο Εντγκαρ Λόρενς Ντοκτόροου και το μυθιστόρημά του «Το παζάρι του κόσμου» είναι βεβαίως η «Παγκόσμια έκθεση» (βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη και αναφέρεται στην παγκόσμια έκθεση του 1939 στη Νέα Υόρκη). Ο μεταφραστής ακολουθώντας το παράδειγμα του Σεφέρη ο οποίος μετέφρασε το έργο του Ελιοτ «Murder In the Cathedral» ως «Φονικό στην εκκλησιά», μεταφράζει το μυθιστόρημα του Μάριο Βάργκας Γιόσα «Συνομιλία στον Καθεδρικό» ως «Συνομιλία στον ναό». Δεν πρόκειται όμως για κανένα ναό, αφού «Καθεδρικός» στο μυθιστόρημα του Γιόσα είναι το όνομα ενός μπαρ και μπορντέλου στη Λίμα, στο οποίο εκτυλίσσεται η υπόθεση του βιβλίου.


Ο κ. Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας.