Η φιλολογική έρευνα της τελευταίας δεκαετίας μάς προέτρεψε να προσέξουμε λησμονημένους πεζογράφους του 19ου αιώνα για τους οποίους η κριτική, από τον Παλαμά ως τον Δημαρά και από εκεί στον Σαχίνη και στον Vitti, είχε αποφανθεί καταδικαστικώς. Οι Σούτσοι, ο Παλαιολόγος, ο Βλάχος, ο Πιτζιπίος κ.ά. είχαν εξορισθεί από τον λογοτεχνικό κανόνα εφόσον δεν πληρούσαν τους όρους του ρεαλιστικού-ελληνοκεντρικού-δημοτικιστικού προτύπου που η ιδεολογία αλλεπαλλήλων εποχών είχε επιβάλει ως απόλυτο αξιολογικό κριτήριο. Ευτυχώς όμως φιλόλογοι όπως ο Νάσος Βαγενάς, η Σοφία Ντενίση, ο Τάκης Καγιαλής κ.ά. μας επέτρεψαν με τις εργασίες τους να απαλλαγούμε από τις προλήψεις αιώνος και να μπορέσουμε να ξαναδιαβάσουμε μια αποσιωπημένη λογοτεχνία.


Το συνέδριο που έγινε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1995 Η ελληνική πεζογραφία 1830-1880 (τα πρακτικά του οποίου βρίσκονται στον εξαιρετικό τόμο Από τον Λέανδρο στον Λουκή Λάρα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1997) κατέδειξε για πρώτη φορά το εύρος μιας νεότερης έρευνας που έχει σκοπό να αναστηλώσει τη λογοτεχνία των πρώτων 50 χρόνων του ελληνικού κράτους στο κύρος που της αρμόζει. Ενας από τους συνέδρους, ο Mario Vitti, κατά την αποστροφή του στο τέλος του συνεδρίου, ομολόγησε την ανάγκη «νέας ταξινόμησης και νέας αξιολόγησης» του υπάρχοντος λογοτεχνικού υλικού αυτής της περιόδου. Η ογκώδης επανέκδοση των Διηγημάτων του Ραγκαβή από το Ιδρυμα Ουράνη, με την επιμέλεια του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ Δημ. Τζιόβα, εντάσσεται σε αυτή τη λογική.


Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892) αποτελεί φαινόμενο πολυπραγμοσύνης του ελληνικού 19ου αιώνα: ποιητής, πεζογράφος, κριτικός, μεταφραστής, λεξικογράφος, ανταποκριτής αγγλικής εφημερίδας, καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπουργός Εξωτερικών, πρέσβης στις ΗΠΑ, στην Κωνσταντινούπολη, στο Παρίσι και στο Βερολίνο, διευθυντής σύνταξης μιας εφημερίδας (Ευνομία, 1862-1865) και συνεκδότης τριών περιοδικών (Ευτέρπη, 1847-1855, Πανδώρα, 1850-1872, Spectateur de l’ Orient, 1853-1857). Τα πεζά του, που μας ενδιαφέρουν εδώ, δημοσιεύτηκαν στα δύο πρώτα περιοδικά σε ένα διάστημα έξι ετών (1847-1853): είκοσι δύο διηγήματα και ένα μυθιστόρημα. Αυτή είναι κατ’ ουσίαν και η δημιουργική περίοδος του Ραγκαβή, εφόσον μόνο ύστερα από 10 χρόνια θα τυπώσει το «Εκδρομή εις Πόρον» (1863), το τελευταίο διήγημά του.


Διαβάζοντας ξανά τα διηγήματα του Ραγκαβή στη λήξη ενός αιώνα που τον σημαδεύει αφενός ο καταιγισμός της τεχνολογίας και αφετέρου εκείνος της συναίνεσης στη βαρβαρότητα, αισθάνεται κανείς ότι εντέλει ο κόσμος εξελίσσεται εξαιρετικά αργά, ελάχιστα δηλαδή αλλάζει τόσο ως προς τη μανιώδη ανάγκη του να προοδεύει τεχνικώς όσο και ως προς την άλλη: να συνοδεύει την όποια εξέλιξη με πράξεις βαρβαρότητας. Πόσο λίγο έχει απαλλαγεί ο κόσμος από τη δουλεία (το θέμα της Ναϊάδος) ή από την παιδική εργασία (το θέμα του Γλούμυμάουθ), πόσο το καθεστώς των συνθηκών εγκλεισμού έχει παγκοσμίως λυθεί (Αι Φυλακαί), σε ποιον βαθμό η εξουσία καθοδηγείται από τη φρόνηση (Λεϊλά), πόσο η παγκοσμιοποιημένη βαρβαρότητα παραχώρησε τη θέση της σε έργα ειρήνης από τον καιρό του ευαίσθητου σε αυτές τις οικουμενικές αγωνίες Ραγκαβή;



Ο συγγραφέας αυτός, που σπούδασε στο εξωτερικό και διέθετε παιδεία που δεν μπορούν να απολαύσουν παρά ελάχιστοι συμπατριώτες του, ο συγγραφέας που ρητώς αποφεύγει τη «χυδαία» γλώσσα και που οπωσδήποτε κατέχει υψηλά κρατικά αξιώματα, συμβαίνει ωστόσο να είναι άκρως ενήμερος όσον αφορά τα οικουμενικά προβλήματα ­ σε μια εποχή που η χώρα του προσπαθεί παθιασμένα να εξασφαλίσει την τριαδική ενότητα γλώσσας, ιστορίας και θρησκείας, εκείνος, ως περί άλλα τυρβάζων, διηγείται ιστορίες εξωτικές που έχουν στο κέντρο τους προβλήματα της Ανγκλετέρας, των Ινδιών ή των ΗΠΑ. Η κριτική δεν καλοδέχθηκε αυτό τον εξωτισμό, με προεξάρχοντα τον Παλαμά, που κατηγόρησε ως «ξενόσπορα και αχαρακτήριστα» τα διηγήματά του. Η κριτική άργησε πολύ να διακρίνει ότι το ξενόθεμο διήγημα δεν συνιστά αφεαυτού λογοτεχνικό αμάρτημα. Αργησε, δηλαδή, να προσέξει αυτό που πρώτος ο Τάκης Καγιαλής παρατήρησε (ό.π. Παν/κές Εκδ. Κρήτης, σ. 133) και ο επιμελητής της πρόσφατης έκδοσης επικροτεί, ότι δηλαδή το ελληνοκεντρικό-ρεαλιστικό-κοινωνικό θέμα δεν συνιστά αξιολογικό και ερμηνευτικό κριτήριο όπως συνιστούσε στην ιστορική συγκυρία του Ραγκαβή. Ο Δ. Τζιόβας τονίζει στην εκτενέστατη εισαγωγή του ότι ο Ραγκαβής υπήρξε «το πρώτο θύμα της ελληνοκεντρικής κριτικής». Μιας ιδεολογικής κριτικής που συνέχισαν ο Δημαράς με το γνωστό δημοτικιστικό φίλτρο του αλλά και άλλοι γνωστοί φιλόλογοι ως πολύ πρόσφατα.


Οι κριτικοί αυτοί δεν διέκριναν ότι πίσω από το ξένο και το εξωτικό, με διδακτική μορφή πολύ κοντά σε εκείνην της μεσαιωνικής παραβολής και της αλληγορίας, ο «φύσει και θέσει» συντηρητικός συγγραφέας στην κυριολεξία συμπάσχει με την κοινωνία που τον διαβάζει ­ και ας μην αναφέρεται ευθέως στις δικές της έγνοιες. Οι φαντασιώδεις ιστορίες του κατ’ ουσίαν αποτελούν «παραδείγματα» προς τους αναγνώστες του, είτε αποτρεπτικά είτε προτρεπτικά, αντλημένα από τα εις Εσπερίαν συμβαίνοντα. Τα διηγήματά του συνδυάζουν συνειδητά το fact και το fiction, το ρομάντζο με τη διδαχή, βρίθουν πληροφοριών για τις παγκόσμιες εξελίξεις, επιστημονικές, κοινωνικές και άλλες, δημοσιεύονται σε περιοδικά με οπωσδήποτε λαϊκή απήχηση και βεβαίως υιοθετούν αυτό που η μελετήτρια του Ραγκαβή Λίτσα Χατζοπούλου αποκάλεσε ορθώς (Εισαγωγή στο Λέιλα και άλλα διηγήματα, Νεφέλη, 1997, σ. 34) «επαληθευτικές τεχνικές». Το τελευταίο δηλώνει την ανάγκη του συγγραφέα να υπογραμμίσει ­ παρά και ενάντια στο μελοδραματικό σχήμα που επιβάλλει το ύφος μιας ολόκληρης εποχής στο έργο του ­ ότι η διήγηση, αν και μυθοπλαστική, ωστόσο στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Πράγμα άλλωστε που η φιλολογική έρευνα απέδειξε προ πολλού, με ακραίο παράδειγμα το πόρισμα της έρευνας Ashley για την παιδική εργασία (1842), στο οποίο ευθέως στηρίχθηκε ο Ραγκαβής για τον Γλούμυμάουθ του (Τ. Καγιαλής, Γλούμυμάουθ, Νεφέλη, 1991, σ. 64).


Απέναντι σε έναν κανόνα εσαεί λαογραφικό, ηθογραφικό και δημώδη ο Ραγκαβής στάθηκε ιδιοφυές παράδειγμα συνειδητού συγγραφέα που, αν μη τι άλλο, ξέρει τι θέλει να πει και με ποιον τρόπο να το πει. Επιπλέον υπήρξε ενδιαφέρουσα περίπτωση συγγραφέα που συνομιλεί με τους συγχρόνους του βικτωριανούς και μάλιστα στο ίδιο λογοτεχνικό ιδίωμα, ας πούμε σε εκείνο ενός Ντίκενς ή ενός Ντισραέλι. Ολα αυτά ακούγονται ενδιαφέροντα αλλά, όπως συχνά συμβαίνει στις φιλολογικές συζητήσεις, κάτι ουσιώδες ξεφεύγει και αυτό βεβαίως είναι η λογοτεχνικότητα και η εξ αυτής απορρέουσα απολαυστική λειτουργία αυτών των κειμένων, το «τερπνόν και ψυχωφελές». Πιο απλά: Κατά πόσον τα παραβολικά/διδακτικά/αρχαΐζοντα διηγήματα του Ραγκαβή για μας που πλέον είμαστε απαλλαγμένοι ελληνοκεντρικών ή άλλων ψυχαναγκαστικών ιδεολογικών κριτηρίων έχουν ακόμη κάτι να πουν; Υπερβολικά νομίζουμε ο επιμελητής του τόμου καταφέρεται εναντίον της κριτικής ­ και μάλιστα της πλέον πρόσφατης (;) ­ που αποσιώπησε/υποτίμησε τον Ραγκαβή, όταν ακριβώς ζούμε εδώ και πάνω από μια δεκαετία περίοδο ριζικής επανάγνωσης αυτών των κειμένων (πρώτος ο Γ. Βαλέτας ήδη στα 1983 ­ Ανθολογία Διηγήματος, Φιλιππότης ­ αποκαλεί τον Ραγκαβή «πατέρα του νεοελληνικού διηγήματος»). Το θεμελιώδες επομένως ζήτημα που παραμένει για μας τους απλούς θνητούς-αναγνώστες είναι αν ο όντως οικουμενικός Ραγκαβής αποτελεί (όπως υποστηρίζει ο Δ. Τζιόβας) έναν από τους πλέον αξιανάγνωστους πεζογράφους του περασμένου αιώνα.


Ο κ. Αρης Μαραγκόπουλος είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Οι ωραίες ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου».